Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Κακώς Κείμενα της Ελληνικής Πραγματικότητας

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Κακώς Κείμενα της Ελληνικής Πραγματικότητας
energia.gr / του Νικολάου Σοφιανού απ’ τις Βρυξέλες
Τετ, 11 Φεβρουαρίου 2009 - 15:33
Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι η πληθώρα των μηνυμάτων και των λοιπών ερεθισμάτων σχετικά με θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και της σωστής χρήσης της ενέργειας σε κατακλύζουν από την πρώτη στιγμή που φθάνεις στην πρωτεύουσα της Ευρώπης τις Βρυξέλες, μέσα από διαφημιστικά έντυπα, αφίσες και μια πληθώρα άλλων τρόπων και δημιουργούν ακόμα και στον πιο ανίδεο στα θέματα αυτά την υποχρέωση να ακολουθήσει κάποιους συγκεκριμένους κανόνες προκειμένου να σεβαστεί και το περιβάλλον αλλά και να προβληματιστεί πάνω σε ενεργειακά θέματα που στην Ελλάδα θεωρούνται δυστυχώς ακόμα ως ένα είδος ταμπού και δεν τολμάει κανείς ούτε να μιλήσει γι αυτά ούτε να τα αναφέρει, όπως επί παραδείγματι η πυρηνική ενέργεια.

Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι η πληθώρα των μηνυμάτων και των λοιπών ερεθισμάτων σχετικά με θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και της σωστής χρήσης της ενέργειας σε κατακλύζουν από την πρώτη στιγμή που φθάνεις στην πρωτεύουσα της Ευρώπης τις Βρυξέλες, μέσα από διαφημιστικά έντυπα, αφίσες και μια πληθώρα άλλων τρόπων και δημιουργούν ακόμα και στον πιο ανίδεο στα θέματα αυτά την υποχρέωση να ακολουθήσει κάποιους συγκεκριμένους κανόνες προκειμένου να σεβαστεί και το περιβάλλον αλλά και να προβληματιστεί πάνω σε ενεργειακά θέματα που στην Ελλάδα θεωρούνται δυστυχώς ακόμα ως ένα είδος ταμπού και δεν τολμάει κανείς ούτε να μιλήσει γι αυτά ούτε να τα αναφέρει, όπως επί παραδείγματι η πυρηνική ενέργεια.

Με την ευκαιρία βέβαια της «European Union Sustainable Energy Week 2009» που ξεκίνησε τη Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου έως και την Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου στις Βρυξέλες αλλά και μ’ ένα πλήθος εκδηλώσεων σχετικών με την ενέργεια σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, γίνεται έκδηλο πόσο σημαντικό βάρος δίνεται στην επίτευξη των επιβεβλημένων ευρωπαϊκών στόχων για το 2020 αναφορικά με το περιβάλλον και την ενέργεια μέσα από συντονισμένες προσπάθειες, με εργαλείο την καινοτομία και με αναπόσπαστο κομμάτι αυτών των προσπαθειών την συνεχή συνεργασία μεταξύ των χωρών μελών. Μέσα από τις παρουσιάσεις και τις ομιλίες εκπροσώπων ευρωπαϊκών οργανισμών, υψηλόβαθμων στελεχών από εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε διάφορους ενεργειακούς τομείς, και κυβερνητικά στελέχη ευρωπαϊκών χωρών γίνεται δυστυχώς εμφανές ότι ο τρόπος με τον οποίον στην Ελλάδα αντιλαμβανόμαστε τον ρόλο μας και τις ευθύνες μας ως κράτος μέλος όπως επίσης και η μεθοδολογία που ακολουθούμε για την επίτευξη στρατηγικών στόχων είναι βασισμένα σε λανθασμένες και μη επαρκείς βάσεις.

Η παραπάνω άποψη δεν βασίζεται βέβαια απλά σε μια γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς από τις διαφορετικές θεματικές που αναπτύσσονται όπως η όλο και μεγαλύτερη διεισδύση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο συνολικά της Ευρώπης και τις προσπάθειες για μεγαλύτερη ενεργειακή αποτελεσματικότητα αλλά αντίθετα προκύπτει από τις διαφορές στην τακτική, στις πρακτικές και στην στρατηγική που εφαρμόζουν πολλοί Ευρωπαίοι εταίροι μας αναφορικά με την επίτευξη των στόχων τα οποία μπορούν εν ολίγοις να συνοψιστούν στα εξής.

Το πρώτο που θα έπρεπε να αναφερθεί είναι το γεγονός ότι αναφορικά με τα διάφορα στάδια υλοποίησης ενός έργου, το critical path δηλαδή που ακολουθείται τόσο από κυβερνήσεις και οργανισμούς όσο και από μεγάλες και αναγνωρισμένες εταιρείες βασίζεται σε μια αλυσίδα δραστηριοτήτων οι οποίες δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απομονώνονται και να διαφοροποιούνται. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ο τομέας της καινοτομίας και της έρευνας πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πραγματοποίηση των στόχων που τίθενται, διαφορετικά υπάρχει και μεγαλύτερο κόστος, και πρόβλημα υλοποίησης και αναποτελεσματικότητα στην τελική έκβαση. Εύκολα μπορεί κανείς να υποψιαστεί τις δυσχέρειες που δημιουργούνται στην Ελλάδα από την ελλιπή δραστηριότητα στον τομέα της καινοτομίας και της έρευνας (R&D) ενώ είναι ευνόητο ότι από τη στιγμή που απουσιάζει ο τομέας του R&D σε μεγάλο βαθμό, πρέπει να εισαχθεί και αυτό φυσικά ενσωματώνεται στο συνολικό κόστος, δεν υπάρχει ομαλή ενσωμάτωση (το ένα μέρος δηλαδή δεν προκύπτει ούτε συνδέεται με το άλλο) και τελικά δεν είναι δυνατή η σωστή υλοποίηση του οποιουδήποτε έργου.

