Η διαπραγμάτευση των μετοχών της Blackstone στο χρηματιστηριακό ταμπλό τον Ιούνιο του 2007 έχει ήδη περάσει στην ιστορία ως ένα από τα συμβολικά γεγονότα που οδήγησαν στην οικονομική «φούσκα» της Αμερικής. Επιπλέον η εισαγωγή του ομίλου private equity στο χρηματιστήριο άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των αγορών, με το οποίο σχηματίζεται ο κόσμος που αναδύεται από την τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση με την Κίνα να αμφισβητεί το βαθύ οικονομικό της δεσμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η διαπραγμάτευση των μετοχών της Blackstone στο χρηματιστηριακό ταμπλό τον Ιούνιο του 2007 έχει ήδη περάσει στην ιστορία ως ένα από τα συμβολικά γεγονότα που οδήγησαν στην οικονομική «φούσκα» της Αμερικής. Επιπλέον η εισαγωγή του ομίλου private equity στο χρηματιστήριο άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των αγορών, με το οποίο σχηματίζεται ο κόσμος που αναδύεται από την τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση με την Κίνα να αμφισβητεί το βαθύ οικονομικό της δεσμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το κινεζικό κρατικό επενδυτικό κεφάλαιο China Investment Corporation δεν είχε καν αρχίσει επίσημα να λειτουργεί όταν ξόδεψε 3 δισ. δολάρια για να αποκτήσει το 9,9% του μετοχικού κεφαλαίου του private equi-ty. Με τις μετοχές της Black-stone να έχουν κατρακυλήσει κατά 84% από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσής τους, το νέο Δ.Σ. της CIC έχει γίνει στόχος επιθέσεων από μετόχους και απλούς επενδυτές που πιστεύουν ότι η Κίνα εξαπατήθηκε. «Είναι χειρότεροι ακόμη και από προδότες πολέμου», λέει ο ένας, «πρόκειται για τυφλή λατρεία σε δήθεν Αμερικανούς ειδικούς», συμπληρώνει ο άλλος.

Τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας, τα μεγαλύτερα στον κόσμο, προσεγγίζουν τα 2 τρισ. δολάρια και θεωρούνται από πολλούς ως μια μεγάλη δύναμη - μια πολιτική ασφαλείας απέναντι στη χρηματοοικονομική αναταραχή. Στο εσωτερικό, όμως, της χώρας μεγαλώνει ο αριθμός των ανθρώπων, απλών πολιτών αλλά και χαρακτών νομισματικής πολιτικής, που τα χαρακτηρίζουν «τεράστια δεξαμενή πόρων» που όχι μόνο δεν χρησιμοποιούνται για το καλό της χώρας, αλλά επιπλέον χάνουν την αξία τους όταν το δολάριο «βυθίζεται». «Γιατί θα πρέπει μια φτωχή χώρα να είναι ο χρηματοδότης μιας τόσο πλούσιας;», αναρωτιούνται.

Καθώς η κινεζική οικονομία επιβραδύνεται απότομα, η συζήτηση για το ποια θα ήταν η καλύτερη διαχείριση των συναλλαγματικών αποθεμάτων παίρνει φωτιά. Κάποιοι προτείνουν να δαπανηθούν τα χρήματα στην εγχώρια αγορά. Αλλοι επιθυμούν επενδύσεις με μεγαλύτερη ποικιλία. Ολοι, όμως, τάσσονται «κατά» της ανακύκλωσής τους σε αμερικανικά αξιόγραφα. Η συζήτηση αυτή έχει μεγάλη σημασία για την κυβέρνηση Ομπάμα. Ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που η κινεζική κυβέρνηση αποφασίσει να εκμεταλλευτεί τα συναλλαγματικά της αποθέματα για να αποκτήσει επιρροή στη χάραξη της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής.

