Οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας δεν ανέκυψαν με την πρόσφατη οικονομική κρίση. Είναι διαχρονικές, χιλιοειπωμένες και άρρηκτα συνυφασμένες με την σαθρή δομή του Ελληνικού Δημοσίου και του κομματικού Κράτους. Κανένα από τα πολιτικά κόμματα που διαχειρίσθηκαν την τύχη του τόπου τις τελευταίες δεκαετίες δεν μπόρεσε αποτελεσματικά να αντιμετωπίσει τα κακώς κείμενα.
Οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας δεν ανέκυψαν με την πρόσφατη οικονομική κρίση. Είναι διαχρονικές, χιλιοειπωμένες και άρρηκτα συνυφασμένες με την σαθρή δομή του Ελληνικού Δημοσίου και του κομματικού Κράτους.

Κανένα από τα πολιτικά κόμματα που διαχειρίσθηκαν την τύχη του τόπου τις τελευταίες δεκαετίες δεν μπόρεσε αποτελεσματικά να αντιμετωπίσει τα κακώς κείμενα. Συστηματικά έκρυβαν τα προβλήματα κάτω από το χαλί και υπέκυπταν στις εκάστοτε κομματικές επιθυμίες. Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες ήταν ελάχιστες και βραχύβιες. Δεν μπόρεσαν δε να αποδώσουν, καθώς πνίγηκαν από την ευρύτερη κακοδιαχείριση. Έτσι, τα ελλείμματα διαρκώς αυξάνονταν και τα χρέη διογκώνονταν.

Η κοινωνική πολιτική με δανεικά, η δημιουργία στρατού δημοσίων υπαλλήλων, η ενθάρρυνση της διαφθοράς και η αλόγιστη σπάταλη των χρημάτων των φορολογουμένων, αποτελούν κάποιους από τους λόγους της υπερχρέωσης και εξασθένισης του Κράτους. Η μη απόδοση των πολιτικών ευθυνών και η μετάθεση των προβλημάτων στο μέλλον δημιούργησε ένα καθεστώς απόλυτης αυθαιρεσίας, οι επιπτώσεις του οποίου καθρεφτίζονται σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας.

Σήμερα, η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο. Όποιος πολιτικός το αρνείται, βλάπτει την ίδια την χώρα. Και αν κάποτε τα κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν την δυνατότητα να ασκούν κριτική και να υπόσχονται την εφαρμογή αποτελεσματικών πολιτικών, δεν έχουν πλέον αυτή την δυνατότητα. Δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε πειραματισμών, ούτε λεονταρισμών. Όχι επειδή μας περιορίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά διότι είμαστε υπερχρεωμένοι και έχουμε απολέσει την έξωθεν καλή μαρτυρία.

Η οικονομία είναι εθνική υπόθεση. Έχει αντίκτυπο στην κοινωνική ειρήνη και ευημερία. Στην καθημερινότητα του πολίτη, στην ασφάλειά του και στην ικανοποίηση στοιχειωδών αναγκών. Αν δεν υπάρξουν αποτελεσματικές λύσεις οι επιπτώσεις θα είναι επώδυνες. Οι δε διαβεβαιώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι κανένα κράτος της Ευρωζώνης δεν θα αφεθεί στην τύχη του, δεν αποτελούν δικαιολογία για εφησυχασμό.

Η Ελλάδα του ευρώ το 2009 δανείζεται πληρώνοντας επιτόκιο 6,13%, ήτοι με όρους δανεισμού 1999, όταν είχε για εθνικό νόμισμα την δραχμή. Αυτό οφείλεται στην κακή δημοσιονομική κατάσταση που προκαλεί αφ’ ενός την δυσπιστία των επενδυτών και αφ’ ετέρου επιτρέπει σε κάποιους να κερδοσκοπούν εις βάρος της Ελλάδας. Και όταν ο μεσοπρόθεσμος δανεισμός ενός κράτους γίνεται με επιτόκια που ξεπερνούν μονίμως το 5%, ουσιαστικά οδηγείται σε οικονομική εξουθένωση.

