Ο χαρακτηρισμός της Ρωσίας ως μίας δυνάμεως που συμπεριφέρεται στην διεθνή σκηνή με όρους του 19ου αιώνα και όχι με άξονα την διεθνή συνεργασία και ολοκλήρωση, που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζουν την μεταμοντέρνα εποχή μας, εκτοξεύεται συχνά ως κατηγορία από αρκετούς πολιτικούς και αναλυτές στην Δύση.

Ο χαρακτηρισμός της Ρωσίας ως μίας δυνάμεως που συμπεριφέρεται στην διεθνή σκηνή με όρους του 19ου αιώνα και όχι με άξονα την διεθνή συνεργασία και ολοκλήρωση, που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζουν την μεταμοντέρνα εποχή μας, εκτοξεύεται συχνά ως κατηγορία από αρκετούς πολιτικούς και αναλυτές στην Δύση.

Οι σχετικές μομφές έγιναν ακόμη δριμύτερες μετά την περυσινή επέμβαση της Ρωσίας στην Γεωργία και την πολύ πρόσφατη ρωσο-ουκρανική κρίση του φυσικού αερίου.

Στις αναλύσεις, όμως, αυτές παραγνωρίζεται η βασική αιτία της συμπεριφοράς αυτής, που δεν είναι άλλη από το αίσθημα περικύκλωσης που έχει αρχίσει να αποκτά η Μόσχα, παρά το αχανές της επικράτειάς της, ήδη από την εποχή της εισόδου των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και των τριών Βαλτικών Δημοκρατιών στο ΝΑΤΟ.

Ως αντιστάθμισμα στις εξελίξεις αυτές, η Ρωσία έχει αρχίσει εδώ και πάνω από μία δεκαετία, να εφαρμόζει ως κύριο άξονα της εξωτερικής της πολιτικής το δόγμα του «εγγύς εξωτερικού», το οποίο εκφράζει το ολοένα και πιο αυξημένο ενδιαφέρον της για επανάκτηση του ελέγχου σε όλον τον χώρο της πρώην ΕΣΣΔ.

Θεσμοποιημένη μορφή της έννοιας αυτής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο Οργανισμός του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO) , στον οποίον συμμετέχουν επτά χώρες , που ήταν στο παρελθόν δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (Ρωσία, Αρμενία, Λευκορωσία, Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και Κιργιστάν). Πρόσφατα (04/02/2009), μάλιστα, στην ρωσική πρωτεύουσα οι ηγέτες των επτά αυτών χωρών προέβησαν στην συγκρότηση «συλλογικής ενόπλου δυνάμεως ταχείας αντίδρασης», που θα εδρεύει στη Ρωσία και σκοπός της θα είναι να αντιδρά σε ενδεχόμενες εξωτερικές απειλές.

Από την άλλη, η ανάπτυξη στενότερων σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Ρωσία , η οποία διαθέτει τεράστιους φυσικούς πόρους, στρατηγικό βάθος και στρατηγική θεώρηση της διεθνούς πραγματικότητας θα μπορούσε να αναδείξει την Ε.Ε. σε πραγματική υπερδύναμη. Τις ευκαιρίες που ανοίγονται από μία στενότερη συνεργασία με την Μόσχα διαγιγνώσκουν μεμονωμένες χώρες, όπως έδειξε η στάση της Ιταλίας και ιδίως της Γερμανίας κατά την κρίση του φυσικού αερίου.

Οι ίδιες οι δομές και η λειτουργία της αποτελούν τροχοπέδη ώστε αυτή η στροφή να αποτελέσει στρατηγική απόφαση της Ε.Ε. συνολικά. Βασισμένη στον συντονισμό των μελών της, τα δίκτυα και την ρύθμιση, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ακόμη λιγότερη συνοχή μετά την είσοδο των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Και βέβαια, κρίσιμο για το ζήτημα που εξετάζουμε είναι το γεγονός ότι οι χώρες αυτές έχουν και την πιο αντιρωσική στάση από όλα τα μέλη της Ε.Ε. , γεγονός που τονίστηκε και από την προθυμία κάποιων εξ αυτών (Τσεχία, Πολωνία) να φιλοξενήσουν την λεγόμενη «αντιπυραυλική ασπίδα», που η Μόσχα θεωρεί ότι στρέφεται εναντίον της.

Σίγουρα, η αναβίωση ψυχροπολεμικής ατμόσφαιρας δεν βοηθά στην σύσφιξη των σχέσεων των δύο πλευρών. Επιπλέον, το σχίσμα εντός της Ε.Ε. βαθαίνει, καθώς οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, μην θέλοντας να επανέλθουν στην σφαίρα επιρροής ενός εκ των δύο «προαιώνιων δυναστών» τους, της Ρωσίας ή της Γερμανίας, στρέφονται ανοικτά προς τις ΗΠΑ. Δεν είναι μόνο η εισδοχή τους στην Βορειοατλαντική Συμμαχία ή ακόμη και η στήριξη που παρείχαν στις ΗΠΑ κατά την εισβολή στο Ιράκ, που επισφραγίζει την στροφή αυτή. Είναι, κυρίως, η αμφίβολη πίστη τους προς το εγχείρημα της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Η ευρωσκεπτικιστική στάση του Πολωνού Προέδρου Καντίνσκυ στο πρόσφατο παρελθόν και οι χθεσινές αντιευρωπαϊκές «κορώνες» του Τσέχου Προέδρου, του οποίου μάλιστα η χώρα ασκεί την Προεδρία της Ε.Ε. το τρέχον εξάμηνο, είναι ενδεικτικές της νοοτροπίας των χωρών αυτών.

Είναι, όμως, η απομόνωση της Ρωσίας τελικά προς το συμφέρον της ίδιας της Ουάσιγκτων ή και της Δύσης γενικότερα; Είναι πιο απειλητική για τα αμερικανικά συμφέροντα η όχι ακόμη εντελώς σταθερή ρωσική οικονομία από την ρωμαλέα και ραγδαία αναπτυσσόμενη οικονομία της Κίνας; Επιπλέον, τι κόστος θα έχει για όλον τον δυτικό κόσμο μία πιθανόν εφεκτικότερη στάση μιας απομονωμένης Ρωσίας προς δυνάμεις όπως π.χ. το Ιράν;

Αυτά είναι ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντήσει ο Πρόεδρος Ομπάμα διαφοροποιούμενος όχι μόνο σε σχέση με τον προκάτοχό του Τζωρτζ Μπους τον νεότερο, αλλά και σε σχέση με την προεδρία Κλίντον, καθώς και λαμαβάνοντας αποστάσεις επί του θέματος από πάγιες αντιλήψεις αρκετών ισχυρών παραγόντων μέσα στο ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα.