Η εν Εξελίξει Ρωσο-Ουκρανική Κρίση και οι Επιπτώσεις της στην Ασφάλεια του Ενεργειακού Εφοδιασμού της Ευρώπης

Η εν Εξελίξει Ρωσο-Ουκρανική Κρίση και οι Επιπτώσεις της στην Ασφάλεια του Ενεργειακού Εφοδιασμού της Ευρώπης
Energia.gr
Πεμ, 8 Ιανουαρίου 2009 - 09:32
Η διακοπή της παροχής Ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ουκρανία το πρωϊ της φετινής Πρωτοχρονιάς και η διακοπή της παροχής αερίου προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης στη συνέχεια, δεν είναι πρωτόγνωρη. Είχαν προηγηθεί ανάλογα περιστατικά το 1993 και πιο πρόσφατα την Πρωτοχρονιά του 2006.

Η διακοπή της παροχής Ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ουκρανία το πρωϊ της φετινής Πρωτοχρονιάς και η διακοπή της παροχής αερίου προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης στη συνέχεια, δεν είναι πρωτόγνωρη. Είχαν προηγηθεί ανάλογα περιστατικά το 1993 και πιο πρόσφατα την Πρωτοχρονιά του 2006.

Η αιτία αυτών των κρίσεων στις σχέσεις των δύο χωρών, πέραν από το πολιτικό υπόβαθρο των διαφορών που ανέκυψαν μετά τη διάλυση της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης και εντάθηκαν με την «πορτοκαλί» επανάσταση, είναι κατά βάση διαχρονικά οικονομικής φύσεως: η Ουκρανία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό (κατά 68% περίπου) από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, ενώ αντίστοιχα η παροχή Ρωσικού αερίου προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης εξαρτάται επίσης σε πολύ μεγάλο βαθμό (περίπου 70%) από τους αγωγούς που διέρχονται από την Ουκρανία.
 
Για να γίνει πιο κατανοητή η οικονομική διάσταση των σχέσεων των δύο χωρών στο τομέα του φυσικού αερίου, αρκεί να αναφερθεί ότι το 2007 η Ουκρανία προμηθεύτηκε ρωσικό φυσικό αέριο αξίας 8 δις δολαρίων ενώ η Ρωσία διοχέτευσε αέριο μέσω των αγωγών της Ουκρανίας προς άλλες Ευρωπαϊκές χώρες αξίας πάνω από 40 δις δολάρια. 

Το νέο στοιχείο όμως που αυτή τη φορά κάνει την κρίση πιο επικίνδυνη είναι η γενικότερη οικονομική κρίση και η ύφεση που ήδη πλήττει πολύ σοβαρά τις οικονομίες και των δύο χωρών.

Η Ουκρανία για παράδειγμα όχι μόνον απέρριψε τις προτάσεις της ρωσικής Gazprom για αύξηση της συμβατικής τιμής του αερίου από τα 190 $/1000κμ σήμερα σε επίπεδα κοντά στα 400 $/1000 κμ, αλλά και δεν ήταν καν σε θέση να πληρώσει τους λογαριασμούς φυσικού αερίου προς την Ρωσία των δύο τελευταίων μηνών του 2008  (αξίας περίπου 1 δις δολαρίων για κάθε μήνα).

Έτσι, παρά το έμβασμα των 1,5 δις δολαρίων εκ μέρους της Ουκρανίας που έγινε κυριολεκτικά στο παρά πέντε, δεν απετράπησαν οι γνωστές εξελίξεις το πρωϊ της Πρωτοχρονιάς.

Κατά την προηγούμενη κρίση τον Ιανουάριο του 2006 οι περικοπές αερίου προς την Ευρώπη ήταν βραχυχρόνιες και σχετικά μικρές. Παρόλα αυτά ήταν ικανές να δημιουργήσουν ένα σοβαρό ψυχολογικό αντίκτυπο για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η συνεχώς αυξανόμενη εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου.

Στην παρούσα περίπτωση, οι περικοπές αερίου προς την Ευρώπη μέσω της Ουκρανίας είναι σαφώς πιο δραστικές έως καθολικές για μια σειρά από χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) και σε συνδυασμό με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω για τις γενικότερες πολιτικο-οικονομικές συνθήκες, καθιστούν  εκ των πραγμάτων την κρίση πιο σοβαρή και δυσεπίλυτη.
 
Το μοναδικό φως στο τούνελ αυτή τη στιγμή φαίνεται να είναι η ενεργός εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης από τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις που αυτή κυρίως υφίσταται από τη διακοπή παροχής του αερίου.

Ανεξάρτητα όμως από την ένταση και τη διάρκεια της εν εξελίξει Ρωσο-ουκρανικής διαμάχης και τις προφανείς επιπτώσεις που έχει για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η κρίση αναδεικνύει ανάγλυφα τα προβλήματα που υπάρχουν σε σχέση με την επάρκεια και την ασφάλεια εφοδιασμού της Ευρώπης με φυσικό αέριο.

