Η Ελλάδα, ευρισκόμενη στο μέσον της διεθνούς κρίσης, υφίσταται τις συνέπειές της. Η πρώτη παρατήρηση που μπορεί να κάνει κάποιος είναι ότι η συμμετοχή της στην Ευρωζώνη αποδεικνύεται ευεργετική: όχι μόνο η Ελλάδα πέτυχε τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη τα τελευταία χρόνια, αλλά τώρα, εν μέσω της κρίσης, το ευρώ τής παρέχει σημαντική προστασία. Η συμμετοχή όμως της Ελλάδας στην Ευρωζώνη δεν ήταν αρκετή για να προστατεύσει την ελληνική οικονομία από τη μεγάλη διεύρυνση των επιτοκιακών περιθωρίων δανεισμού (spreads) του Δημοσίου και των τραπεζών.
Η Ελλάδα, ευρισκόμενη στο μέσον της διεθνούς κρίσης, υφίσταται τις συνέπειές της. Η πρώτη παρατήρηση που μπορεί να κάνει κάποιος είναι ότι η συμμετοχή της στην Ευρωζώνη αποδεικνύεται ευεργετική: όχι μόνο η Ελλάδα πέτυχε τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη τα τελευταία χρόνια, αλλά τώρα, εν μέσω της κρίσης, το ευρώ τής παρέχει σημαντική προστασία. Η συμμετοχή όμως της Ελλάδας στην Ευρωζώνη δεν ήταν αρκετή για να προστατεύσει την ελληνική οικονομία από τη μεγάλη διεύρυνση των επιτοκιακών περιθωρίων δανεισμού (spreads) του Δημοσίου και των τραπεζών.

Ωστόσο, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν έχει επηρεαστεί σημαντικά, αν και αναμένεται να επηρεαστεί περισσότερο το τρέχον έτος. Πράγματι, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2008 ήταν περίπου 3,0%, έναντι σχεδόν μηδενικού αντίστοιχου ρυθμού της Ευρωζώνης.

Αυτό συνέβη, πρώτον, διότι η ελληνική οικονομία είναι σχετικά εσωστρεφής, δεύτερον, διότι δεν έχουν επηρεαστεί οι τιμές των ακινήτων στον βαθμό που έχουν επηρεαστεί σε άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, τρίτον, διότι τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών δεν έχουν υποστεί απομείωση αντίστοιχη με αυτήν των άλλων τραπεζών της Ευρωζώνης, τέταρτον, διότι οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονται, πέμπτον, διότι η δημοσιονομική πολιτική είναι επεκτατική, έκτον διότι η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα συνεχίζει να κινείται με διψήφιους ρυθμούς. Για το 2009 οι προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κυμαίνονται μεταξύ 0% και 1,5%, που ναι μεν συνεχίζει να είναι ο υψηλότερος της Ευρωζώνης (-2%), δεν παύει όμως να είναι 3 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερος σε σχέση με αυτόν του 2008, επιβράδυνση που ενδεχομένως αυξήσει τον αριθμό των ανέργων περίπου κατά 50.000.

Στο πλαίσιο αυτό καλείται η οικονομική πολιτική να αναλάβει ρόλο: Πρώτον, άμβλυνσης των επιπτώσεων της διεθνούς κρίσης στην ελληνική οικονομία βραχυπρόθεσμα και, δεύτερον , εξάλειψης των εστιών της αβεβαιότητας μακροπρόθεσμα. Η επιτυχία ή μη της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα θα εξαρτηθεί (α) από τις διεθνείς εξελίξεις και ιδιαίτερα από την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, (β) από τις εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, (γ) από το μείγμα, τις προϋποθέσεις άσκησης της οικονομικής πολιτικής και την εξάλειψη της αβεβαιότητας γύρω από την προβλεπόμενη μακροπρόθεσμη πορεία βασικών μακροοικονομικών μεγεθών.

