Το υπουργείο Ανάπτυξης (ΥΠΑΝ), βασιζόμενο αποκλειστικά στην ένταξη ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων φυσικού αερίου και ΑΠΕ, εγκαταλείπει την πολιτική της χρυσής τομής και, προκειμένου να ανταποκριθεί στις επιταγές ορισμένων τοπικών κοινωνιών και περιβαλλοντικών οργανώσεων, αποφάσισε αιφνίδια τον αποκλεισμό του λιθάνθρακα από το ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα της χώρας.
Το υπουργείο Ανάπτυξης (ΥΠΑΝ), βασιζόμενο αποκλειστικά στην ένταξη ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων φυσικού αερίου και ΑΠΕ, εγκαταλείπει την πολιτική της χρυσής τομής και, προκειμένου να ανταποκριθεί στις επιταγές ορισμένων τοπικών κοινωνιών και περιβαλλοντικών οργανώσεων, αποφάσισε αιφνίδια τον αποκλεισμό του λιθάνθρακα από το ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα της χώρας.

Με βάση τους υπολογισμούς μας και με στόχο την παραγωγή 95 τρισ. kWh/έτος το 2020 με προοπτική εξαγωγών 5-10 τρισ. kWh, έναντι κατανάλωσης 56 τρισ. kWh/έτος το 2008, εξ αυτών 4 τρισ. kWh εισαγωγών, θα επιτευχθεί μια πενιχρή μείωση κατά 13,39% των εκπομπών CO2 με υποχρεωτική συμμετοχή κατ' ελάχιστον 51% (βλ. πίνακα) του ακριβού και επισφαλούς φυσικού αερίου στο μείγμα.

Με την απόφαση αυτή η κυβέρνηση καταδικάζει τη χώρα σε ακριβή και επισφαλή ηλεκτρική ενέργεια με θύματα τη βιομηχανία, τη βιοτεχνία, τον τουρισμό, τη γεωργία και όλους τους πολίτες γενικότερα και ιδιαίτερα τους οικονομικά ασθενέστερους.

Οι επενδύσεις στην ενέργεια είναι μακροπρόθεσμες και δεν είναι κατάλληλες να εξυπηρετούν εφήμερα μικροπολιτικά οφέλη. Οφειλαν η κυβέρνηση και ο νεόκοπος υπουργός Ανάπτυξης να το γνωρίζουν αυτό και να χαράσσουν μακρόπνοη ηλεκτροπαραγωγική πολιτική!

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως η ζοφερή αυτή κατάσταση θα επιδεινωθεί με τη διαφαινόμενη ίδρυση «trust» παραγωγών φυσικού αερίου, αλλά και την επισφαλή ροή του σε περιπτώσεις ζημιών ή/και κρίσεων, όπως βιώσαμε, άλλωστε, μόλις πρόσφατα.

Η κυβέρνηση, ικανοποιώντας τις επιθυμίες των τοπικών κοινωνιών, αναρωτήθηκε ποτέ πόσες από αυτές θα επέλεγαν την ανεργία, που κινδυνεύει να πλήξει κάποιες περιοχές λόγω του επιπόλαιου εξοστρακισμού μιας συγκεκριμένης τεχνολογίας ηλεκτροπαραγωγής;

Χώρες που βασίστηκαν σε υπηρεσίες και όχι σε παραγωγή αγαθών αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ευάλωτες σε περιόδους κρίσεων. Ο υπουργός Ανάπτυξης έπρεπε να λάβει σοβαρά υπόψη του ότι η ακριβή ηλεκτρική ενέργεια κάθε άλλο παρά εξυπηρετεί την ελληνική οικονομία και την παραγωγή αγαθών.

Μήπως αντί να εξοστρακίσουμε αβασάνιστα επενδυτές στις γειτονικές χώρες με τη διαμονοποίηση τεχνολογιών, έπρεπε να ενθαρρύνουμε την ανάπτυξη διαλόγου ανάμεσα στις παραγωγικές τάξεις, τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και τις τοπικές κοινωνίες, όπως συχνά γίνεται στις περισσότερες προηγμένες χώρες της Ε.Ε.;

Αντ' αυτού, το ΥΠΑΝ προχωρεί, σε μια επικίνδυνη γεωπολιτικά επιλογή, βάζοντας ως βάση ηλεκτροπαραγωγής το φυσικό αέριο και τις ΑΠΕ, με άμεση συνέπεια να οδηγηθεί η Ελλάδα από χώρα του φθηνότερου ρεύματος στην Ε.Ε. (μαζί με Τσεχία) στην εκ διαμέτρου αντίθετη κατηγορία με συνακόλουθη άμεση αύξηση του κόστους ζωής του πολίτη.

Με μοναδικό κριτήριο μια μικρή, όπως αποδεικνύεται, μείωση των εκπομπών CO2, η χώρα αναγκάζεται να προχωρήσει σε πρόχειρες και εμβαλωματικές λύσεις για την κάλυψη άμεσων αναγκών, αντί του λιθάνθρακα και του λιγνίτη, που εξασφαλίζουν φθηνότερη και ασφαλή ηλεκτροπαραγωγή.