Η πρόσβαση σε νέες πηγές προμήθειας φυσικού αερίου μέσω εναλλακτικών αγωγοί μεταφοράς φυσικού αερίου από την ευρύτερη περιοχή της Κασπίας και της Μέσης Ανατολής προς τις ευρωπαϊκές αγορές δεν φαίνεται να είναι επιτεύξιμη για τα επόμενα 4-5 τουλάχιστον χρόνια. Οι αναγκαίες επενδύσεις έχουν ήδη καθυστερήσει (τόσο στην ανάπτυξη των κοιτασμάτων όσο και στους αγωγούς) και όλα δείχνουν ότι θα είναι ακόμη πιο αβέβαιες κάτω από τις παρούσες συνθήκες που επικρατούν στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και ενέργειας.

Ταυτόχρονα, η Ευρώπη θα αναγκαστεί εκ των πραγμάτων στο εγγύς μέλλον να ανταγωνιστεί με άλλες περιοχές και αναπτυσσόμενες χώρες για την εξασφάλιση των αναγκαίων ποσοτήτων αερίου, όπως πχ με την Κίνα και την Ινδία αλλά και με χώρες που παράγουν αέριο όπως η ίδια Ρωσία και ορισμένες χώρες της Μέσης Ανατολής, λόγω της συνεχώς αυξανόμενης ζήτησης αερίου στις εσωτερικές τους αγορές.

Οι ανωτέρω επισημάνσεις ισχύουν όπως είναι φυσικό σε πολύ μεγάλο βαθμό και για τη χώρα μας.

Οι επιπτώσεις της Ρωσο-ουκρανικής κρίσης θα μπορούσαν να ήταν πολύ πιο καταστρεπτικές για την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας μας (ιδιαίτερα μετά την πλήρη διακοπή της παροχής ρωσικού αερίου στις 6/1/2009 και τον  περιορισμό των ποσοτήτων αερίου που παραλαμβάνει η Ελλάδα από την Τουρκία), αν δεν υπήρχαν οι στρατηγικού, όπως αποδεικνύεται για άλλη μια φορά, χαρακτήρα εγκαταστάσεις του Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG) στη Ρεβυθούσα.

Υπό την προϋπόθεση ότι οι δεξαμενές αποθήκευσης LNG στη Ρεβυθούσα είναι γεμάτες, ο Σταθμός έχει τη δυνατότητα να καλύψει την εγχώρια ζήτηση αυτήν την περίοδο για διάστημα τουλάχιστον μιας εβδομάδας, χωρίς να χρειαστεί να γίνουν εκτεταμένες περικοπές μεγάλων καταναλωτών.

Παρόλα αυτά, επειδή σε τέτοιου είδους καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης πρώτη προτεραιότητα είναι και πρέπει να παραμένει η τροφοδοσία των οικιακών καταναλωτών, θα πρέπει αναγκαστικά να ληφθούν (και ήδη λαμβάνονται) μια σειρά από προληπτικά μέτρα όπως:

α) η αναγκαστική αλλαγή καυσίμου (diesel) σε κάποιες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής
β) η επίσπευση παραλαβής φορτίων LNG από την Αλγερία και η εντατικοποίηση των προσπαθειών για την ανεύρεση/παραλαβή φορτίων LNG από τη spot αγορά και
γ) εφόσον η διακοπή παροχής αερίου αγωγού από τη Ρωσία συνεχιστεί για αρκετές ακόμη ημέρες και ταυτόχρονα υπάρχουν δυσκολίες στην εξασφάλιση πρόσθετων φορτίων LNG, τότε αναγκαστικά θα πρέπει να υπάρξουν διακοπές τροφοδοσίας όλων των μεγάλων καταναλωτών αερίου (μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, ενεργοβόρα βιομηχανία κλπ.). 

Τέλος, με αφορμή τα προβλήματα επάρκειας αερίου και ασφάλειας εφοδιασμού που επισημάνθηκαν προηγούμενα, θα πρέπει κατά την άποψή μας η Ελλάδα να  επανεξετάσει ορισμένες βασικές πτυχές και παραμέτρους τόσο σε σχέση με το σχεδιασμό του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου όσο και σε σχέση με τη στρατηγική προμήθειας φυσικού αερίου σε βάθος χρόνου.

Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι τα δεδομένα και οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες έγιναν οι στρατηγικές επιλογές την δεκαετία του ‘80 και του ’90 έχουν αλλάξει δραματικά και ως εκ τούτου θα πρέπει να υπάρξουν οι αναγκαίες προσαρμογές της πολιτικής στο τομέα του φυσικού αερίου.           

(O κ. Σπύρος Παλαιογιάννης, είναι Χημικός, ΜΒΑ Αντιπρόεδρος ΙΕΝΕ, τ. Γενικός Δ/ντής ΔΕΠΑ)