Το Ενεργειακό Μίγμα

Σ’ ένα πρόσφατο διεθνές ενεργειακό συνέδριο όπου μεταξύ άλλων παρουσιάσθηκαν και σχολιάσθηκαν τα ενεργειακά ισοζύγια των κυριότερων ευρωπαϊκών χωρών, η χώρα μας πήρε τους χειρότερους βαθμούς ως προς την σύνθεση του ενεργειακού της μίγματος. Το οποίο ως γνωστό κυριαρχείται από το πετρέλαιο σε ποσοστό 58% επί της τελικής κατανάλωσης (στοιχεία Eurostat για 2006, gross inland energy consumption by fuel).
Energia.gr
Πεμ, 9 Απριλίου 2009 - 12:07
Σ’ ένα πρόσφατο διεθνές ενεργειακό συνέδριο όπου μεταξύ άλλων παρουσιάσθηκαν και σχολιάσθηκαν τα ενεργειακά ισοζύγια των κυριότερων ευρωπαϊκών χωρών, η χώρα μας πήρε τους χειρότερους βαθμούς ως προς την σύνθεση του ενεργειακού της μίγματος. Το οποίο ως γνωστό κυριαρχείται από το πετρέλαιο σε ποσοστό 58% επί της τελικής κατανάλωσης (στοιχεία Eurostat για 2006, gross inland energy consumption by fuel). Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι τα τελευταία 12 χρόνια (1995–2006) το ποσοστό αυτό δεν έχει αλλάξει ενώ παράλληλα η κατανάλωση πετρελαίου σε απόλυτα νούμερα έχει αυξηθεί σημαντικά, από τους 14,0 εκατ. τόνους το 1995 στους 18,2 εκατ. τόνους το 2006 με την Ελλάδα να χρεώνεται σχεδόν το 5,0% του ΑΕΠ της για εισαγωγές πετρελαίου.

Εάν δε προσθέσουμε και το φυσικό αέριο, το οποίο ισοδυναμεί στο 9.0% του ενεργειακού ισοζυγίου (στοιχεία Eurostat 2006), τότε το συνολικό ποσοστό από υδρογονάνθρακες ισοδυναμεί στο 67% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης της χώρας. Και εάν σκεφθούμε ότι το 99,9% των υδρογονανθράκων που καταναλώνονται στην Ελλάδα είναι εισαγόμενοι τότε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο βαθμός ενεργειακής εξάρτησης της Ελλάδος, στο 72,0% είναι από τους υψηλότερους στην Ε. Ένωση.

Σε ότι δε αφορά τις ΑΠΕ, για τις όποιες τελευταία κυριολεκτικά κόπτονται οι ηγεσίες και των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων, το ποσοστό τους παραμένει τραγικά περιθωριακό στο 6,0% επί του συνολικού μίγματος, ενός ποσοστού το οποίο περιλαμβάνει και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά φράγματα. Τώρα το πώς από το 6% θα πάμε στο 18% μέχρι το 2020, όπως επιβάλλει πλέον η νέα Οδηγία της Κομισιόν, αυτό ανάγεται στα Ελληνικά μυστήρια.

Είναι κοινά αποδεκτή, από τις κυβερνήσεις όλων των προηγμένων χωρών, η ανάγκη για διαφοροποίηση το ενεργειακού ισοζυγίου ώστε η ενεργειακή οικονομία ενός κράτους να μην εξαρτάται από μία μόνο ενεργειακή πηγή. Για αυτό και προωθούνται τελευταία σε επίπεδο Ε. Ένωσης οι ΑΠΕ, η πυρηνική ενέργεια, η εγχώρια παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, η εξοικονόμηση ενέργειας ακόμη και ο λιθάνθρακας.

Μόνο στην Ελλάδα αποφεύγεται ολότελα, και αρκετά ύποπτα θα παρατηρούσαμε, η οποιαδήποτε συζήτηση για την ανάγκη διαφοροποίησης του ενεργειακού μίγματος. Οι αυξανόμενες εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου σίγουρα δεν μπορούν να αποτελέσουν λύση σε μακροπρόθεσμη βάση και είναι ουτοπία να πιστεύουμε ότι με τους χαλαρούς ρυθμούς που κινούμαστε στις ΑΠΕ θα καταφέρουμε κάποτε να ξεφύγει το ποσοστό τους από την σημερινή μίζερη μονοψήφια κατάσταση.



Όμως το ενεργειακό μίγμα μιας χώρας δεν μπορεί ν’ αλλάξει σύνθεση από την μία μέρα στην άλλη, αφού απαιτείται πολιτική δέσμευση σε μακροχρόνια βάση. Κάτι που αδυνατούν εντελώς να καταλάβουν οι πολιτικοί μας κρίνοντας από την επιφανειακή και επιπόλαιη μέχρι σήμερα αντιμετώπισή τους απέναντι στο Συμβούλιο Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (ΣΕΕΣ), το οποίο και έχει ορισθεί από την πολιτεία ως το κατεξοχήν υπεύθυνο όργανο για την χάραξη της μακροχρόνιας ενεργειακής στρατηγικής της χώρας. Την σημερινή δε αδυναμία μας ν’ αποφασίσουμε για μία γενναία διαφοροποίηση του ενεργειακού μας μίγματος, με όσο το δυνατόν ισόρροπη συμμετοχή σε αυτό όλων των μορφών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης και της πυρηνικής, θα την πληρώσουμε ακριβά σε λίγα χρόνια όταν η χώρα θα έχει καταστεί απόλυτα δέσμια, σε ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό από το σημερινό, από τους εισαγόμενους υδρογονάνθρακες. Και εάν όλος ο υπόλοιπος κόσμος για λόγους ενεργειακής ασφάλειας προσπαθεί με κάθε τρόπο να μειώσει την συμμετοχή του πετρελαίου στο ενεργειακό μίγμα εμείς πράττουμε ακριβώς το αντίθετο. Μία ανεξήγητη εκ πρώτης όψεως στάση πλην όμως απόλυτα κατανοητή εάν την συνδυάσουμε με όλα τ’ άλλα παράλογα και στραβά που συμβαίνουν σε αυτόν τον τόπο.