Επίσης, είναι σε όλους γνωστό ότι η τεχνολογική πρόοδος εξασφαλίζει περιορισμό στο ελάχιστο των ρύπων SO2, NOx και σωματιδίων, σε χαμηλότερα επίπεδα των οδηγιών της Ε.Ε., και την προοπτική δέσμευσης του CO2 (με κόστος 20 ευρώ/MWh) μέχρι το 2020.

Η γερμανική κυβέρνηση καταθέτει τον Μάρτιο του 2009 νομοσχέδιο για την αποθήκευση CO2, που εκπέμπουν οι λιγνιτικές και λιθανθρακικές μονάδες και λιγότερο οι του φυσικού αερίου, στο υπέδαφος. Ετσι, εξασφαλίζεται η διατήρηση και περαιτέρω ανάπτυξη για τη χώρα μιας φθηνής και αξιόπιστης ηλεκτροπαραγωγικής πηγής. Επιπλέον, η Γερμανία θα έχει το μεγάλο όφελος τέτοιων παραγωγικών επενδύσεων, εξαιρετικά σημαντικών στη σημερινή συγκυρία. Η γερμανική κυβέρνηση ακολουθεί τη ρεαλιστική πολιτική της χρυσής τομής!

Η λύση του λιθάνθρακα αποτελεί μονόδρομο ύστερα από τον αποκλεισμό της πυρηνικής ενέργειας (ένταξη το νωρίτερο το 2025 εφόσον είναι κάτι τέτοιο επιθυμητό) και δεδομένου ότι τα περιθώρια του λιγνίτη είναι περιορισμένα. Οι σύγχρονες λιθανθρακικές μονάδες με βαθμό αποδοσης 47% εξασφαλίζουν το περιβάλλον, φθηνή ηλεκτρική ενέργεια και με πρόσθετη ασφάλεια, που παρέχει η πολλαπλότητα των πηγών καυσίμου.

Παράλληλα, διασφαλίζονται σημαντικότατες επενδύσεις πολλών δισ. ευρώ ιδιαίτερα σημαντικών στη σημερινή περίοδο οικονομικής κρίσης, που περνάει η χώρα.

Με τη μετανάστευση των επενδύσεων σε γειτονικές χώρες (π.χ. Αλβανία) χάνεται μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα. Αντίθετα, η επιβάρυνση της παγκόσμιας ατμόσφαιρας από αέρια του θερμοκηπίου παραμένει αμετάβλητη είτε γίνουν οι επενδύσεις εδώ είτε στη γειτονιά μας. Και το χειρότερο είναι ότι η φθηνά παραγόμενη στη γειτονιά μας ηλεκτρική ενέργεια θα εισάγεται πανάκριβα στη χώρα.

Στη λύση λιθάνθρακα συγκλίνουν όλες οι απόψεις των ενεργειακών φορέων και εμπειρογνωμόνων της χώρας, όπως το ΣΕΕΣ, η ΡΑΕ, το ΤΕΕ και πλήθος έγκριτων επιστημόνων και σχολιαστών. Οι λιθανθρακικές και λιγνιτικές μονάδες, εξάλλου, εξασφαλίζουν στην περίοδο της κατασκευής (42-48 μήνες) χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας και εκατοντάδες για τη λειτουργία τους.

Θα ήταν σώφρον να ληφθεί άμεσα η απόφαση για την κατασκευή νέων μονάδων στερεών καυσίμων, ώστε να αρχίσουν να λειτουργούν ύστερα από 4-5 χρόνια. Αυτό θα αποτελέσει έναν άμεσο μοχλό ανάπτυξης με θετικό αντίκτυπο στην απασχόληση και ουσιαστική συμβολή στην υπέρβαση της κρίσης.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να παρασυρθούν, όπως η κυβέρνηση, σε προχειρότητες και σε λύσεις δήθεν «πράσινες», πρακτικά επισφαλείς και υψηλού κόστους, οι οποίες είναι τελικά αντίθετες με τα διαχρονικά συμφέροντα του ελληνικού λαού.

Επιπλέον, οφείλουν να συμπεριλάβουν στον προγραμματισμό τους για την επόμενη 10ετία την ένταξη νέων σύγχρονων μονάδων στερεών καυσίμων με σύγχρονη ανάπτυξη των ΥΗΣ και ΑΠΕ.

Επιδίωξή τους, η οποία θα ικανοποιήσει τον ελληνικό λαό, έπρεπε να είναι η χρυσή τομή, που οδηγεί σε φθηνή ηλεκτρική ενέργεια με επάρκεια, στο σεβασμό προς το περιβάλλον και εξασφαλίζει βιώσιμη ανάπτυξη.

Ο Δημήτριος Κ. Παπαμαντέλλος είναι πρώην διευθυντής της ΔΕΗ, πρ. κοσμήτορας Πολ. Σχ. Παν/μίου Πατρών.

(Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 01/03/2009)