Τα περιθώρια άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι περιορισμένα. Τόσο το υψηλό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης και το υψηλό δημόσιο χρέος όσο και το υπερβολικά υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το υψηλό εξωτερικό χρέος αποτελούν περιοριστικούς παράγοντες στην άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Παράλληλα, η αύξηση των επιτοκιακών περιθωρίων (spreads) δανεισμού του Δημοσίου και ο κίνδυνος μιας, ακόμη μεγαλύτερης, αύξησής τους, είναι ένας επιπρόσθετος ανασταλτικός παράγοντας. Άλλωστε, από μια μακροπρόθεσμη οπτική γωνία, η ελληνική οικονομία χρειάζεται αύξηση του ποσοστού αποταμίευσης (δημόσιας ή/και ιδιωτικής), το οποίο έχει μειωθεί σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια. Θα ήταν ευκταίο η άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής να ήταν αντικυκλική, με πλεονάσματα ή μηδενικά ελλείμματα στις ανοδικές φάσεις του κύκλου, ώστε να υπάρχουν περιθώρια ελλειμμάτων στις καθοδικές φάσεις, όπως η τωρινή. Δυστυχώς όμως δεν ήταν. Στο πλαίσιο αυτό, η αύξηση του συγχρηματοδοτούμενου από την Ε.Ε. Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος επηρεασμού της εγχώριας ζήτησης και άμβλυνσης των επιπτώσεων της κρίσης, χωρίς ουσιαστική επίπτωση στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, παράλληλα με μια προσωρινή αύξηση των επιδομάτων ανεργίας. Δεν είναι σκόπιμη, ούτε εφικτή, η αύξηση των λοιπών καταναλωτικών δημοσίων δαπανών και η δημιουργία κλίματος παροχών, αφού, όπως ήδη επισημάνθηκε, ενέχει τον κίνδυνο περαιτέρω διεύρυνσης των επιτοκιακών περιθωρίων δανεισμού (spreads) του Ελληνικού Δημοσίου και, επομένως, του κόστους του χρήματος στην Ελλάδα, με αρνητικές επιπτώσεις στις επενδύσεις και την κατανάλωση.

Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής που ασκείται από τις κεντρικές τράπεζες και η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής από χώρες που διαθέτουν τα περιθώρια αναμένεται να έχουν θετική επίπτωση και στην ελληνική οικονομία. Όμως η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής δεν μετατρέπεται αυτομάτως σε χαμηλότερα επιτόκια αγοράς στις τρέχουσες συνθήκες κρίσης, κυρίως διότι αυτή (η διεθνής κρίση) έχει προκαλέσει «κρίση εμπιστοσύνης» μεταξύ των τραπεζών και αλλαγή της στάσης τους έναντι των δυνητικών κινδύνων των αντισυμβαλλομένων, είτε αυτοί είναι τράπεζες είτε επιχειρήσεις είτε ιδιώτες.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η πρόσφατη υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας (παράλληλα με την υποβάθμιση της ισπανικής και της πορτογαλικής οικονομίας) από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, η οποία συνέβαλε στη διεύρυνση των επιτοκιακών περιθωρίων, στηρίχτηκε στο υψηλό δημόσιο έλλειμμα και χρέος, καθώς και στο υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Δεν έλαβε όμως υπ΄ όψιν το σχετικά χαμηλό ιδιωτικό χρέος της Ελλάδας, το οποίο, αν αθροιστεί με το δημόσιο χρέος, παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσον όρο της Ευρωζώνης, ούτε και τον υψηλό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης τα τελευταία δέκα χρόνια, ο οποίος υπερβαίνει το μέσο επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου. Αν ληφθεί υπ΄ όψιν ότι η πρόσφατη κρίση προήλθε από χρεοκοπίες ιδιωτικών τραπεζών και όχι κρατών, προκύπτει ότι τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια αξιολόγησης της ευρωστίας οικονομιών είναι ενδεχομένως υπέρ το δέον προσανατολισμένα στον δημόσιο τομέα και όχι τον ιδιωτικό.

(Από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ/ΜΒΑ, 23/02/2009)