Η κρίση των μέσων της δεκαετίας του '80 Εκείνη την εποχή η σοβιετική διευθυνόμενη οικονομία εξακολουθούσε να είναι πολύ διαφορετική από την οικονομία της αγοράς στη δύση. Αντιμετώπιζε ως εκ τούτου ειδικά προβλήματά. Οφείλαμε να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητα της οικονομίας, αλλά δε διαθέταμε τα μέσα με τα οποία αντιμετώπιζαν ανάλογα προβλήματα στις οικονομίες της αγοράς.
Η κρίση των μέσων της δεκαετίας του '80

Εκείνη την εποχή η σοβιετική διευθυνόμενη οικονομία εξακολουθούσε να είναι πολύ διαφορετική από την οικονομία της αγοράς στη δύση. Αντιμετώπιζε ως εκ τούτου ειδικά προβλήματά. Οφείλαμε να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητα της οικονομίας, αλλά δε διαθέταμε τα μέσα με τα οποία αντιμετώπιζαν ανάλογα προβλήματα στις οικονομίες της αγοράς.

Επιπλέον, στα μέσα της δεκαετίας του '80 η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπιζε την απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου και τη συνεπαγόμενη μείωση των εξαγωγών της. Από την άποψη αυτή, η ρωσική οικονομία εξαρτιόταν ήδη από τη διεθνή οικονομία. Υπάρχουν αναλυτές που θεωρούν πως η περεστρόικα και οι οικονομικές αλλαγές στην ΕΣΣΔ οφείλονταν στην παγκόσμια κατάσταση της αγοράς των ορυκτών καυσίμων εκείνη την περίοδο.

Πάντως στα σίγουρα δεν ήταν αυτή η μόνη αιτία των αλλαγών. Είτε με πετροδολάρια, είτε χωρίς, η σοβιετική οικονομία βρισκόταν σε κατάσταση που προκαλούσε δυσαρέσκεια σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Υπήρχε έλλειψη στα περισσότερα αγαθά, που οφειλόταν ξεκάθαρα στη διευθυνόμενη οικονομία. Αυτά τα προβλήματα απαιτούσαν ριζοσπαστικές αλλαγές. Η εισαγωγή των αγαθών αυτών από το εξωτερικό θα μπορούσε ίσως να απαλύνει πρόσκαιρα τις ελλείψεις, όχι όμως να λύσει το πρόβλημα. Όταν λοιπόν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (Mikhail Gorbachev) πρότεινε βαθιές αλλαγές, έτυχε ευρύτατης υποστήριξης. Εκείνη την εποχή, σχεδόν κανείς Σοβιετικός πολίτης δεν γνώριζε ποια ήταν η δυναμική των διεθνών τιμών καυσίμων και ποιες ήταν οι επιπτώσεις τους στην ποιότητα των αγαθών ή στην κατανάλωση.

Οι πρώτες οικονομικές μεταρρυθμίσεις έλαβαν χώρα το 1987-1988. Εντωμεταξύ τα οικονομικά προβλήματα της Σοβιετικής Ένωσης την εποχή εκείνη δεν ήταν πολύ χειρότερα από ότι ας πούμε πέντε ή επτά χρόνια νωρίτερα. Τις αρχές όμως της δεκαετίας του '80, επί Λεονίντ Μπρέζνιεφ (Leonid Brezhnev), τα προβλήματα «αντιμετωπίζονταν» με πομπώδη κείμενα, όπως π.χ. το «πρόγραμμα ανάπτυξης της παραγωγής»· με τον Γκορμπατσόφ αυτό άλλαξε. Έγινε μια απόπειρα αλλαγής στη διαχείριση της οικονομίας. Οι επιχειρήσεις απέκτησαν αυθεντική ανεξαρτησία κινήσεων και κίνητρα για να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους. Αυτό χαρακτηρίστηκε «ένδειξη καλής θέλησης» από τις αρχές, και υποστηρίχτηκε από το λαό.

