Η15η Σεπτεμβρίου του 2008 είναι ήδη μια σημαδεμένη σελίδα στο ημερολόγιο της παγκόσμιας ιστορίας. Είναι η ημέρα όπου στη Μέκκα του καπιταλισμού, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αρνείται να σώσει από τη χρεοκοπία τη Λίμαν Μπράδερς, ανοίγοντας έτσι την πόρτα σε μια αλυσιδωτή κρίση παρόμοια αυτής του 1929. Όμως, αντίθετα με τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι απεριόριστες πηγές ενέργειας που τροφοδοτούν την ατμομηχανή της ανάπτυξης δεν είναι πια εδώ.

Η15η Σεπτεμβρίου του 2008 είναι ήδη μια σημαδεμένη σελίδα στο ημερολόγιο της παγκόσμιας ιστορίας. Είναι η ημέρα όπου στη Μέκκα του καπιταλισμού, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αρνείται να σώσει από τη χρεοκοπία τη Λίμαν Μπράδερς, ανοίγοντας έτσι την πόρτα σε μια αλυσιδωτή κρίση παρόμοια αυτής του 1929. Όμως, αντίθετα με τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι απεριόριστες πηγές ενέργειας που τροφοδοτούν την ατμομηχανή της ανάπτυξης δεν είναι πια εδώ. Με το πετρέλαιο να τελειώνει και τις τιμές του να παραλογίζονται και με την πυρηνική ενέργεια να έχει χάσειμετά το Τσερνόμπιλ- την αξιοπιστία της, το μοντέλο της υπερπαραγωγής- για να μείνει όρθιο το ποδήλατοφτάνει στα όριά του. Κατά παράδοξο τρόπο, η οικολογική κρίση προστίθεται στην κρίση του βιομηχανισμού και ξαναγυρίζει ως κρίση των βασικών αγαθών.

Τα επισφαλή δάνεια, το πλαστικό χρήμα, η οικονομία του καζίνου, οι εξωλογιστικές συναλλαγές, τα σύνθετα χρηματιστηριακά ομόλογα, το παιχνίδι των τραπεζών με τα επιτόκια, δεν είναι παρά τα επιφαινόμενα μιας κρίσης που είχε προαναγγελθεί, αν και λίγοι ήταν εκείνοι που τολμούσαν δημόσια να το παραδεχθούν. Ήταν η κρίση της πραγματικής οικονομίας στην πιο υλική της εκδοχή: στην παραγωγή της ενέργειας και των διατροφικών πόρων, στη διανομή των εισοδημάτων, στο σύστημα της εργασίας. Η υλική φτώχεια έχει προηγηθεί της νομισματικής.

Το μεταπολεμικό μοντέλο, αυτό που ονομάστηκε «φορντισμός», είχε υποσχεθεί στους Αμερικανούς (και όχι μόνο) εργαζομένους την επάρκεια σε δύο βαριά και συμβολικά αγαθά: την κατοικία και το αυτοκίνητο. Το πρώτο φάνηκε να καταρρέει κάτω από το βάρος ενός υπέρμετρου δανεισμού, που με τη σειρά του και υπό το καθεστώς των μειωμένων φόρων οδήγησε και στην κρατική υπερχρέωση. Το δεύτερο, ήταν το πρώτο θύμα στην αλυσίδα ενός βιομηχανικού συστήματος που είχε βασιστεί σε δύο επισφαλείς παραδοχές: την υψηλή αγοραστική δύναμη και τα φτηνά καύσιμα. Η κατάρρευση ενός και μόνο κρίκου της αλυσίδας Η ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ θα πρέπει να προωθεί ένα μοντέλο που θα περιορίζει την κερδοσκοπία, θα προκρίνει μορφές παραγωγής εντάσεως εργασίας (και όχι κεφαλαίου) και θα είναι προσανατολισμένο στην «πράσινη οικονομία» ήταν ικανή να παρασύρει στο σύνολό της την αλληλοεξαρτώμενη και εύθραυστη, όπως αποδείχθηκε, παγκόσμια οικονομία. Η απάντηση δεν είναι, βέβαια, περισσότερη παγκοσμιοποίηση. Ούτε όμως και επιστροφή σ΄ ένα οικονομικό πεδίο που ρυθμίζεται από την περιορισμένη πολιτική οντότητα που λέγεται εθνικό κράτος. Στην εποχή μας, ούτε οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας ούτε τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης μπορούν να περιφρουρηθούν από τα εθνικά σύνορα, τη στιγμή που οι εργασιακές σχέσεις είναι παγκοσμιοποιημένες. Η ιδέα μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης που θα επιβάλει τους αναγκαίους συμβιβασμούς είναι εξ ίσου ουτοπική. Έτσι, το πολιτικό πεδίο των αποφάσεων για το μοντέλο ανάπτυξης και τις εργασιακές σχέσεις στις αμέσως επόμενες δεκαετίες, θα είναι εκ των πραγμάτων σε κλίμακα ηπειρωτική (δηλαδή, ούτε παγκόσμια ούτε εθνική). Στην περίπτωση αυτή, τα ομοσπονδιακά κράτη (ΗΠΑ, Ινδία, Κίνα) θα έχουν πλεονέκτημα. Το ίδιο και η Ευρώπη στον βαθμό που θα περιορίσει τη διάβρωση την οποία προξενούν τα κινήματα της «εθνικής κυριαρχίας».

Μια απλή ανάλυση της κρίσης μπορεί, επομένως, να οδηγήσει σε στρατηγικές ανάκαμψης, μόνο στον βαθμό που θα αφοπλίσει τους παράγοντες που την δημιούργησαν. Αναγκαστικά, η στρατηγική αυτή θα πρέπει να προωθεί ένα μοντέλο που θα περιορίζει την κερδοσκοπία πάνω στις ψευδεπίγραφες ανάγκες, θα προκρίνει μορφές παραγωγής εντάσεως εργασίας (και όχι κεφαλαίου) και θα είναι προσανατολισμένο στην «πράσινη οικονομία», με αιχμή την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών.

Βέβαια, περιττό να πούμε πως η «οικολογική επανάσταση» με μια βαριά φορολογία πάνω στις εκπομπές και την αναθεώρηση της «γεωργίας των πρωτεϊνών» μοιάζει το ίδιο δύσκολη να πετύχει όσο και ο «μεγάλος μετασχηματισμός» του Ρούσβελτ ή της σοσιαλδημοκρατίας στη δεκαετία του ΄30. Τότε, δηλαδή, που πήραν τη σκυτάλη και κυριάρχησαν τα ολοκληρωτικά διευθυντικά καθεστώτα, ο φασισμός και ο σταλινισμός. Μένει να δούμε αν η σοσιαλδημοκρατία του 2010 μπορεί να αδράξει την ευκαιρία που της προσέφερε ο ανεύθυνος φιλελευθερισμός.

(Ο κ. Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι πρώην υφυπουργός- από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ", 06/03/2009)