Εγγυήσεις

«Θα πρέπει να υπάρξει περισσότερο ?δούναι και λαβείν?. Κάποιου είδους εγγύηση ότι τα συμφέροντά μας θα διασφαλιστούν», επισημαίνει ο Γιου Γιονγκτίνγκ, επικεφαλής οικονομολόγος στην κινεζική Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών.Λαμβάνοντας υπόψη τον κρίσιμο ρόλο που η Κίνα διαδραματίζει στη χρηματοδότηση των αμερικανικών ελλειμμάτων η Ουάσινγκτον «θα έπρεπε να μας φέρεται καλύτερα», προσθέτει ο ίδιος.

Η «έκρηξη» των κινεζικών συναλλαγματικών αποθεμάτων αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά κεφάλαια της πρόσφατης οικονομικής ιστορίας. Σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς το ύψος τους ανέρχεται σε 1,95 τρισ. δολάρια, υπάρχουν όμως κάποιοι που τα ανεβάζουν στα 2,3 τρισ. δολάρια, ποσό που ισοδυναμεί σε πάνω από 1.600 δολάρια για κάθε Αμερικανό πολίτη. Με άλλα λόγια η Κίνα είναι ο υπ’ αριθμόν 1 δανειστής των ΗΠΑ.

Πέρυσι όταν η αμερικανική οικονομία άρχισε να δέχεται τους πρώτους κλυδωνισμούς της πιστωτικής κρίσης το Πεκίνο δάνεισε στην κυβέρνηση Μπους 400 δισ. δολάρια ποσό που ίσο με το 10% του κινεζικού ΑΕΠ. Ποτέ άλλοτε η αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει στηριχτεί τόσο σε κάποια άλλη χώρα για τη χρηματοδότησή της. Η CIC ιδρύθηκε το 2007, έκτοτε όμως κατάφερε να έχει υπό τον έλεγχό της το 10% του συνόλου των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Δέχεται όμως τα πυρά της εγχώριας αγοράς? Δεν είναι μόνο η συμμετοχή της στην Blackstone που ξενίζει. Επένδυσε επίσης 5 δισ. δολάρια στη Morgan Stanley πριν οι μετοχές της αμερικανικής τράπεζας πάρουν την κατιούσα. Είχε, επίσης, χρήματα στο Reserve Primary Fund, το οποίο «πάγωσε» τα δικαιώματα εξαγοράς μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers.

Σε εβδομαδιαία σχεδόν βάση μία νέα πρόταση βλέπει το φως της δημοσιότητας. Την εβδομάδα αυτή τα κρατικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ανέφεραν ότι ενδέχεται να ιδρυθεί ένα fund, το οποίο θα χρησιμοποιήσει συναλλαγματικά αποθέματα για να υποστηρίξει επενδύσεις στον πετρελαϊκό κλάδο στο εξωτερικό. Η φημολογία φούντωσε και με αφορμή τα σχέδια εξαγοράς της Rio Tinto από την Chinalco.

Ενα άλλο σχέδιο αναφέρει ότι ο Κινέζος υπουργός Οικονομίας θα μπορούσε να δανειστεί συναλλαγματικά αποθέματα σε δολάρια από την κεντρική τράπεζα της χώρας, τα οποία αφού μετατρέψει στο τοπικό νόμισμα θα ήταν καλό να τα τοποθετήσει σε δημόσιες επενδύσεις. Ακόμη και το ίδρυμα που διαχειρίζεται τον όγκο των αποθεμάτων (State Administration of Foreign Exchange) παραδέχτηκε την προηγούμενη εβδομάδα ότι μελετά νέες εκδοχές αξιοποίησής τους.

Ωστόσο, ακόμη και αξιωματούχοι αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν πολλοί σημαντικοί λόγοι για να συνεχίσει να αγοράζει η κυβέρνηση κρατικά ομόλογα. Εάν οι αρχές επιθυμούν να διατηρήσουν τη ρευστότητα του χαρτοφυλακίου τους, δεν υπάρχουν άλλες λύσεις από το να συνεχίσουν να διεισδύουν στην αγορά ομολόγων των ΗΠΑ. Αντίθετα, αν δεν επιθυμούν τη συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων τότε θα πρέπει να ενδυναμώσουν το νόμισμά τους, κάτι που όμως θα λειτουργούσε καταστροφικά σε μία περίοδο κατά την οποία οι κινεζικές εξαγωγές καταρρέουν.