Υπό άλλο καθεστώς, δε θα είχαν υπάρξει μεταρρυθμίσεις. Αν ο Μπρέζνιεφ -ή κάποιος διάδοχός του σαν τον Κονσταντίν Τσερνένκο (Konstantin Chernenko) είχαν ζήσει άλλα δέκα χρόνια, τίποτα δε θα είχε αλλάξει έως τη δεκαετία του '90, ότι κι αν συνέβαινε στη διεθνή αγορά καυσίμων.

Με άλλα λόγια, η έννοια της κρίσης της δεκαετίας του '80 είναι μάλλον θολή. Οι μεταρρυθμίσεις ήταν μία αντίδραση του καθεστώτος που απαντούσε στη δυσαρέσκεια της κοινωνίας για ένα ολόκληρο σύστημα -και όχι για την οικονομική συγκυρία μιας χρονιάς. Φυσικά, η ερμηνεία των γεγονότων και των προβλημάτων της χώρας διέφερε, ανάλογα με τους ανθρώπους. 'Αλλοι προσέβλεπαν ήδη στον τρόπο λειτουργίας των δυτικών οικονομιών, άλλοι στην επιστροφή στις οικονομικές αρχές του λενινισμού. Όλοι πάντως συμφωνούσαν πως η ΕΣΣΔ χρειαζόταν αλλαγές.

Το γεγονός πως οι μεταρρυθμίσεις εκείνες ήταν μάλλον πολιτικές παρά οικονομικές, αποδεικνύεται από το ότι η «βελτίωση» της λειτουργίας της σοβιετικής οικονομίας οδήγησε σε πελώριες δημοσιονομικές ανισορροπίες επί πολλά χρόνια. Οι μεταρρυθμιστές της εποχής δεν στόχευαν τόσο να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένα οικονομικά προβλήματα, όσο να υλοποιήσουν την αντίληψη που είχαν για τον υποτιθέμενο «καλό» σοσιαλισμό, τον αποκαθαρμένο από την «κακή» κληρονομιά των Στάλιν (Stalin) και Μπρέζνιεφ. Η εκλογή π.χ. των διευθυντών των επιχειρήσεων από τους εργαζομένους, ακόμα και η ανεξαρτησία των επιχειρήσεων, σε ένα πλαίσιο όπου απουσίαζαν η γνώση, ο ανταγωνισμός ή η ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών,  ένα μόνο αποτέλεσμα μπορούσαν να έχουν: το χάος. Κι έτσι πράγματι συνέβη, από το 1987-88.

Η κρίση των αρχών της δεκαετίας του '90

 

Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης, η ΕΣΣΔ δεν αποτελούσε ακόμα τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας, κι έτσι η εξέλιξη της κρίσης ήταν πάντα εσωτερικό πρόβλημα της χώρας. Τώρα όμως, οι τελευταίοι σοβιετικοί ηγέτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις πραγματικές προκλήσεις της κατάρρευσης της σοβιετικής οικονομίας. Τα πράγματα πήγαν τόσο στραβά, που οι μέρες του Μπρέζνιεφ σχεδόν φάνταζαν σαν χρυσούς αιών. Υπήρχε έλλειψη σχεδόν σε όλα τα αγαθά, και παρά την καθιέρωση συστήματος του δελτίου, οι καταναλωτές δεν μπορούσαν να αγοράσουν τίποτα.

Βασική μέθοδος αντιμετώπισης της κρίσης των αρχών του '90 ήταν η αποκατάσταση των μακροοικονομικών ισορροπιών. Το πρόβλημα ήταν πολύ συγκεκριμένο -θα έπρεπε να αποκατασταθεί κάποια ισορροπία στην αγορά, ώστε οι καταναλωτές να έχουν τουλάχιστο την πιθανότητα να προμηθευτούν κάποια αγαθά πρώτης ανάγκης έναντι χρημάτων. Η έλλειψη καυσίμων ή βασικών ειδών κατανάλωσης ήταν τόσο βάναυση, που κανείς πια δεν μπορούσε να αναφέρεται στο «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» ή άλλα αστειάκια αυτού του τύπου. Τα όνειρα των μεταρρυθμιστών αφορούσαν μόνο τους ίδιους και δεν μπορούσαν να απαντήσουν στις αληθινές προκλήσεις της χώρας.

