Σε εποχές μεγάλης αβεβαιότητας, η κατανόηση των μακροπρόθεσμων τάσεων της βιομηχανίας μπορεί να βοηθήσει τα στελέχη των επιχειρήσεων να σχεδιάσουν αποτελεσματικές στρατηγικές. Σχετική έκθεση της McKinsey επιχειρεί μια εκτενή ανάλυση ζητημάτων διαρθρωτικής φύσης που μπορούν να επηρεάσουν το μέλλον τεσσάρων βιομηχανικών κλάδων και συγκεκριμένα εκείνων του χάλυβα, της υψηλής τεχνολογίας, της χημικής βιομηχανίας (πετροχημικά) και των καταναλωτικών αγαθών.

Σε εποχές μεγάλης αβεβαιότητας, η κατανόηση των μακροπρόθεσμων τάσεων της βιομηχανίας μπορεί να βοηθήσει τα στελέχη των επιχειρήσεων να σχεδιάσουν αποτελεσματικές στρατηγικές. Σχετική έκθεση της McKinsey επιχειρεί μια εκτενή ανάλυση ζητημάτων διαρθρωτικής φύσης που μπορούν να επηρεάσουν το μέλλον τεσσάρων βιομηχανικών κλάδων και συγκεκριμένα εκείνων του χάλυβα, της υψηλής τεχνολογίας, της χημικής βιομηχανίας (πετροχημικά) και των καταναλωτικών αγαθών.

Στην εν λόγω έκθεση αναλύονται τα πορίσματα έρευνας της McKinsey, σύμφωνα με την οποία παρά τη στασιμότητα που επέφερε στη βιομηχανία χάλυβα η επιβράδυνση στην εφαρμογή των κατασκευαστικών σχεδίων ως συνέπεια της πιστωτικής κρίσης, οι ανάγκες της παγκόσμιας οικονομίας σε χάλυβα παραμένουν μακροπρόθεσμα τόσο υψηλές ώστε μάλλον θα αναζωπυρώσουν τη ζήτηση μέσα στα επόμενα χρόνια.

Η έκθεση προβλέπει, έτσι, πως μέχρι το 2025 η παγκόσμια ζήτηση θα έχει φτάσει τα δύο δισ. τόνους ετησίως.
Ειδικότερα, η έκθεση επισημαίνει πως πολύ πρόσφατα, μόλις τη δεκαετία του 1990, μειώθηκαν οι ανάγκες για χάλυβα στις ώριμες αγορές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, καθώς προσγειωνόταν σταδιακά η καμπύλη της ζήτησης για αυτοκίνητα, ψυγεία και υποδομή.

Τονίζει μάλιστα πως στην αλλαγή της δεκαετίας τα μεγάλα κατασκευαστικά σχέδια και τα έργα υποδομής που καθιστούσε αναγκαία η αστικοποίηση κυρίως στην Κίνα, αλλά και στην Ινδία και τις χώρες της Μέσης Ανατολής αντιπροσώπευαν το 35% της παγκόσμιας ζήτησης για χάλυβα, αλλά περισσότερο από το 50% της αύξησης που σημείωνε αυτή η ζήτηση.

Σε ό,τι αφορά τη ζήτηση για άλλα μέταλλα, όπως το αλουμίνιο και ο χαλκός, αυτή υπερέβαινε επίσης την αύξηση του ΑΕΠ αυτών των περιοχών.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της McKinsey, η συνεχής ανάπτυξη των περιοχών αυτών μάλλον θα ενισχύσει μακροπρόθεσμα τη βιομηχανία, αλλά η πιστωτική κρίση θα έχει ως άμεση συνέπεια να μειωθεί η ζήτηση για χάλυβα, όχι μόνον επειδή θα περιοριστεί από πλευράς του τελικού καταναλωτήμ αλλά και επειδή οι βιομηχανίες που τον χρησιμοποιούν σε όλη την αλυσίδα της προσφοράς θα καταφύγουν μάλλον στη χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων τους. Παράλληλα, η πιστωτική κρίση θα αναστείλει τα βραχυπρόθεσμα σχέδια ανάπτυξης για την παραγωγή χάλυβα και την εξόρυξη σε παγκόσμιο επίπεδο και θα έχει πιθανότατα ως αποτέλεσμα μια πιο ευμετάβλητη ισορροπία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά. Ομως, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα πως σε λίγα χρόνια θα αρχίσει ξανά η επέκταση, καθώς η βιομηχανία θα προσπαθεί να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση από τις αναδυόμενες αγορές.

