Η περίοδος της πλαστής ευημερίας που περάσαμε μέσα από μια αλόγιστη υπερκατανάλωση που χρηματοδότησαν τα 15 τελευταία χρόνια οι τράπεζες, η μαύρη οικονομία καθώς και οι υψηλοί και δυσβάστακτοι δανεισμοί του Δημοσίου, τέλειωσε για τη χώρα μας. Ιδιαίτερα για μας, η κρίση είναι περισσότερο συστημική απ' ό,τι στον άλλο κόσμο. Δεν έχει θίξει απλά το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα, αλλά κυρίως τον πυρήνα του οικονομικού μας συστήματος.
Η περίοδος της πλαστής ευημερίας που περάσαμε μέσα από μια αλόγιστη υπερκατανάλωση που χρηματοδότησαν τα 15 τελευταία χρόνια οι τράπεζες, η μαύρη οικονομία καθώς και οι υψηλοί και δυσβάστακτοι δανεισμοί του Δημοσίου, τέλειωσε για τη χώρα μας.

Ιδιαίτερα για μας, η κρίση είναι περισσότερο συστημική απ' ό,τι στον άλλο κόσμο. Δεν έχει θίξει απλά το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα, αλλά κυρίως τον πυρήνα του οικονομικού μας συστήματος. Τίποτα δεν θα είναι πλέον το ίδιο. Οφείλουμε τώρα να συγκροτήσουμε μια χώρα όπου η οικονομία της θα παράγει προϊόντα και όχι δάνεια και χρέη. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Τα γεγονότα τρέχουν, η ιστορία τρέχει πιο γρήγορα από το πολιτικό μας σύστημα και ιδιαίτερα τώρα με τη διεθνή κρίση τρέχει με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα.

Οι εξελίξεις και οι αλλαγές σε όλο τον κόσμο έρχονται και σε μας -θέλουμε δεν θέλουμε- είτε είναι οικονομικές, είτε κοινωνικές, είτε πολιτικές, είτε θεσμικές, είτε εν τέλει πολιτισμικές. Στο βαθμό, λοιπόν, που η κοινωνία μας και το πολιτικό μας σύστημα είτε δεν τις βλέπει, είτε δεν τις ξέρει, είτε τις παραγνωρίζει και τις υποτιμά, η χώρα δεν έχει μόνο ένα ή δύο ελλείμματα (δημοσιονομικό ή ισοζυγίου πληρωμών) αλλά πολλαπλά, τα οποία μάλιστα είναι και σημαντικότερα.

Παρά τις επικοινωνιακές ανησυχίες που ακούγονται στον συγκεχυμένο και υπονομευμένο δημόσιο διάλογο, η δική μου πρόβλεψη είναι ότι, πράγματι, οι παγκόσμιες αλλαγές έρχονται και στη χώρα μας, έρχονται γρήγορα και θα είναι σαρωτικές και καθοριστικές για το μέλλον μας. Ακόμα, όμως, και αν συμφωνήσει κανείς με αυτή τη πρόβλεψη -και πολλοί είτε ειλικρινά είτε υποκριτικά ενδεχομένως συμφωνούν- το κεντρικό ζήτημα είναι το πώς θα αντιμετωπιστούν. Και σε αυτή την αντιμετώπιση επιμένω ότι η κυβέρνηση (όσο και η επικρατούσα αντίληψη), η οποία έχει καθηλώσει τη χώρα σε κατάσταση άπραγου παρατηρητή, βρίσκεται αυτή τη στιγμή αμήχανη και φοβισμένη για το τι πρέπει να πράξει.

Η άτεγκτη σημερινή πραγματικότητα επιβάλλει να συγκροτηθούν πολιτικές ανατροπής της σημερινής κατάστασης και προσαρμογής της χώρας στις σύγχρονες απαιτήσεις, πράγμα όμως που απαιτεί μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς. Η συγκρότηση, όμως, ενός σχεδίου ουσιαστικής αντιμετώπισης της κρίσης έχει ως προϋπόθεση ότι κάποιοι πρέπει να παραιτηθούν από τα αθέμιτα προνόμιά τους υπέρ του μέλλοντος της χώρας, πράγμα όμως που, όπως είναι φυσικό, δεν θέλουν και δεν πρόκειται να κάνουν.