Τα εγχειρήματα εξισορρόπησης της οικονομίας διέφεραν αρκετά μεταξύ τους. Αρχικά επιχειρήθηκε να επιτευχθεί μία σχετική ισορροπία εντός της ΕΣΣΔ, με διοικητικό πάγωμα τιμών ή απότομες αυξήσεις του τιμαρίθμου, που συνοδεύονταν από την εξαέρωση των αποταμιεύσεων του κόσμου, μέσω νομισματικών μεταρρυθμίσεων. Σύντομα πάντως αποσαφηνίστηκε πως η ισχυρή διαπλοκή εξουδετέρωνε κάθε μεταρρύθμιση: ποικίλες ισχυρές ομάδες εξανάγκαζαν την κυβέρνηση να τους χαρίζει ισχυρά αντι-πληθωριστικά ανταλλάγματα, κι έτσι οι ανισορροπίες διατηρούνταν. Το αποτέλεσμα ήταν πως από το 1992, ο Γιγκόρ Γκαϊντάρ (Yegor Gaidar) εισήγαγε τη Ρωσία στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς.

Έτσι λύθηκε η κρίση των αρχών της δεκαετίας του '90. Αυξάνοντας ραγδαία τις τιμές, οι μακροοικονομικές ισορροπίες σταδιακά αποκαταστάθηκαν. Τα μαγαζιά γέμισαν αγαθά. Η σημαντικότερη όμως επίπτωση των μεταρρυθμίσεων του Γκαϊντάρ δεν ήταν καν αυτή, αλλά πως άλλαξε άρδην η δομή της ρωσικής οικονομίας. Ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που ήταν ανίκανες να λειτουργήσουν σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού έκλεισαν, αφήνοντας ταυτόχρονα ελεύθερο το χώρο για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων.

Η παρέμβαση του Γκαϊντάρ μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένη υπό την έννοια πως έλυσε τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ανεφύησαν όμως άλλα προβλήματα: σαν τις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του '80, αυτές οι νέες παρεμβάσεις τροχοδρόμησαν τη χώρα προς μία νέα οικονομική κρίση. Πετυχαίνοντας κάποια σχετική μακροοικονομική ισορροπία και θέτοντας τις βάσεις για μία νέα οικονομική δομή, οι μεταρρυθμιστές της δεκαετίας του '90 απέτυχαν να ισορροπήσουν τον τιμάριθμο. Όταν αποχώρησαν, κληροδότησαν στην επόμενη κυβέρνηση πελώριο πληθωρισμό. Όσο για τη διαπλοκή, οι μεταρρυθμιστές δεν τα είχαν πάει πολύ καλύτερα από τους προκατόχους τους.

Η κρίση του 1998

Η κρίση αυτή προήρθε από τα απόνερα των μεταρρυθμίσεων των αρχών της δεκαετίας του '90, που κανείς δεν είχε φροντίσει να «μαζέψει». Ο υψηλός πληθωρισμός προκλήθηκε από την εξαιρετικά δειλή παρέμβαση των τραπεζικών αρχών. Η κοινωνία αντέδρασε στον ψηλό πληθωρισμό εγκαλώντας το κράτος, που με τη σειρά του αποφάσισε να «καταπολεμήσει τον πληθωρισμό» διοχετεύοντας διαρκώς φρέσκο χρήμα στην αγορά.

Όταν τα αδιέξοδα αυτής της πολιτικής έγιναν φανερά, η κυβέρνηση προσπάθησε να αποσύρει το «υπερβολικό» χρήμα, που συνέτριβε πλέον την αγορά, καταφεύγοντας στο δανεισμό. Με άλλα λόγια, το κράτος σταμάτησε να «τυπώνει» χαρτονομίσματα και προσπάθησε να επιλύσει τα σοβαρά κοινωνικά προβλήματα αντλώντας δανεικά από τα διαθέσιμα κεφάλαια των επιχειρήσεων και των καταθετών, στο εσωτερικό αλλά και το εξωτερικό. Μολοταύτα, τα ρώσικα ομόλογα δεν μπορούσαν να γίνουν αρκετά ελκυστικά. Το αποτέλεσμα ήταν πως τον Αύγουστο του 1998, στα μεθεόρτια της ασιατικής χρηματοοικονομικής κρίσης, τα κεφάλαια αποσύρθηκαν, οδηγώντας τη μεν Ρωσία σε χρεοκοπία, το δε ρούβλι σε ραγδαία υποτίμηση. Η κυβέρνηση αδυνατούσε να εκπληρώσει τις πλέον στοιχειώδεις υποχρεώσεις της.