 Υψηλή τεχνολογία

Σε ό,τι αφορά την υψηλή τεχνολογία, η έκθεση της McKinsey επισημαίνει πως συνήθως στη διάρκεια μιας ύφεσης οι δαπάνες στον τομέα αυτόν μειώνονται περισσότερο από όσο το ΑΕΠ. Επειτα από μελέτη επί περιπτώσεων ύφεσης σε 50 χώρες μέσα στα τελευταία 13 χρόνια, διαπιστώνεται συγκεκριμένα μείωση κατά πέντε με επτά φορές μεγαλύτερη εκείνης του ΑΕΠ που είναι ακόμη μεγαλύτερη (από οκτώ ώς εννέα φορές εκείνης του ΑΕΠ) σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη μηχανικού και μικρότερη (από τρεις ώς πέντε φορές εκείνης του ΑΕΠ) σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη λογισμικού και υπηρεσιών. Η μείωση ήταν πολύ μεγαλύτερη στη διάρκεια της επιβράδυνσης του 2001, καθώς οι δαπάνες για ηλεκτρονικούς υπολογιστές και εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών είχαν ήδη εκτιναχθεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.

Η ιλιγγιώδης αύξηση των νέων εταιρειών στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας σε συνδυασμό με τους φόβους για τον λεγόμενο «ιό του έτους 2000» είχαν ως αποτέλεσμα να εκτιναχθούν οι δαπάνες για εξοπλισμό τηλεπικοινωνιών, παροχή υπηρεσιών και ένα ευρύ φάσμα άλλων προϊόντων. Με την εμφάνιση της οικονομικής επιβράδυνσης εξαφανίστηκαν οι καινούργιοι από τον κλάδο, ενώ πολλές εταιρείες διέθεταν υπερβολικό τεχνολογικό εξοπλισμό και δυναμικό τηλεπικοινωνιών, με αποτέλεσμα τις ραγδαίες περικοπές δαπανών σε όλο το φάσμα της οικονομίας. Οπως επισημαίνει η έκθεση, πολλές εταιρείες έχουν έκτοτε αναγκαστεί να κάνουν πολύ πιο αποτελεσματική χρήση της τεχνολογίας πληροφορίας.

Σύμφωνα με την McKinsey, καθώς η οικονομία εισέρχεται στην παρούσα επιβράδυνση η αύξηση της χρήσης τεχνολογίας της πληροφορίας βρίσκεται ελαφρώς κάτω από τον μέσο όρο της δεκαετίας. Και ενώ οι περισσότερες εταιρείες αναθεωρούν τον προϋπολογισμό τους για τεχνολογία στην προσπάθειά τους να μειώσουν συνολικά τις δαπάνες, πολλές προσπαθούν να διατηρήσουν τις επενδύσεις υψηλής προτεραιότητας. Οπως επισημαίνει η έκθεση, η αβεβαιότητα του σύγχρονου επιχειρηματικού περιβάλλοντος καθιστά επισφαλή οποιαδήποτε πρόβλεψη περί των δαπανών για τεχνολογία, αλλά φαίνεται πιθανό λόγω της εμπειρίας του ο κλάδος να εναρμονισθεί περισσότερο με τη μακροπρόθεσμη δυναμική του από όσο το 2001.

