Ανάπτυξη με Βάση την Ενέργεια

Μέσα στην γενικευμένη ατμόσφαιρα απογοήτευσης και καταστροφολογίας που τείνει να επικρατήσει, συνέπεια της ολοένα επεκτεινόμενης διεθνούς οικονομικής κρίσης, είναι απαραίτητο να εντοπίζουμε σανίδες σωτηρίας και σημεία αναφοράς. Όπως ο ναυαγός όταν καταφέρει να αντικρίσει επιτέλους την στεριά οριοθετεί κάποια σημεία, τα οποία στην συνέχεια θα τον βοηθήσουν να φθάσει με ασφάλεια στη στεριά.
Energia.gr
Τετ, 18 Μαρτίου 2009 - 15:51
Μέσα στην γενικευμένη ατμόσφαιρα απογοήτευσης και καταστροφολογίας που τείνει να επικρατήσει, συνέπεια της ολοένα επεκτεινόμενης διεθνούς οικονομικής κρίσης, είναι απαραίτητο να εντοπίζουμε σανίδες σωτηρίας και σημεία αναφοράς. Όπως ο ναυαγός όταν καταφέρει να αντικρίσει επιτέλους την στεριά οριοθετεί κάποια σημεία, τα οποία στην συνέχεια θα τον βοηθήσουν να φθάσει με ασφάλεια στη στεριά. Στην προκειμένη περίπτωση ο ασφαλής προορισμός δεν μπορεί να είναι άλλος από την ομαλότητα της λειτουργίας των αγορών και την επιστροφή στην αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας.

Το πρώτο, δηλαδή η ομαλή λειτουργία των αγορών, αποκαθίσταται ίσως πιο εύκολα γιατί όλοι, από την κυβέρνηση μέχρι τις τράπεζες και τις μεγάλες εταιρείες, έχουν κάποια κοινά συμφέροντα. Από την άλλη πλευρά η αποκατάσταση της αναπτυξιακής διάστασης στην οικονομία είναι μία πολύ πιο δύσκολη υπόθεση γιατί προϋποθέτει μία κοινή πίστη ότι το μέλλον μπορεί να είναι καλύτερο από το σήμερα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποφασίσουμε εκταμιεύσεις σήμερα για την εξασφάλιση μελλοντικών αναγκών. Και ασφαλώς κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο, εάν όχι ακατόρθωτο, γιατί πολύ δύσκολα πείθεις κάποιον, ο οποίος έχει αποκτήσει πλέον μία ανασφάλεια για το σήμερα ότι αύριο τα πράγματα θα βελτιωθούν και άρα τον συμφέρει να επενδύσει σε ένα καλύτερο μέλλον.

Όμως, όσο και αν ακούγεται παράξενο, η ενέργεια παραμένει ένας από τους ελάχιστους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας όπου αυτό ακριβώς συμβαίνει, με τις μελλοντικές προοπτικές να εμφανίζονται θετικές. Γιατί οι επενδύσεις σχεδόν σε όλες τις δραστηριότητες του ενεργειακού τομέα χαρακτηρίζονται από υψηλές κεφαλαιουχικές δαπάνες και η οικονομική τους απόδοση και κερδοφορία εξασφαλίζεται μόνο σε μακροχρόνια βάση. Επιπλέον, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό της η ενεργειακή ζήτηση εμφανίζεται ανελαστική. Άρα η πίστη, ή εάν επιθυμείται η δέσμευση, προς το μέλλον αποτελεί εξ ορισμού απαραίτητη προϋπόθεση.    

Στην χώρα μας, η οποία κατά κοινή ομολογία έχει πληγεί πολύ λιγότερο από την διεθνή κρίση σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης, ο ενεργειακός κλάδος παρουσιάζει μία έντονη, αλλά όχι ανεξήγητη, κινητικότητα. Νέοι ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί, κυρίως από ανεξάρτητους παραγωγούς, συνολικής εγκατεστημένης ισχύος περίπου 2.600 MW είναι ήδη υπό κατασκευή και θα αρχίσουν να εντάσσονται στο σύστημα σταδιακά από το 2010 και μετά, νέα αιολικά πάρκα και φωτοβολταϊκοί σταθμοί ισχύος άνω των 2.000 MW ευρίσκονται στο τελικό στάδιο αδειοδότησης με προοπτικές εγκατάστασης μέχρι το 2012, ενώ και στον πετρελαϊκό τομέα προχωρούν αξιόλογες επενδύσεις των ΕΛΠΕ και ΜΟΤΟΡΟΙΛ στην διύλιση και από την Kavala Oil στην έρευνα και παραγωγή στον Πρίνο. Επίσης προχωρούν, από τη ΔΕΣΦΑ και τις ΕΠΑ, επενδύσεις στο φυσικό αέριο με την κατασκευή νέων αγωγών και περιφερειακών δικτύων αλλά και την επέκταση των δικτύων πόλεων.

Ακόμα το ΥΠΑΝ μέσω στοχευμένων δράσεων στον τομέα εξοικονόμησης ενέργειας προωθεί άμεσα επενδύσεις στον κτιριακό χώρο σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης και πολύ σύντομα θα ανακοινωθούν αντίστοιχες δράσεις για την ιδιόκτητη κατοικία.

Ένας πρόχειρος υπολογισμός δείχνει ότι στην μικρή σχετικά οικονομία της χώρας μας γύρω στα 1.5 – 2.0 δισεκατομμύρια ευρώ θα επενδύονται συνολικά κάθε χρόνο στην ενέργεια για τα επόμενα πέντε χρόνια. Δηλαδή όχι και τόσο άσχημα εάν αναλογισθούμε για μία στιγμή ότι διανύουμε περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης όπου παντού γύρω μας τα πάντα δείχνουν να έχουν παγώσει.

Άμεσο αποτέλεσμα των ενεργειακών επενδύσεων στην χώρα μας είναι όχι μόνο η τόνωση του οικονομικού ενδιαφέροντος αλλά και η διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας καθώς και η δημιουργία νέων, περί τις 2.500 – 3.000 νέες θέσεις εργασίας κατ’ έτος. Σε έναν τομέα που απασχολεί περί τα 75.000 άτομα και ευθύνεται για το 14% του ΑΕΠ η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας εν μέσω κρίσεως αποτελεί όχι απλώς επιτυχία αλλά παράδειγμα προς μελέτη και ανάλυση μήπως και μπορέσουν και άλλοι κλάδοι, με λιγότερο αυτοπεποίθηση και προοπτικές       να επωφεληθούν.