Ο σύντροφος Γκρίνσπαν επιθυμεί κατάσχεση των υψηλότερων κλιμακίων της οικονομίας. Για την ακρίβεια, αυτό που είπε ο Αλαν Γκρίνσπαν, πρώην πρόεδρος της Fed και ένθερμος οπαδός της ελεύθερης αγοράς, ήταν πως «ίσως είναι απαραίτητη μια προσωρινή κρατικοποίηση ορισμένων τραπεζών, ώστε να διευκολυνθεί η ομαλή αναδιάρθρωσή τους». Συμφωνώ.
Ο σύντροφος Γκρίνσπαν επιθυμεί κατάσχεση των υψηλότερων κλιμακίων της οικονομίας. Για την ακρίβεια, αυτό που είπε ο Αλαν Γκρίνσπαν, πρώην πρόεδρος της Fed και ένθερμος οπαδός της ελεύθερης αγοράς, ήταν πως «ίσως είναι απαραίτητη μια προσωρινή κρατικοποίηση ορισμένων τραπεζών, ώστε να διευκολυνθεί η ομαλή αναδιάρθρωσή τους». Συμφωνώ.

Πρώτον, ορισμένες από τις μεγάλες τράπεζες βρίσκονται στα πρόθυρα κατάρρευσης. Θα είχαν ήδη καταρρεύσει αν δεν πίστευαν οι επενδυτές ότι θα τις σώσει η κυβέρνηση. Δεύτερον, οι τράπεζες πρέπει όντως να σωθούν. Η κατάρρευση της Lehman Brothers κλόνισε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε ανάλογη εξέλιξη με μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η Citigroup ή η Bank of America. Τρίτον, όσο και αν πρέπει να σωθούν οι τράπεζες, η αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια, είτε από δημοσιονομικής είτε από πολιτικής απόψεως, να προσφέρει τεράστια δώρα στους μετόχους των τραπεζών.

Είναι αρκετά πιθανό -όχι βέβαιο- πως η Citi και η BofA μαζί θα χάσουν εκατοντάδες δισ. μέσα στα επόμενα χρόνια. Και το κεφάλαιό τους, ό, τι απομένει δηλαδή αν αφαιρεθούν οι υποχρεώσεις τους από τα περιουσιακά τους στοιχεία, δεν είναι τόσο μεγάλο ώστε να καλύψει αυτές τις ενδεχόμενες ζημίες.

Λογικά λοιπόν ο μόνος λόγος που δεν καταρρέουν είναι ότι η κυβέρνηση τις στηρίζει χορηγώντας εμμέσως εγγυήσεις για τις υποχρεώσεις τους. Είναι, όμως, νεκροζώντανες τράπεζες, ανίκανες να προσφέρουν την πίστωση που χρειάζεται η οικονομία. Για να επανέλθουν στη ζωή χρειάζονται περισσότερα κεφάλαια. Δεν μπορούν, όμως, να αντλήσουν κεφάλαια από επενδυτές του ιδιωτικού τομέα. Γι’ αυτό και πρέπει να τους τα προσφέρει η κυβέρνηση. Το πρόβλημα είναι πως τα κεφάλαια που χρειάζονται για να επανέλθουν πλήρως στη ζωή οι τράπεζες υπερβαίνουν σημαντικά την τρέχουσα αξία τους. Οι Citi και BofA έχουν άθροισμα χρηματιστηριακής αξίας μικρότερο των 30 δισ. δολαρίων, η οποία βασίζεται κυρίως -αν όχι ολοκληρωτικά- στην ελπίδα ότι οι μέτοχοι θα πάρουν μια μερίδα από το πακέτο της κυβέρνησης. Και αν η κυβέρνηση βάλει όλα τα χρήματα, πρέπει σε αντάλλαγμα να αναλάβει τον έλεγχό τους.

Τελευταία η Ομοσπονδιακή Εγγύηση Καταθέσεων έχει κατάσχει τράπεζες που θεωρεί αφερέγγυες με συχνότητα περίπου δύο τραπεζών ανά εβδομάδα. Αυτό που κάνει είναι ότι αναλαμβάνει τα τοξικά στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών, καλύπτει μέρος του χρέους τους και τις εκποιεί εκ νέου σε επενδυτές. Αυτό ακριβώς είναι που θέλουν οι οπαδοί των προσωρινών κρατικοποιήσεων όχι μόνον για τις μικρές τράπεζες αλλά και για τις μεγάλες που είναι εξ ίσου αφερέγγυες. Το θέμα είναι γιατί η κυβέρνηση Ομπάμα εξακολουθεί να παρουσιάζει προτάσεις που ηχούν ως πιθανές εναλλακτικές στην κρατικοποίηση, αλλά ταυτοχρόνως αποτελούν δώρα προς τους μετόχους. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση έριξε αρχικά την ιδέα να προσφέρει στις τράπεζες εγγυήσεις έναντι της ζημίας που τους έχουν προκαλέσει τα προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού τους. Κάτι τέτοιο θα ήταν ιδεώδες για τους μετόχους, αλλά καθόλου καλό για όλους εμάς. Οσο περισσότερο κερδίζουν οι μεγάλοι τόσο την πληρώνουν οι φορολογούμενοι.

Γιατί να μην προχωρήσουμε απλούστατα στην κρατικοποίηση; Ετσι κι αλλιώς, ο στόχος δεν είναι να περιέλθουν οι τράπεζες μακροπρόθεσμα στον έλεγχο του κράτους. Μπορούν να επιστρέψουν στον ιδιωτικό τομέα το συντομότερο δυνατό.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/02/2009)