Η έκθεση δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Quarterly της McKinsey (τεύχος Δεκεμβρίου 2008) και υπογράφεται από τα στελέχη της Frank Bekaert, Benedikt Zeumer, Eric Kutcher, Dilip Wagle, Betsy Bohlen, Kristi Weaver και Scott Andre.

Η κρίση στα καταναλωτικά αγαθά

Οι υφέσεις επηρεάζουν τις δαπάνες σε διάφορες κατηγορίες καταναλωτικών αγαθών με διάφορους τρόπους. Σύμφωνα με την ανάλυση που έκανε η McKinsey σχετικά με τις καταναλωτικές δαπάνες στη διάρκεια των υφέσεων των περιόδων 1990 - 91 και 2001 - 02, συνάγεται πως οι καταναλωτές στις ΗΠΑ προτίμησαν να αλλάξουν προτεραιότητες παρά να κάνουν γενικότερες οικονομίες.
Οι μικρές καθημερινές απολαύσεις, όπως η έξοδος για φαγητό, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες προσωπικής φροντίδας και οι μικροσυσκευές ήταν οι τομείς που επλήγησαν. Αντ’ αυτών ενισχύθηκαν οι τομείς της διατροφής αλλά και των εκδόσεων, που αντικατέστησαν τις πιο δαπανηρές συνήθειες. καθώς και οι ασφάλειες υγείας και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Τη μεγαλύτερη αύξηση κατέγραψαν οι δαπάνες για την παιδεία. Σύμφωνα, όμως, με την εν λόγω έρευνα, οι τάσεις αυτές είναι ενδεικτικές χωρίς, ωστόσο, να μας διδάσκουν όλη την ιστορία: οι αυστηρότεροι όροι στη χορήγηση πιστώσεων, τα χαμηλά ποσοστά προσωπικής αποταμίευσης και η μείωση των τιμών των κατοικιών εξωθούν τον κόσμο να περικόψει τις δαπάνες πιο γρήγορα και σε περισσότερους τομείς. Εν ολίγοις, ορισμένες κατηγορίες αντέχουν περισσότερο στην καταιγίδα. Ετσι, όσες εταιρείες αντιδρούν στην επιβράδυνση, κατανοώντας την πιθανή επίδοση της κατηγορίας τους, βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα.

Η χημική βιομηχανία σε χώρες χαμηλού κόστους

Οπως επισημαίνει η έκθεση, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η παγκόσμια παραγωγή χημικών και πετροχημικών δεν έχει μειωθεί κατά βιώσιμο τρόπο. Τότε το αποτέλεσμα ήταν μια αναδιάρθρωση της βιομηχανίας, με μονάδες χαμηλότερου κόστους να αντικαθιστούν τις παλαιότερες και λιγότερο αποτελεσματικές, καθώς και τις μονάδες μικρότερης κλίμακας με μικρότερα περιθώρια κέρδους.
Οι συνεχείς επιβραδύνσεις συμπίεσαν τα περιθώρια κέρδους, καθυστέρησαν τα σχέδια επέκτασης και έδωσαν στις εταιρείες με ισχυρούς ισολογισμούς την ευκαιρία να εξαγοράσουν ανταγωνιστές τους των οποίων η αξία είχε μειωθεί. Οι υφέσεις αυτές, πάντως, δεν οδήγησαν σε σημαντική αναδιάρθρωση της βιομηχανίας. Σύμφωνα με την έρευνα της McKinsey, μια σημαντική επιβράδυνση θα ήταν διαφορετική σήμερα: η μειωμένη ζήτηση ενδέχεται να βοηθήσει την καινούργια παραγωγή χαμηλού κόστους στην Κίνα και στη Μέση Ανατολή να αντικαταστήσει ταχύτερα την παραγωγή υψηλού κόστους σε Ευρώπη, Ιαπωνία, Βόρεια Αμερική και Νότια Κορέα.

(από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28/12/2008)