Η διεθνής ύφεση, η οποία επηρεάζει πλέον με έντονο τρόπο και την Ελλάδα, προκαλεί πτώση της παραγωγής, μείωση του τζίρου, κάμψη σε χιλιάδες επιχειρήσεις και- το χειρότερο- φέρνει απολύσεις σε μεγάλη κλίμακα στην Αμερική και στην Ευρώπη και σε μικρότερη κλίμακα στη χώρα μας μέχρι στιγμής.
Η διεθνής ύφεση, η οποία επηρεάζει πλέον με έντονο τρόπο και την Ελλάδα, προκαλεί πτώση της παραγωγής, μείωση του τζίρου, κάμψη σε χιλιάδες επιχειρήσεις και- το χειρότερο- φέρνει απολύσεις σε μεγάλη κλίμακα στην Αμερική και στην Ευρώπη και σε μικρότερη κλίμακα στη χώρα μας μέχρι στιγμής. Η κρίση στην Ελλάδα ήδη πλήττει την οικοδομή, τη βιομηχανία και το λιανεμπόριο, ενώ το καλοκαίρι που μας έρχεται αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά και τον ευρύτερο τομέα του τουρισμού που απασχολεί σε πλήρη λειτουργία σχεδόν 500.000 ανθρώπους, τους περισσότερους σε εποχικό επίπεδο.

Ευνόητο είναι ότι, με την ανασφάλεια που επικρατεί, αφενός δεν διαφαίνεται κάποιο φως στην άκρη του τούνελ και αφετέρου έχουν «παγώσει» όλες οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις σε όλους τους τομείς που αναφέρθηκαν. Ο μοναδικός τομέας στον οποίο οι επενδύσεις συνεχίζονται, ενώ προγραμματίζονται και άλλες, είναι αυτός της ενέργειας. Μάλιστα χαρακτηριστικό είναι ότι λόγω της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και λόγω της σχεδόν ανελαστικής ζήτησης καυσίμων, οι επενδύσεις επισπεύδονται. Σήμερα σε εξέλιξη βρίσκονται οι δύο επενδύσεις των Ελληνικών Πετρελαίων στην Ελευσίνα και στη Θεσσαλονίκη, που με αιχμή την πρώτη (η οποία είναι και η μεγαλύτερη εν εξελίξει επένδυση στην Ελλάδα σήμερα) θα δημιουργήσουν πλέγμα παραγωγής καθαρότερων προϊόντων, οι επενδύσεις στο φυσικό αέριο με τον αγωγό Θεσσαλονίκης- Σταυρολιμένα Ηπείρου και τον υποθαλάσσιο ΕλλάδαςΙταλίας, τα έργα υποδομής στο φυσικό αέριο και οι νέες εταιρείες διανομής. Παράλληλα, οι επενδύσεις σε νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής είναι επίσης εντυπωσιακές: η ΔΕΗ κατασκευάζει μια μονάδα φυσικού αερίου και προγραμματίζει μια διπλή στη Μεγαλόπολη και μια λιγνιτική στη Μακεδονία, ενώ οι ιδιώτες προγραμματίζουν τουλάχιστον έξι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, όλες με πρώτη ύλη το φυσικό αέριο.

Δυστυχώς όλες οι επενδύσεις συναντούν προβλήματα με τομείς που χρόνια ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία όπως το περιβόητο πολιτικό κόστος- που δεν είναι παρά ο μόνιμος φόβος των πολιτικών μας για το αύριο-, η κρατική γραφειοκρατία, η αβελτηρία των τοπικών αρχόντων και η μόνιμη άρνηση λίγων τοπικών και... διατοπικών παραγόντων (η περίφημη «μεταφερόμενη διμοιρία» που μονίμως λέει «όχι σε όλα») που κάνουν πολλή φασαρία.

Για όλους αυτούς τους λόγους μάλιστα δεν έχουν προχωρήσει με ταχύτερους ρυθμούς τα προγράμματα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κυρίως τα αιολικά πάρκα, αλλά και τα φωτοβολταϊκά τα οποία θα μας έκαναν να μιλούσαμε για «επενδυτική άνοιξη» στην ενέργεια εν μέσω παγκόσμιου επενδυτικού χειμώνα. Είναι φανερό ότι αναζητούνται τα οικονομικά «χελιδόνια» που θα φέρουν όχι μόνον ελπίδες, αλλά και νέες θέσεις εργασίας και πλούτο στη χώρα.

Η διεθνής ύφεση, η οποία επηρεάζει πλέον με έντονο τρόπο και την Ελλάδα, προκαλεί πτώση της παραγωγής, μείωση του τζίρου, κάμψη σε χιλιάδες επιχειρήσεις και- το χειρότερο- φέρνει απολύσεις σε μεγάλη κλίμακα στην Αμερική και στην Ευρώπη και σε μικρότερη κλίμακα στη χώρα μας μέχρι στιγμής. Η κρίση στην Ελλάδα ήδη πλήττει την οικοδομή, τη βιομηχανία και το λιανεμπόριο, ενώ το καλοκαίρι που μας έρχεται αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά και τον ευρύτερο τομέα του τουρισμού που απασχολεί σε πλήρη λειτουργία σχεδόν 500.000 ανθρώπους, τους περισσότερους σε εποχικό επίπεδο.

Ευνόητο είναι ότι, με την ανασφάλεια που επικρατεί, αφενός δεν διαφαίνεται κάποιο φως στην άκρη του τούνελ και αφετέρου έχουν «παγώσει» όλες οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις σε όλους τους τομείς που αναφέρθηκαν. Ο μοναδικός τομέας στον οποίο οι επενδύσεις συνεχίζονται, ενώ προγραμματίζονται και άλλες, είναι αυτός της ενέργειας. Μάλιστα χαρακτηριστικό είναι ότι λόγω της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και λόγω της σχεδόν ανελαστικής ζήτησης καυσίμων, οι επενδύσεις επισπεύδονται. Σήμερα σε εξέλιξη βρίσκονται οι δύο επενδύσεις των Ελληνικών Πετρελαίων στην Ελευσίνα και στη Θεσσαλονίκη, που με αιχμή την πρώτη (η οποία είναι και η μεγαλύτερη εν εξελίξει επένδυση στην Ελλάδα σήμερα) θα δημιουργήσουν πλέγμα παραγωγής καθαρότερων προϊόντων, οι επενδύσεις στο φυσικό αέριο με τον αγωγό Θεσσαλονίκης- Σταυρολιμένα Ηπείρου και τον υποθαλάσσιο ΕλλάδαςΙταλίας, τα έργα υποδομής στο φυσικό αέριο και οι νέες εταιρείες διανομής. Παράλληλα, οι επενδύσεις σε νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής είναι επίσης εντυπωσιακές: η ΔΕΗ κατασκευάζει μια μονάδα φυσικού αερίου και προγραμματίζει μια διπλή στη Μεγαλόπολη και μια λιγνιτική στη Μακεδονία, ενώ οι ιδιώτες προγραμματίζουν τουλάχιστον έξι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, όλες με πρώτη ύλη το φυσικό αέριο.

Δυστυχώς όλες οι επενδύσεις συναντούν προβλήματα με τομείς που χρόνια ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία όπως το περιβόητο πολιτικό κόστος- που δεν είναι παρά ο μόνιμος φόβος των πολιτικών μας για το αύριο-, η κρατική γραφειοκρατία, η αβελτηρία των τοπικών αρχόντων και η μόνιμη άρνηση λίγων τοπικών και... διατοπικών παραγόντων (η περίφημη «μεταφερόμενη διμοιρία» που μονίμως λέει «όχι σε όλα») που κάνουν πολλή φασαρία.

Για όλους αυτούς τους λόγους μάλιστα δεν έχουν προχωρήσει με ταχύτερους ρυθμούς τα προγράμματα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κυρίως τα αιολικά πάρκα, αλλά και τα φωτοβολταϊκά τα οποία θα μας έκαναν να μιλούσαμε για «επενδυτική άνοιξη» στην ενέργεια εν μέσω παγκόσμιου επενδυτικού χειμώνα. Είναι φανερό ότι αναζητούνται τα οικονομικά «χελιδόνια» που θα φέρουν όχι μόνον ελπίδες, αλλά και νέες θέσεις εργασίας και πλούτο στη χώρα.

Ανάγκη για καθαρότερα προϊόντα

Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ενωση που παραμένουν σημαντικά εξαρτημένες από την προμήθεια σε πετρέλαιο, ενώ οι υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιούν εναλλακτικές πηγές σε μεγάλη έκταση όπως είναι το φυσικό αέριο, η αιολική ενέργεια, η ηλιακή ενέργεια και τα υδροηλεκτρικά. Οι δυνατότητες εξόδου από την κρίση είναι σημαντικές στον τομέα αυτόν, με την παραγωγή καθαρότερων προϊόντων πετρελαίου, αλ λά και με τη μεγαλύτερη στροφή τόσο σε διαφορετικά καύσιμα, όπως είναι το φυσικό αέριο, όσο και σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας.

Χαρακτηριστικό είναι ότι η χώρα μας κάθε χρόνο εισάγει περίπου 20 εκατ. μετρικούς τόνους αργού πετρελαίου προς διύλιση, γεγονός που σημαίνει ότι αντιστοιχούν περίπου 1,8 λίτρα αργού πετρελαίου προς διύλιση ανά κάτοικο τον χρόνο. Στη γειτονική Ιταλία αντιστοιχεί 1 λίτρο ανά κάτοικο, στην Ισπανία 0,8 λίτρα, στην Πορτογαλία 0,9, στο Βέλγιο 0,5, ενώ στην Αυστρία με τα πολλά υδροηλεκτρικά αντιστοιχούν μόλις 0,08 λίτρα(!) σε κάθε Αυστριακό, περίπου όσο και στους Σκανδιναβούς. Η χώρα μας από την άποψη αυτή της εξάρτησης μπορεί να συγκριθεί μόνο με αναπτυσσόμενες και όχι με ανεπτυγμένες χώρες, αφού θεωρείται από τις κοινοτικές χώρες με τη μεγαλύτερη χρήση του «βαρέος καυσίμου» στην Κοινότητα.

Ακόμη και στον τομέα του φυσικού αερίου, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί- παρ΄ όλο που είναι εντυπωσιακή τα τελευταία χρόνια- έχει φέρει το φυσικό αέριο να βρίσκεται μεν σε καλή θέση αλλά όχι με τη συμβολή που θα μπορούσε να έχει στο ενεργειακό ισοζύγιο.

Η Ελλάδα το 2007 κατανάλωσε περίπου 3,8 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, εκ των οποίων τα 2,9 προέρχονταν από τη Ρωσία και τα 900 εκατ. ήταν υγροποιημένο φυσικό αέριο από την Αλγερία.

Πάντως όσον αφορά τις πηγές προμήθειας πετρελαίου, η διαφοροποίηση, χωρίς να είναι εύκολη, δεν είναι απαγορευτική διότι όλα τα διυλιστήρια διαθέτουν την απαραίτητη ευελιξία και μπορούν να αλλάξουν τον προμηθευτή τους.

Το ενεργειακό παιχνίδι στην Ευρώπη έχει σκληρύνει αλλά παράλληλα δημιουργεί ευκαιρίες για σημαντικές επενδύσεις που θα βγάλουν από τη δύσκολη θέση τη χώρα, θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και γενικότερα θα συμβάλλουν στη μείωση της κρίσης.

Για παράδειγμα, οι Ρώσοι μέσω του αγωγού South Stream, ο οποίος συνδέει τη Ρωσία με τη Βουλγαρία υποθαλασσίως στον Εύξεινο, ενδιαφέρονται σφόδρα να προμηθεύσουν με φυσικό αέριο τον οριζόντιο αγωγό Ελλάδας- Ιταλίας.

Η συμφωνία για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου South Stream - συνολικού μήκους 3.200 χιλιομέτρων- που θα συνδέει τη Ρωσία με την Ευρώπη, την οποία υπέγραψαν η ιταλική ΕΝΙ και η ρωσική Gazprom, είναι ευκαιρία για επενδύσεις και στην Ελλάδα.

Πρόκειται ουσιαστικά για την απάντηση των Ρώσων στις αμερικανικές κινήσεις να μην περάσει ρωσικό αέριο από τον αγωγό Τουρκίας- Ελλάδας προς την Ιταλία. Οι Ρώσοι σκοπεύουν να τροφοδοτήσουν τον νέο αγωγό με περίπου 30 δισ. κυβικά μέτρα φ.α. ώστε να «κλειδώσουν» την ευρωπαϊκή αγορά και να προλάβουν τους Ιρανούς οι οποίοι προς το παρόν δεν μπορούν να εξάγουν το φθηνό αέριό τους. Η κατασκευή του νέου αγωγού θα κοστίσει πάνω από 10 δισ. ευρώ, θα διασχίζει υποθαλασσίως τη Μαύρη Θάλασσα ως τη Βουλγαρία όπου θα χωρίζεται σε δύο τμήματα, το ένα προς την Αυστρία και το άλλο προς την Ελλάδα, και στη συνέχεια θα φθάνει στο Οτράντο στη Νότια Ιταλία. Οι εργασίες θα ξεκινήσουν το 2009, ενώ οι επενδύσεις θα κατανεμηθούν εξίσου στην ΕΝΙ και στην Gazprom.

