Η συνεχιζόμενη κρίση στην τροφοδοσία της Ευρώπης με ρωσικό αέριο έβγαλε στην επιφάνεια τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει ο εφοδιασμός χωρών μέσω αγωγών που διέρχονται από περισσότερες χώρες. Την ίδια στιγμή, ανέδειξε το σημαντικό ρόλο των τερματικών σταθμών υγροποιημένου αερίου και των υπόγειων αποθηκευτικών χώρων.

Η συνεχιζόμενη κρίση στην τροφοδοσία της Ευρώπης με ρωσικό αέριο έβγαλε στην επιφάνεια τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει ο εφοδιασμός χωρών μέσω αγωγών που διέρχονται από περισσότερες χώρες. Την ίδια στιγμή, ανέδειξε το σημαντικό ρόλο των τερματικών σταθμών υγροποιημένου αερίου και των υπόγειων αποθηκευτικών χώρων.

Ως χώρα που προμηθεύεται το 75% του φυσικού αερίου από τη βόρεια διασύνδεση (ρωσικό) και την ανατολική (αζέρικο μέσω Τουρκίας), αντιμετωπίζουμε το πραγματικό πρόβλημα να δεχόμαστε αέριο, τις στρόφιγγες του οποίου ελέγχουν άλλες χώρες.

Ετσι, εδώ και περίπου 10 ημέρες, η ημερήσια ζήτηση καλύπτεται από τον τερματικό σταθμό αποθήκευσης υγροποιημένου αερίου της Ρεβυθούσας. Ταυτόχρονα η ΔΕΠΑ βρίσκεται μονίμως σε αναζήτηση φορτίων, ώστε να συνεχιστεί ο εφοδιασμός της χώρας με αέριο, χωρίς καμία περικοπή στην κατανάλωση.

Τα σχέδια

Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε πρόσφατα ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης, θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες για την αύξηση της αποθηκευτικής ικανότητας του τερματικού σταθμού της Ρεβυθούσας, με την κατασκευή και τρίτης δεξαμενής των 90.000 κυβικών μέτρων. Ηδη το έργο προτείνεται για χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ (Δ' ΚΠΣ).

Οπως επισημαίνουν στην «Οικονομία» ειδικοί, αν η απόφαση για την τρίτη δεξαμενή είχε ληφθεί πριν από 4 χρόνια σήμερα τα δεδομένα θα ήταν πολύ καλύτερα.

Σήμερα, η χωρητικότητα των δύο αναφερόμενων δεξαμενών μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της Ελλάδας για περίπου 10 μέρες (9-10 εκατομμύρια κυβικά την ημέρα).

Πέρα από τη Ρεβυθούσα, η ΔΕΠΑ εξετάζει την κατασκευή και δεύτερου τερματικού σταθμού υγροποιημένου αερίου, στην Καβάλα και συγκεκριμένα στην έκταση της Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων. Σύμφωνα με ακριβείς πληροφορίες, βρίσκονται σε προκαταρκτικό στάδιο μελέτες της εταιρείας για τη σκοπιμότητα της επένδυσης.

Ωστόσο, η παρούσα συγκυρία, από την οποία έχει πληγεί ιδιαίτερα η γειτονική Βουλγαρία, δημιουργεί νέες προοπτικές για την επένδυση αυτή, που θα μπορεί να λειτουργήσει και για τον εφοδιασμό της γειτονικής χώρας. Την περασμένη Τετάρτη η Σόφια ζήτησε τη βοήθεια της Ελλάδας για την τροφοδοσία της με ποσότητες φυσικού αερίου, καθώς κινδυνεύει να περικοπεί η θέρμανση μέχρι και στα νοσοκομεία.

Μικρή βοήθεια

Με εντολή του υπουργού Ανάπτυξης, η ΔΕΠΑ εξετάζει τη δυνατότητα τροφοδοσίας της Βουλγαρίας με αέριο της Ρεβυθούσας.

Ωστόσο, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, κάτι τέτοιο δεν είναι τεχνικά δυνατό, παρά για μικρές ποσότητες αερίου, κάτω από 2 εκατομμύρια κυβικά την ημέρα, και αυτό μόνο εφόσον εξασφαλιστούν νέα φορτία υγροποιημένου αερίου.

Ετσι, η δημιουργία δεύτερου τερματικού σταθμού στη Βόρεια Ελλάδα εκ των πραγμάτων αποκτά ιδιαίτερη σημασία και για τις γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, ενισχύοντας τον γεωπολιτικό ρόλο της χώρας μας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι την περασμένη εβδομάδα ο πρέσβης της Γαλλίας στη Σόφια εξέφρασε τη διάθεση της χώρας του να τροφοδοτήσει τη Βουλγαρία με υγροποιημένο αέριο μέσω της Ελλάδας, αρκεί βέβαια να το επιτρέπουν οι υφιστάμενες υποδομές. Την άσχημη κατάσταση της χώρας του περιέγραψε και ο πρόεδρος της Βουλγαρίας Γκεόργκι Παρβάνοφ, που σε δηλώσεις του άσκησε κριτική στις προηγούμενες κυβερνήσεις που άφησαν τις υποδομές όπως ήταν στην περίοδο Ζίφκοφ. Σημειώνεται ότι μόλις την τελευταία διετία η Βουλγαρία συζητά τη σύνδεσή της με τον ελληνοϊταλικό αγωγό, ώστε να προμηθεύεται αέριο προέλευσης Αζερμπαϊτζάν μέσω Τουρκίας.

Τέλος, αναφορικά με τον εφοδιασμό της χώρας για το διάστημα μετά τις 30 Ιανουαρίου, οι πληροφορίες από τη ΔΕΠΑ αναφέρουν ότι ήδη το εμπορικό επιτελείο της εταιρείας διερευνά την αγορά για τη διαθεσιμότητα φορτίων μετά τις 3-4 Φεβρουαρίου.

Ωστόσο, όπως επισημαίνεται αρμοδίως, οι όροι αγοράς για τα νέα φορτία υγροποιημένου αερίου είναι πλέον πιο δυσμενείς από ό,τι το προηγούμενο διάστημα, με τις τιμές να αυξάνουν κατά 1 δολάριο το κυβικό μέτρο.

(Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 18/01/2009)