Κατά συνέπεια, αυτές τις ημέρες βρίσκονται προ ενός πολιτικού αδιεξόδου: Ή να περιάγουν τη χώρα σε κατάσταση απολύτου ακινησίας ή ψευδούς κινητικότητας, όπως ήδη κάνουν, και μέσω της εξαγοράς πολιτικού χρόνου και κατασκευής ιδεολογημάτων και επικοινωνιακών μηνυμάτων να προσπαθήσουν να διατηρήσουν τον έλεγχο της κατάστασης όσο πάει, ευελπιστώντας ότι η Θεία Πρόνοια θα επαναφέρει ενδεχομένως κάποια στιγμή τα πράγματα στην προ της οικονομικής κρίσης κατάσταση.

Ή, και το χειρότερο, να προβάλλουν λογικές ακατανοησίας και άμβλυνσης των υποχρεώσεων και των δεσμεύσεων της χώρας μας που προκύπτουν από τις συνθήκες συμμετοχής μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην ευρωζώνη. Στη σκέψη αυτή οδηγούμαι από δύο πράγματα:

Πρώτον, από την ύποπτη σιωπή που εν πολλοίς κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο για τη σημασία της συμμετοχής μας στο ευρώ και για τις οδυνηρές επιπτώσεις που θα είχαμε εάν παραμέναμε στο καθεστώς της δραχμής.

Δεύτερον, από τη συζήτηση που έχει ανοίξει σχετικά με το μέλλον του πολυσυζητημένου Συμφώνου Σταθερότητας.

Στη γενική σύγχυση που επικρατεί στο δημόσιο διάλογο οι πολίτες δυσκολεύονται να διακρίνουν την ουσία των πολιτικών τοποθετήσεων. Για παράδειγμα, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά ότι η υιοθέτηση από τη χώρα μας του ευρώ είναι που στην παρούσα οικονομική κρίση μάς διασώζει από συνεχείς υποτιμήσεις του νομίσματος και από τη χρεοκοπία. Είναι αυτονόητο, όμως, ότι η μη εμμονή στην εφαρμογή των διατάξεων του Συμφώνου Σταθερότητας θα οδηγήσει στη έξοδο από την Ευρωζώνη και την επαναφορά στο παλαιό καθεστώς της δραχμής.

Τα πράγματα είναι απλά. Το Σύμφωνο Σταθερότητας προστατεύει κυρίως τις μικρές και αδύναμες χώρες από τις αυθαιρεσίες και τις υπερβολές των μεγάλων και των οικονομικά δυνατών. Το Σύμφωνο Σταθερότητας καθιερώθηκε για να δεσμεύσει τις μεγάλες χώρες, και όχι τις μικρές. Αντίθετα, προστατεύει τις αδύναμες και χρεωμένες χώρες καθώς και τους μισθωτούς εργαζόμενους.

Αν, για παράδειγμα, οι μεγάλες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, μπορούν να υπερβαίνουν απρόσκοπτα το όριο του 3% του ΑΕΠ στο έλλειμμά τους, η αύξηση των δανειακών αναγκών σε όλη την Ευρώπη θα οδηγεί σε αύξηση των επιτοκίων, την οποία θα πληρώνουν π.χ. όλα τα νοικοκυριά που έχουν πάρει από τις τράπεζες στεγαστικά δάνεια αλλά και όλες οι χώρες σαν την Ελλάδα που έχουν υψηλό δημόσιο χρέος. Γι' αυτό το λόγο, χώρες όπως η Ελλάδα πρέπει να επιμείνουν στη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Συμφώνου, με παράλληλο νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών τους.

Αντιλαμβάνομαι κάποιας μορφής ελαστικότητα στην πιστή τήρησή του σε μια πολύ συγκεκριμένη περίοδο όπως η σημερινή, όχι όμως ως καθεστώς.

Σε αντίθετη περίπτωση, θα αντιμετωπίσουμε την ανελέητη αντίδραση της διεθνούς αγοράς και την πληρωμή ακόμα υψηλότερου κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, το οποίο, επαναλαμβάνω, είναι σήμερα ίσως το μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Πάντα υποστήριζα ότι το δημόσιο χρέος της χώρας είναι χειρίσιμο και δεν θα με ανησυχούσε ιδιαίτερα ακόμα και σε αυτή την περίοδο της κρίσης.

Ομως, το δημόσιο χρέος μαζί με το υπερμέγεθες έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο είναι ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο, αποτελούν το «φονικό» δίδυμο της ελληνικής οικονομίας.

Γι' αυτό, το μείγμα της οικονομικής πολιτικής που θα επιλέξουμε, για να είναι το κατάλληλο, πρέπει να υπακούει πρωτίστως στις αδήριτες οικονομικές πραγματικότητες της χώρας.

Ο Αλέκος Παπαδόπουλος είναι Πρώην υπουργός-βουλευτής Β' Αθηνών του ΠΑΣΟΚ. 

(Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 12/04/2009)