Ταυτόχρονα όμως η Ελλάδα προωθεί και τις... μη ρωσικές πηγές προμήθειας: Ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Χρ. Φώλιας επισκέφθηκε το Αζερμπαϊτζάν και ζήτησε επίσημα από τον πρόεδρο κ. Ιλχάν Αλίεφ επιπλέον ποσότητες φυσικού αερίου που φθάνουν στο 1 δισ. κ.μ. Οι Αζέροι απάντησαν ότι είναι έτοιμοι ακόμη και μέσα στο 2008 να διαθέσουν τις ποσότητες αυτές, αρκεί η Τουρκία να αποδεχθεί να γίνει χώρα απλής διέλευσης και όχι αγοραστής, όπως επιθυμεί η ίδια. Λύση στο θέμα μπορούν να δώσουν μόνο οι Αμερικανοί, πιέζοντας την Αγκυρα. Η Ελλάδα πιέζει για την υπογραφή τετραμερούς διακρατικής συμφωνίας Αζερμπαϊτζάν- Τουρκίας- Ελλάδας- Ιταλίας για τον αγωγό η οποία θα ρυθμίζει τα θέματα και μάλλον θα το επιτύχει σύντομα.

Η Δυτική Ευρώπη (και φυσικά η Ελλάδα) «διψούν» για επιπλέον ποσότητες φυσικού αερίου, η Ρωσία προσφέρεται να παράσχει το αέριο με σκοπό να ελέγξει ενεργειακά την Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιδρούν στην αύξηση της ενεργειακής επιρροής της Μόσχας προς την Ευρωπαϊκή Ενωση, συνιστώντας ως βασική εναλλακτική πηγή το Αζερμπαϊτζάν.

Κατασκευή νέων σταθμών παραγωγής
 
Η ζήτηση ενέργειας γενικά και ηλεκτρικής ενέργειας (Η/Ε) ειδικότερα αυξάνεται σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στις μεγάλες αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και η Βραζιλία. Ετσι, η κατανάλωση Η/Ε παγκοσμίως ανήλθε σε 15 εκατ. Γιγαβατώρες το 2005 από 6,8 εκατ. το 1980. Η μέση ετήσια αύξηση της κατανάλωσης ήταν 1,7% στις χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά 13,5% στην Κίνα και 8,1% στο σύνολο των αναπτυσσόμενων οικονομιών.

Σημειωτέον ότι σε αυτή την ταχεία αύξηση της ζήτησης ενέργειας συνέβαλε, εκτός της ταχείας αναπτύξεως των αναπτυσσόμενων οικονομιών, και η τιμολογιακή πολιτική υποτιμολογήσεως των προϊόντων ενέργειας που ακολουθήθηκε στις περισσότερες χώρες, αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες.Πολλές χώρες επιχορηγούν την κατανάλωση ενέργειας ακόμη και σήμερα, ενώ ελάχιστες χώρες φορολογούν την κατανάλωση ενέργειας ανάλογα με το κόστος που προκαλούν τα διάφορα ενεργειακά προϊόντα στο περιβάλλον.

Οι τάσεις αυτές αναμένεται να επιβραδυνθούν λόγω της οικονομικής ύφεσης στα επόμενα πέντε χρόνια, αλλά στα επόμενα 25 χρόνια θα ανακάμψουν με ισχυρή ζήτηση και πάλι. Η προσφορά ενέργειας και ιδιαίτερα ηλεκτρικής προσπάθησε να ανταποκριθεί για να ικανοποιήσει τη ραγδαία αυξανόμενη ζήτηση, με την έμφαση της πολιτικής να στρέφεται αρχικά σχεδόν σε όλες τις χώρες υπέρ της μεγαλύτερης δυνατής αξιοποιήσεως των εγχωρίως διαθεσίμων πρωτογενών μορφών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένου του άνθρακα και του λιγνίτη και των Υδροηλεκτρικών Σταθμών (ΥΗΣ), καθώς και του πετρελαίου και του φυσικού αερίου (ΦΑ).