Στηρίζει

Οι ηγέτες της χώρας έχουν, πάντως, καταστήσει σαφές ότι τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα θα συνεχίσουν να στηρίζουν τις αμερικανικές αγορές. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελαν να χαρακτηριστούν ως ανεύθυνοι παγκόσμιοι πολίτες την περίοδο της κρίσης. «Πιστεύουμε ότι εάν διατηρήσουμε σταθερή τη διεθνή χρηματαγορά, θα μπορέσουμε να τονώσουμε σταδιακά την εμπιστοσύνη», δήλωσε πρόσφατα στους Financial Times ο Κινέζος πρωθυπουργός Γουέν Τζιαμπάο.

Οι αρμόδιοι για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής έχουν επίσης αρχίσει να ανησυχούν ιδιαίτερα για τις οικονομικές πρακτικές που ακολουθούν οι αμερικανικές αρχές.

Η πολιτική, όμως, συζήτηση λαμβάνει διαφορετική διάσταση. Κάποτε στις διαλέξεις που πραγματοποιούνταν στην Ουάσινγκτον το κύριο θέμα ήταν το υποτιμημένο κινεζικό νόμισμα και οι κλειστές αγορές της ασιατικής χώρας.

Σήμερα, δεσπόζουν οι προειδοποιήσεις των Κινέζων για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ και η αδυναμία του «πράσινου νομίσματος».

Οι συντηρητικοί Αμερικανοί που ανησυχούσαν για την κραιπάλη δανεισμού των κυβερνήσεών τους απέκτησαν ξαφνικά ένα νέο σύμμαχο: το Πεκίνο...

Ο ρόλος «κλειδί» του Πεκίνου στο χρέος - μαμούθ των Αμερικανών

Το 2008 οι Κινέζοι επενδυτές και ιδιαίτερα η κεντρική τράπεζα της χώρας έγιναν ο μεγαλύτερος κάτοχος αμερικανικών αξιόγραφων στον πλανήτη, αυξάνοντας τη συμμετοχή τους κατά 15% σε σχεδόν 700 δισ. δολάρια.

Οι ξένοι επενδυτές κατέχουν πλέον 3 τρισ. δολάρια σε κρατικά έντοκα γραμμάτια - περισσότερο από τα μισά που είναι δημόσια διαθέσιμα. Το επίπεδο ζήτησης από την Κίνα εξαρτάται άμεσα από την «υγεία» του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Οσο λιγότερα «made in China» προϊόντα αγοράζουν οι Αμερικανοί καταναλωτές τόσο λιγότερα δολάρια θα επενδύουν στις ΗΠΑ οι Κινέζοι.

Ωστόσο η τάση της Κίνας να επενδύει δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Για παράδειγμα, από τον Ιούνιο του 2008 η Κίνα προχώρησε για πρώτη φορά σε πωλήσεις τον Νοέμβριο του περασμένου έτους (9,2 δισ. δολάρια) για να προχωρήσει όμως και πάλι σε αγορές τον Δεκέμβριο.

Αν και επίσημα η Κίνα παραμένει «δεσμευμένη» στην αμερικανική αγορά αξιογράφων, ο Λούο Πινγκ, ανώτατος αξιωματούχος της China Banking Regulatory Commission (CBRC), δήλωσε πρόσφατα από τη Νέα Υόρκη:

«Τα αμερικανικά ομόλογα είναι ένα ασφαλές καταφύγιο. Είναι η μοναδική επιλογή. Από τη στιγμή που θέσατε όμως σε κυκλοφορία 1 με 2 τρισ. δολάρια ξέραμε ότι το νόμισμά σας επρόκειτο να υποτιμηθεί.

Γι’ αυτό λοιπόν σας μισούμε κύριοι, αλλά δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνουμε»...

Η Κίνα και το δολάριο

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 28/02-02/03/2009)