Προβλήματα Ασφαλείας

Εξήντλησε την εφευρετικότητα και τη δεινότητά του, στο πρακτικό επίπεδο, ο πρωθυπουργός κ. Κώστας Καραμανλής κατά τη συγκρότηση του νέου υπουργικού του συμβουλίου. Ο ανασχηματισμός υπήρξε επιτυχής, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπ’ όψιν το πολιτικό προσωπικό που διαθέτει η ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία.
Tου Κώστα Ιορδανίδη
Παρ, 16 Ιανουαρίου 2009 - 14:33

Εξήντλησε την εφευρετικότητα και τη δεινότητά του, στο πρακτικό επίπεδο, ο πρωθυπουργός κ. Κώστας Καραμανλής κατά τη συγκρότηση του νέου υπουργικού του συμβουλίου. Ο ανασχηματισμός υπήρξε επιτυχής, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπ’ όψιν το πολιτικό προσωπικό που διαθέτει η ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία.

Απομακρύνθηκαν ή δεν χρησιμοποιήθηκαν οι κατά κάποιον τρόπο –δικαίως ή αδίκως– συνδεθέντες με άστοχες δραστηριότητες που έπληξαν το κύρος της συντηρητικής παρατάξεως. Επανήλθε, έπειτα από πολυετή απουσία, σε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ο κ. Αντ. Σαμαράς, που αναλαμβάνει σημαντικότατο υπουργείο, εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι βασικό έλλειμμα της ελληνικής κοινωνίας εδώ και χρόνια είναι αυτό της Παιδείας και του Πολιτισμού.

Το ουσιώδες, πάντως, είναι ότι το παρασκήνιο τελείωσε. Η διαχείριση των πρώτων θετικών εντυπώσεων θα ολοκληρωθεί σε σύντομο διάστημα. Η αντιπολίτευση –πάντα καταδικαστική στη διατύπωση των κρίσεών της– θα αρχίσει να αναζητεί νέες ρωγμές και να στοχοποιεί στελέχη της κυβερνητικής παρατάξεως.

Αλλά αυτά δεν συνιστούν νεωτερισμό· ισχύουν πάντοτε, στο πλαίσο ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος. Η διαφορά στην παρούσα συγκυρία είναι ότι το παιχνίδι δεν παίζεται αποκλειστικά στα υπουργικά γραφεία ή στη Βουλή, αλλά στους δρόμους της Αθήνας, των άλλων πόλεων της Ελλάδος και στη διεθνή οικονομική σκηνή, που εμφανίζει θέαμα τραγικό.

Πέραν, ωστόσο, της οικονομίας, που κινείται με βάση τη μεταβλητή της διεθνούς αστάθειας, η Ελλάδα αντιμετωπίζει προβλήματα εσωτερικής ασφαλείας και εξωτερικών σχέσεων, μοναδικά για χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αμέσως σχετιζόμενα με ευθύνες διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων.

Το κέντρο της Αθήνας υπήρξε επί δεκαετίες θέατρο βιαίων πολιτικών συγκρούσεων· αλλά επιθέσεις οπλοφόρων –με τόση επικίνδυνη συχνότητα– δεν είχαν παρατηρηθεί στο παρελθόν. Η βία στην ακρότατη ενίοτε μορφή της καθίσταται σταδιακώς στοιχείο της καθημερινότητος.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, εθισμένο στις γενικολογίες, ερμηνεύει τις όποιες εγκληματικές ενέργειες ως απόπειρες εναντίον του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αλλά ο Ελληνας φορολογούμενος πολίτης πληρώνει για να μπορεί να κυκλοφορεί με ασφάλεια σε κάθε μέρος της ελληνικής επικρατείας, όλες τις ώρες της ημέρας. Η μεταφυσική διάσταση του ζητήματος δεν τον ενδιαφέρει· το αίτημα της εσωτερικής τάξεως έχει γι’ αυτόν διάσταση πρακτική και μόνον.

Στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων της χώρας, παρατηρείται εδώ και χρόνια μια έκλειψη της ελληνικής παρουσίας, δίχως αυτό να είναι από μιαν άποψη δυσάρεστο, δεδομένου ότι ο κίνδυνος αυθαιρέτων πρωτοβουλιών είναι ενίοτε μεγάλος. Αλλά το θέμα των σχέσεων με την Τουρκία είναι πολύ πιο σοβαρό ώστε να αντιμετωπισθεί με δηλώσεις, όπως αυτή του υπουργού Αμύνης κ. Ευάγγ. Μεϊμαράκη, που διαβεβαίωσε ότι «τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και οι Ελληνες μπορούν να υπερασπισθούν τα δίκαιά τους, όταν αυτά αμφισβητηθούν». Ρήσεις αυτονόητες δεν συνιστούν πολιτική, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η Τουρκία διέρχεται φάση νευρικότητος και επιβεβαιώσεως της ισχύος της σε περιφερειακό επίπεδο. Σοβαρότατα ασφαλώς τα προβλήματα της Οικονομίας και της Παιδείας, αλλά δίχως εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια απλώς ματαιοπονούμε.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 11/01/2009)