Στις εποχές που οι τιμές του ΦΑ και του πετρελαίου ήταν σχετικά χαμηλές, η υπεροχή τους στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και στις μεταφορές ήταν αναμφισβήτητη. Σε πολλές αναπτυγμένες οικονομίες εντυπωσιακή ήταν επίσης και η ανάπτυξη της παραγωγής από Πυρηνική Ενέργεια (ΠΕ), ιδιαίτερα σε περιόδους υψηλών τιμών του πετρελαίου και του ΦΑ.

Στη δεκαετία του 2000, με την ευαισθητοποίηση της ανθρωπότητας στην απειλή της υπερθέρμανσης του πλανήτη λόγω των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων που διαταράσσουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου (GΗG), η έμφαση στράφηκε με ένταση στη χρήση της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας και άλλων Ανανεώσιμων Μορφών Ενέργειας (ΑΠΕ), ιδιαίτερα με τη σταδιακή βελτίωση της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις πηγές αυτές. Ετσι, το 2005 το 40,3% της Η/Ε παγκοσμίως παραγόταν από άνθρακα, το 6,5% από πετρέλαιο, το οποίο όμως είναι και το κύριο καύσιμο στις μεταφορές, το 19,7% από ΦΑ, το 15,2% από ΠΕ, το 16,1% από ΥΗΣ και μόνο το 2,2% από ΑΠΕ. Το μερίδιο των ΑΠΕ έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία τρία έτη, αλλά εξακολουθεί να είναι σχετικά χαμηλό σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η ενέργεια στην Ελλάδα
Η συνολική κατανάλωση Η/Ε στην Ελλάδα αποτελούσε μόνο το 0,37% της παγκόσμιας κατανάλωσης το 2006 και αναμένεται να μειωθεί στο 0,25% το 2030. Ετσι, η εκτιμώμενη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στην περιοχή μας κατά 2-4 ποσοστιαίες μονάδες μετά το 2070, στο πλαίσιο της εκτιμώμενης γενικότερης υπερθέρμανσης του πλανήτη, δεν θα μετριαζόταν ακόμη και αν η Ελλάδα κατάφερνε να έχει μηδενικές εκπομπές GΗG από το 2020.

Αντίθετα, η απειλή για αύξηση της θερμοκρασίας και στην περιοχή μας μπορεί να μετριασθεί αν: (α) Οι ΗΠΑ πεισθούν να φορολογήσουν την κατανάλωση βενζίνης και πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης.

(β) Η Κίνα, η Ρωσία και πολλές άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες καταργήσουν τις μεγάλες επιδοτήσεις που παρέχουν στην κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων.

(γ) Αυξηθεί σημαντικά παγκοσμίως η αποδοτικότητα στη χρήση των πρωτογενών μορφών ενέργειας στην παραγωγή Η/Ε, στις μεταφορές και στις κατοικίες με την ταχύτερη πρόοδο της τεχνολογίας.

Γενικά στην Ελλάδα φαίνεται να υπάρχει κατά την τρέχουσα περίοδο σημαντική καθυστέρηση των αναγκαίων ενεργειακών επενδύσεων που θα εξασφάλιζαν επάρκεια στην εγχώρια οικονομία και δυναμική ανάπτυξη του ελληνικού κλάδου Η/Ε σε ολόκληρη τη ΝΑ Ευρώπη. Οι καθυστερήσεις στις επενδύσεις οφείλονται στο σχετικά υποτιμημένο κόστος παραγωγής της ΔΕΗ λόγω του χαμηλού κόστους του λιγνίτη και του μη υπολογισμού του κόστους κάλυψης των ελλειμμάτων του ΟΑΠ ΔΕΗ (που πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό).

Επίσης οι καθυστερήσεις οφείλονται στις έντονες αντιδράσεις που εγείρονται από πολλές πλευρές σε κάθε προσπάθεια υλοποίησης του επενδυτικού προγράμματος της ΔΕΗ ή άλλων επιχειρήσεων και στην έντονη κρατική παρέμβαση η οποία υποκαθιστά την ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που επιθυμούν να εισέλθουν στον κλάδο.

(από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 28/12/12/2008)