Το νέο στοιχείο αυτής της κρίσης ήταν πως για πρώτη φορά η Ρωσία «έπεσε θύμα» διαδικασιών της παγκόσμιας οικονομίας. Ήταν ολοφάνερο πως οι ρωσικές αρχές εκείνης της εποχής υποτίμησαν αυτόν τον κίνδυνο. Αμέλησαν να λάβουν υπόψη τους το στοιχείο της πανικόβλητης φυγής κεφαλαίων από τη Ρωσία σε αντίδραση με όσα συνέβαιναν στην Ινδονησία, την Ταϊλάνδη και τη Νότιο Κορέα, που από πρώτης άποψης ήταν εντελώς άσχετα με τη Ρωσία. Οι αρχές ήλπιζαν πως σταδιακά θα τιθάσευαν τις δυνάμεις της νομισματικής και χρηματοοικονομικής πολιτικής, και αιφνιδιάστηκαν όταν διαπίστωσαν πως τα γεγονότα των ασιατικών αγορών τους έπληξαν σχεδόν αστραπιαία.

Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες κρίσεις, που οδήγησαν σε ισχυρά μεταρρυθμιστικά κύματα, η κρίση του 1998 δεν οδήγησε σε καμία μεγάλη μεταρρύθμιση. Όπως συμβαίνει σε όλες τις ελεύθερες αγορές, αναπτύχθηκαν αυθόρμητα μηχανισμοί που αντιμετώπισαν τα προβλήματα της χώρας. Αν και το 1998-1999 ήταν κοινή πεποίθηση πως η κυβέρνηση Ευγένι Πριμακόφ (Evgeny Primakov) θα έσωζε τη χώρα, τελικά η κυβέρνηση αυτή υπήρξε μία από τις πλέον αδρανείς στη σύγχρονη ρωσική ιστορία. Βασικό της επίτευγμα ήταν μάλλον πως δεν παρενέβη στη φυσική επούλωση της κρίσης.

Η ανάκαμψη προέκυψε από το γεγονός πως η μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος αύξησε την ανταγωνιστικότητα των ρωσικών επιχειρήσεων, ενώ οι περισσότεροι καταναλωτές δεν ήταν πλέον εις θέση να αγοράζουν εισαγόμενα προϊόντα. Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας οδήγησε σε μία μακρά περίοδο ανάπτυξης, που με τη σειρά της επηρέασε θετικά τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Τα φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης αυξήθηκαν και η μόνιμη προσφυγή στο δανεισμό εγκαταλείφθηκε.

Η κρίση του 2008-2009

Παραδόξως η τρέχουσα κρίση έχει πολλές ομοιότητες με εκείνη του 1998. Όπως τότε, έτσι και τώρα, η Ρωσία επλήγη από εξελίξεις που έλαβαν χώρα στις διεθνείς αγορές. Υπό την πίεση των εξελίξεων, το κεφάλαιο εγκαταλείπει και πάλι τη Ρωσία, πράγμα που εξασθενεί σημαντικά το ρούβλι. Όπως και στην προηγούμενη κρίση, η υποτίμηση του νομίσματος προκαλεί σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, καθώς η ρευστότητα του κοινού μειώνεται. Κυκλοφορεί ένα ανέκδοτο στη Ρωσία, σύμφωνα με το οποίο η τρέχουσα κρίση δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο «μεγαλειώδικος γιορτασμός» της δεκαετούς επετείου της κρίσης του 1998, σε μεγαλύτερη φυσικά κλίμακα από το ίδιο το γεγονός!

Ο παραλληλισμός όμως των δύο κρίσεων, εκείνων του 1998 και του 2008-2009 μπορεί να είναι παραπλανητικός. Επιφανειακά, η ομοιότητα μπορεί να είναι εντυπωσιακή, αλλά ουσιαστικά όσα συμβαίνουν σήμερα στη Ρωσία είναι εντελώς διαφορετικά.

