Η Κρίση που Έρχεται

Ενώ στις αναπτυγμένες χώρες η παγκόσμια, συνολική πλέον, κρίση έχει εξελιχθεί σε σοβαρή ύφεση, στην Ελλάδα δεν είδαμε ακόμα τα χειρότερα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ελληνική οικονομία διαφέρει αισθητά, από πλευράς δομών, από τις αντίστοιχες οικονομίες οι οποίες έχουν αναπτυγμένες βιομηχανικές διαρθρώσεις και τραπεζικά συστήματα με προωθημένη ενσωμάτωση στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.
του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Πεμ, 12 Μαρτίου 2009 - 10:39
Ενώ στις αναπτυγμένες χώρες η παγκόσμια, συνολική πλέον, κρίση έχει εξελιχθεί σε σοβαρή ύφεση, στην Ελλάδα δεν είδαμε ακόμα τα χειρότερα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ελληνική οικονομία διαφέρει αισθητά, από πλευράς δομών, από τις αντίστοιχες οικονομίες οι οποίες έχουν αναπτυγμένες βιομηχανικές διαρθρώσεις και τραπεζικά συστήματα με προωθημένη ενσωμάτωση στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.

Στην Ελλάδα, το 72% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) μας παράγεται από την ναυτιλία, τον τουρισμό, τις κοινοτικές επιδοτήσεις και τις διάφορες τραπεζικές, εμπορικές, ασφαλιστικές, ιατρικές και άλλες υπηρεσίες. Η βιομηχανία, και η μεταποίηση γενικότερα, μαζί με την γεωργία καλύπτουν το 28% περίπου του ΑΕΠ μας, ενώ στις αναπτυγμένες χώρες, όπως και στις αναπτυσσόμενες –Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Ρωσία– τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται από 30% έως 50%. Επίσης, ευτυχώς, στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ πραγματική βαρειά βιομηχανία –τομέας ο οποίος, σε περιπτώσεις κρίσεων, αποτελεί την σημαντικότερη πηγή ανεργίας.

Ας μην ξεχνάμε ότι σε Δυτική Ευρώπη και Αμερική, οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις, του 1973 και του 1979, έπληξαν κυρίως τις χαλυβουργίες, τα ορυχεία, την αυτοκινητοβιομηχανία και γενικώς τις ενεργειοβόρες μεταποιητικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, οι κρίσεις αυτές υπήρξαν και αφυπνιστικές, διότι οδήγησαν τις πληττόμενες χώρες –με πρώτη την Αμερική– στο να πραγματοποιήσουν εντυπωσιακούς παραγωγικούς μετασχηματισμούς και να προσανατολισθούν προς δραστηριότητες οι οποίες έχουν ως πρώτη ύλη την ευφυΐα και την νεωτεριστική δημιουργία.

Έτσι, μέσα σε είκοσι χρόνια, πληροφορική και τηλεπικοινωνίες έγιναν κορυφαίες παγκόσμιες παραγωγικές δραστηριότητες και εκτόπισαν την βαρειά βιομηχανία σε χαμηλότερες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη των παραγωγικών τομέων. Ταυτοχρόνως, από το 1975 είχε αρχίσει και η σταδιακή απελευθέρωση του παγκοσμίου χρηματοοικονομικού συστήματος. Πρώτον, διότι ο πακτωλός των πετροδολλαρίων αναζητούσε αποδόσεις και, δεύτερον, διότι οι ΗΠΑ έπρεπε να χρηματοδοτούν τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Στην διάρκεια της δεκαετίας τού ’80, οι παγκόσμιες χρηματοοικονομικές ροές απέκτησαν τεράστιες διαστάσεις και μέσα σε μία δεκαετία έφθασαν να ξεπερνούν είκοσι και πλέον φορές το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών. Πλησιάζουν δε, περί τα μέσα της δεκαετίας τού ’90, τα 900 τρισ. δολλάρια!