Κάτι άλλο που κάνει επίσης εντύπωση είναι ο προγραμματισμός της στρατηγικής τόσο σε επίπεδο κυβέρνησης όσο και σε εταιρείες στην περίπτωση ανάληψης ενός μεγάλου έργου ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας όπου τις περισσότερες φορές υπάρχει ισχυρή αλληλεπίδραση μεταξύ του φορέα που αναλαμβάνει την υλοποίηση του έργου και των τοπικών κοινωνιών. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως στην Ολλανδία επί παραδείγματι, όταν σχεδιάζεται μία επένδυση κοινής ωφελείας υπάρχει σαφής υποχρέωση να γίνει διάλογος με τις τοπικές κοινωνίες, και να επιλυθούν τα οποιαδήποτε προβλήματα υπάρχουν μέσα από την αναζήτηση του κοινού οφέλους και των δύο μερών χωρίς αδιαφανείς διαδικασίες και με εμφανή πλεονεκτήματα εν τέλει για το κάθε μέρος ξεχωριστά. Όταν επιλυθούν τα όποια προβλήματα υπάρχουν τότε αρχίζει τελικά και η υλοποίηση της επένδυσης. Πόσες φορές άραγε δεν έχει σταματήσει στην Ελλάδα η υλοποίηση κάποιου έργου μόνο και μόνο επειδή η παντελώς ανενημέρωτη τοπική κοινωνία ήγειρε ενστάσεις και αξιώσεις, τις πιο πολλές φορές παράλογες, καθώς ο φορέας της υλοποίησης του έργου δεν σεβάστηκε την γνώμη τους, δεν φρόντισε να ενημερώσει και φυσικά δεν ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει κάποια οφέλη στις τοπικές κοινωνίες.

Μέσα από τις διοργανούμενες ημερίδες έγινε αντιληπτό επίσης πόσο μεγάλο βάρος δίνουν οι Ευρωπαίοι εταίροι στην κοινή δράση, την συνεχή επικοινωνία και συνεργασία της μιας ευρωπαϊκής χώρας με την άλλη έτσι ώστε να υπάρξει ανταλλαγή απόψεων, ροή πληροφοριών, διακίνηση της γνώσης, της καινοτομίας και των πολιτικών επιλογών που έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία σε μια χώρα και είναι δυνατόν να εφαρμοστούν με εξίσου μεγάλη επιτυχία σε μια άλλη. Αντίθετα στην Ελλάδα φαίνεται ότι προτιμάμε να είμαστε απομονωμένοι, να αυτοαναλωνόμαστε σε ήδη αποτυχημένες επιλογές και να μην μαθαίνουμε από την επιτυχία άλλων χωρών σε συγκεκριμένους τομείς. Αυτό φυσικά είναι ιδιαίτερα εμφανές στον τομέα των ΑΠΕ και την αναποτελεσματικότητα της Ελλάδας στην επίτευξη των στόχων της.

Τέλος μεγάλη βαρύτητα έχει δοθεί σ’ όλες τις συνεδρίες αναφορικά με την ανάγκη υιοθέτησης από τις ευρωπαϊκές χώρες των αποτελεσμάτων που έχουν εξαχθεί από τα επιτυχή προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς μπορούν να παρέχουν αξιόλογα συμπεράσματα, πληροφορίες, πρακτικές και τεχνογνωσία τα οποία είναι δυνατόν να βοηθήσουν στην πιο ομαλή υλοποίηση έργων αλλά και στην ανάπτυξη τομέων στους οποίους δεν έχει δοθεί η απαραίτητη έμφαση. Η Ελλάδα η οποία συμμετέχει ενεργά σε ένα πλήθος ευρωπαϊκών προγραμμάτων θα έπρεπε να είχε υιοθετήσει σημαντικά και κρίσιμα συμπεράσματα αναφορικά με όλους τους τομείς και κυρίως στον νευραλγικό τομέα της ενέργειας. Δυστυχώς κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να γίνει από τη στιγμή που σε πολλά Υπουργεία δεν υπάρχει ο ανάλογος μηχανισμός ο οποίος θα αξιοποιήσει τα αποτελέσματα αυτά και θα τα ενσωματώσει ομαλά στον πολιτικό σχεδιασμό. Μια καλή πρόταση λοιπόν θα ήταν η δημιουργία ενός τέτοιου μηχανισμού αφού έχει αποδειχθεί από άλλες ευρωπαϊκές χώρες ότι τα οφέλη είναι πραγματικά πολύ σημαντικά.

Από τα παραπάνω μπορεί να συμπεράνει κανείς εύκολα ότι στην Ελλάδα, η αναποτελεσματικότητα που παρατηρείται στην προσπάθεια υλοποίησης κάποιων στρατηγικών σχεδίων δεν είναι τόσο θέμα έλλειψης ενδιαφέροντος ή ανυπαρξία πολιτικής βούλησης αλλά αντίθετα οι κύριοι λόγοι που ευθύνονται για πολλές από τις δυσκολίες και τα εμπόδια οφείλονται στο γεγονός της απομόνωσής μας με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε μεγάλο βαθμό και με τα εργαλεία που εκείνες χρησιμοποιούν για την επίτευξη των οποιωνδήποτε στόχων.