Εφέτος θα δανεισθούμε κατ’ ελάχιστο 44 δις ευρώ, εκ των οποίων τα 12 δις ευρώ θα δοθούν για την πληρωμή τόκων. Το χρέος, σε απόλυτα νούμερα, από 135,8 δις ευρώ το 1999 ανήλθε σε 262 δις ευρώ το 2008. Σε ποσοστό του ΑΕΠ ξεπερνά σήμερα το 106%. Και αν στο παρελθόν χρειάσθηκαν δέκα χρόνια για να διπλασιασθεί το δημόσιο χρέος, πλέον αναγκαζόμαστε να δανειζόμαστε σε ετήσια βάση το 1/5 του συνολικού μας χρέους. Δηλαδή η επέκταση του δανεισμού είναι εκτός ελέγχου.

Η Κυβέρνηση έχει αντιληφθεί ότι τα πράγματα είναι σε τόσο οριακό σημείο που απαιτείται εθνική συνεννόηση. Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν απαιτούν το μίνιμουμ της κοινωνικής συναίνεσης. Ο Πρωθυπουργός έθεσε στους πολιτικούς αρχηγούς ένα πλαίσιο έξι σημείων, προκειμένου να χαραχθεί ενιαία στρατηγική εξόδου από την κρίση. Όχι για να αποτρέψει την κρίση, αλλά για να περιορισθούν όσο γίνεται οι επιπτώσεις της.

Η κίνηση αυτή έγινε μεν καθυστερημένα, ωστόσο εκδηλώθηκε καίρια χρονική στιγμή. Ουσιαστικά αποτελεί μια παραδοχή ότι κανείς, ούτε η Κυβέρνηση, ούτε τα κόμμα, ούτε οι κοινωνικοί φορείς απομονωμένοι, δεν μπορούν να δώσουν λύσεις στα σωρευμένα επί δεκαετίες προβλήματα. Δεν αποτελεί δε παγκόσμια πρωτοτυπία. Διεθνώς, όλες οι κυβερνήσεις, έχουν απευθύνει αντίστοιχες εκκλήσεις για συμπράξεις, καθώς έχει διαπιστωθεί πως η ένταση της κρίσης δεν μπορεί να προβλεφθεί ή να αντιμετωπιστεί συμβατικά.

Εν τούτοις, την κρίσιμη αυτή ώρα που πρέπει να ληφθούν υπεύθυνες αποφάσεις, τα κόμματα αναλίσκονται σε μικροκομματικά παιχνίδια και στείρες αντιπαραθέσεις. Κάνουν άκαιρες αναφορές στο παρελθόν, προσπαθούν να επιμερίσουν το κακό και δυστυχώς δεν αναλαμβάνουν τις ίδιες τους τις ευθύνες. Η πόλωση εξακολουθεί να αποτελεί επιδίωξη των κομμάτων και των μηχανισμών που τα υπηρετούν. Αντί το ενδιαφέρον να επικεντρωθεί στην οχύρωση της χώρας από την διεθνή αναταραχή, εστιάζεται σε θέματα χαμηλής πολιτικής που διαιρούν και δεν συνθέτουν.

Κάποια κέντρα επενδύουν στην κοινωνική ανησυχία, υποδαυλίζουν την αβεβαιότητα που προκαλεί η κρίση και ενθαρρύνουν την κοινωνική αναταραχή. Αποβλέπουν ουσιαστικά στην αποσταθεροποίηση για να κομίσουν πολιτικά και οικονομικά οφέλη. Παραβλέπουν όμως το γεγονός ότι ακόμη και αν πρόσκαιρα ικανοποιηθούν οι στόχοι τους, τελικά θα κληθούν να διαχειρισθούν και να αντιμετωπίσουν την ίδια ή και χειρότερη κατάσταση.

Σήμερα όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές παρατάξεις υποτιμούν την νοημοσύνη των πολιτών και παρουσιάζονται κατώτερες των περιστάσεων. Ξεχνούν δε την συνταγματική επιταγή ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό και υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους. Σε κάθε περίπτωση η προστασία της χώρας απαιτεί εθνική συνεννόηση και διακομματική σύμπραξη. Δεν χωρούν πολιτικοί εγωισμοί και μικροπολιτικές επιδιώξεις.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 09/03/2009)