Όμως, οι ροές αυτές ήσαν σε μεγάλο βαθμό χορηγούμενες πιστώσεις για την απόκτηση στοιχείων ενεργητικού, γεγονός στο οποίο οι Κεντρικές Τράπεζες δεν έδωσαν την δέουσα προσοχή, ή και υποτίμησαν, πιστεύοντας ότι οι αγορές αργά ή γρήγορα επανέρχονται σε κατάσταση ισορροπίας. Η συλλογιστική αυτή ισχύει, έως ένα βαθμό, στην πραγματική οικονομία, όπου οι κανόνες προσφοράς και ζητήσεως λειτουργούν. Στον κόσμο, όμως, των χρηματοπιστωτικών στοιχείων ενεργητικού δεν συμβαίνει το ίδιο. Τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία ενεργητικού αποτελούν ύλη προσδιορισμού της αξίας του πλούτου. Όταν, λοιπόν, οι τιμές τους ανεβαίνουν, η ζήτηση αυξάνεται. Έτσι, όλως παραδόξως, αυτή η δημιουργία αξίας δημιουργεί συνολικά και ζήτηση. Όπως λέει και ο Γάλλος καθηγητής Μισέλ Αλιεττά, δεν υπάρχει κορεσμός από τον αφηρημένο πλουτισμό, τον πλουτισμό κατά καθαρή αξία. Οι άνθρωποι τον φαντάζονται και τον θέλουν απεριόριστο. Θέλουν, από απληστία, απεριόριστο πλούτο –φαινόμενο οδυνηρό για την οικονομική λειτουργία. Αυτό, εξάλλου, επαληθεύεται μέχρι κεραίας από την οξύτητα της παρούσας κρίσεως.

Στην μεταπρατική και κρατικώς ελεγχόμενη ελληνική οικονομία, οι εξελίξεις που παρατηρήθηκαν στις αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες δεν είχαν το ίδιο βάρος. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, μέχρι και στις αρχές της δεκαετίας τού ’90, ήταν κρατικώς ελεγχόμενο και η οικονομία στηριζόταν στην ναυτιλία, τον τουρισμό, τους άδηλους πόρους και τις κοινοτικές μεταβιβάσεις.

Επίσης, την περίοδο της πασοκικής διακυβερνήσεως (1982-1990), ο υπέρμετρος εξωτερικός δανεισμός κάλυπτε σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ και αναπλήρωνε τις απώλειες από την υποχωρούσα ελληνική βιομηχανία. Παράλληλα, η παραοικονομία αντιπροσώπευε περί το 40% του επίσημου ΑΕΠ και, έως έναν βαθμό, απορροφούσε κοινωνικούς τριγμούς. Από πλευράς απασχολήσεως, το κράτος και οι επιχειρήσεις του ήσαν ο μεγαλύτερος εργοδότης, ο οποίος επεβίωνε χάρη στην άνοδο του δημοσίου χρέους και στις διάφορες κοινοτικές επιδοτήσεις. Όσο για την παραοικονομία, τροφοδοτούσε την κερδοσκοπία και την απληστία στην γη, και γενικώς στα ακίνητα –οι τιμές των οποίων σε κάποιες περιοχές μόνον ως παρανοϊκές μπορούν να χαρακτηρισθούν.

Όλες αυτές οι καταστάσεις έχουν ημερομηνία λήξεως. Η χώρα διέρχεται μία σοβαρότατη μακροοικονομική κρίση και, αν δεν είχε εισέλθει στην ευρωζώνη, σήμερα θα τελούσε υπό χρεωκοπία. Ο ελληνικός τουρισμός θα γνωρίσει σοβαρή κάμψη, όπως και η ναυτιλία, η δε παραοικονομία θα μπει και αυτή σε ύφεση, κυρίως λόγω της επερχόμενης σοβαρής κρίσεως και στην κτηματαγορά. Οι πιστώσεις ήδη περιορίζονται και οι οριακές επιχειρήσεις είναι καταδικασμένες.

Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, η κρίση θα εμφανισθεί για τα καλά στην Ελλάδα το προσεχές φθινόπωρο και όλα δείχνουν ότι θα επιδεινωθεί το 2010. Στον βαθμό δε που καμμία πολιτική εξουσία δεν είναι πρόθυμη να αναλάβει το κόστος για ριζικές μεταρρυθμίσεις, η χώρα θα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις άλλες χώρες μέλη της ευρωζώνης και, ίσως, τελικά αυτοαποβληθεί από αυτήν. Από την κρίση, δηλαδή, δεν έχουμε δει ακόμη τίποτε…

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 10/03/2009)