Από τη μια κανείς δεν αμφιβάλει πως η Ρωσία εντάσσεται ολοένα και περισσότερο στην παγκόσμια οικονομία και υπόκειται στις παγκόσμιες εξελίξεις τουλάχιστο όσο και στις εγχώριες. Ενώ τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης της δεκαετίας του '80 ήταν υπερβολικά «πολιτικά» -και δεν συνδέονταν και τόσο με την οικονομική φύση της κρίσης- οι απαντήσεις της δεκαετίας του '90 αφορούσαν 100% την ίδια την κρίση και βρίσκονταν σε πλήρη συντονισμό με όσα εφαρμόστηκαν διεθνώς. Όσο για το 1998, η αγορά ανέκαμψε από μόνη της, χωρίς καν την παρέμβαση των μεταρρυθμιστών.

Από την άλλη, το 1998 -αλλά όχι το 2008- εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τις λανθασμένες μακροοικονομικές πολιτικές που είχαν εφαρμοστεί στην προηγούμενη περίοδο. Χωρίς αυτά τα λάθη, δε θα είχε υπάρξει κρίση. Αν το χρέος δεν είχε τροφοδοτηθεί από την ατολμία των οικονομικών πολιτικών, δε θα είχε υπάρξει η καταστροφική έξοδος των κεφαλαίων από τη Ρωσία. Το 1998, η αλληλεξάρτηση της ρωσικής οικονομίας με την παγκόσμια δεν ήταν τόσο στενή ώστε να εξυπακούεται αναγκαστικά την κρίση.

Σήμερα όμως η κατάσταση είναι διαφορετική. Τα προηγούμενα χρόνια, η κυβέρνηση δεν αύξησε το χρέος, όπως είχε κάνει στα μέσα της δεκαετίας του '90. Ως εκ τούτου, δεν γινόμαστε μάρτυρες ενός πανικόβλητου «ξεφορτώματος» κρατικών ομολόγων. Τα κεφάλαια εγκαταλείπουν τη χώρα αλλιώς. Οι επενδυτές πουλάνε τα ομόλογά τους στις επιχειρήσεις και οι καταθέτες αποσύρουν τις καταθέσεις τους από τις εμπορικές τράπεζες. Ταυτόχρονα, τα ρούβλια μετατρέπονται σε δολάρια και ευρώ. Επιπλέον, μεγάλοι δανειστές σαν την «γκαζπρόμ» ή τη «ροσνέφτ» κ.λπ καλούνται να ξεπληρώσουν τα δάνειά τους των προηγουμένων ετών, πράγμα που συμβάλει στην έξοδο των κεφαλαίων από τη Ρωσία.

Με άλλα λόγια, το κεφάλαιο που εισήρθε στη χώρα «με τη θέλησή του» τα προηγούμενα χρόνια, τώρα μας εγκαταλείπει και πάλι οικειοθελώς. Καθώς δε η ρωσική «ευημερία» των προηγουμένων ετών οφειλόταν αποκλειστικά στην αύξηση των διεθνών τιμών της ενέργειας, η κρίση προέκυψε ως φυσιολογική εξέλιξη της αλλαγής αυτής της συνθήκης. Μία ορθή κυβερνητική παρέμβαση θα μπορούσε να επηρεάσει ίσως την εξέλιξη της κρίσης, δε μπορεί όμως επ' ουδενί να αντιμετωπίσει τα αίτιά της.

Συμπερασματικά, η σημερινή κατάσταση της ρωσικής οικονομίας θέτει τη χώρα ενώπιον καινούργιων προκλήσεων. Το να κοιτάμε πώς αντιμετώπισε η χώρα τις κρίσεις του παρελθόντος είναι αντιπαραγωγικό. Οι προηγούμενες κρίσεις έχουν να μας μάθουν περιορισμένα πράγματα για τη σημερινή κρίση. Είμαστε πια τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας και χορεύουμε στο ρυθμό που παίζει εκείνη.

Ο Dmitri Travin είναι οικονομολόγος και δημοσιογράφος, που ζει στην Αγία Πετρούπολη

(www.ppol.gr, 27/01/2009)