Οι Κληρονόμοι του Φόρτουιν

Όταν εμφανίστηκε η «νέα αριστερά», τη δεκαετία του '60, συνέβη κάτι ακόμα, που θα σημάδευε τις αμερικανικές ελίτ τις επόμενες δεκαετίες: κυριάρχησε η αντίληψη πως η σοσιαλδημοκρατική δυτική Ευρώπη υπερείχε κατά πολύ των καπιταλιστικών Ηνωμένων Πολιτειών. Στα κοκτέιλ πάρτι που γίνονταν στα περιθώρια των επιστημονικών συνεδρίων στην Ευρώπη, οι καημένοι οι Αμερικάνοι καθηγητές ήταν καταδικασμένοι να μετατρέπονται σε «σάκο του μποξ», απολογούμενοι για το τελευταίο όνειδος της χώρας τους: το Βιετνάμ, το Ουοτεργκέιτ, το Ιράκ, το ρατσισμό, τη θανατική καταδίκη, την υγειονομική περίθαλψη. Για ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής αριστεράς, η δυτική Ευρώπη μετατράπηκε -ούτε λίγο, ούτε πολύ- σε σύγχρονη ουτοπία.
του Bruce Bawer
Τρι, 5 Μαΐου 2009 - 10:04

Όταν εμφανίστηκε η «νέα αριστερά», τη δεκαετία του '60, συνέβη κάτι ακόμα, που θα σημάδευε τις αμερικανικές ελίτ τις επόμενες δεκαετίες: κυριάρχησε η αντίληψη πως η σοσιαλδημοκρατική δυτική Ευρώπη υπερείχε κατά πολύ των καπιταλιστικών Ηνωμένων Πολιτειών. Στα κοκτέιλ πάρτι που γίνονταν στα περιθώρια των επιστημονικών συνεδρίων στην Ευρώπη, οι καημένοι οι Αμερικάνοι καθηγητές ήταν καταδικασμένοι να μετατρέπονται σε «σάκο του μποξ», απολογούμενοι για το τελευταίο όνειδος της χώρας τους: το Βιετνάμ, το Ουοτεργκέιτ, το Ιράκ, το ρατσισμό, τη θανατική καταδίκη, την υγειονομική περίθαλψη. Για ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής αριστεράς, η δυτική Ευρώπη μετατράπηκε -ούτε λίγο, ούτε πολύ- σε σύγχρονη ουτοπία.

Φυσικά, αυτή η ροζ εκδοχή δεν ήταν ακριβής. Η κοινωνική υγειονομική περίθαλψη της Ευρώπης π.χ. επισκιαζόταν από εξωφρενικές (θανατηφόρες κάποτε) ουρές αναμονής, από ανισότητες κ.ο.κ. Η σουηδική δεξαμενή σκέψης «τίμπρο» βρήκε το 2004 πως η Σουηδία ήταν πλουσιότερη από 5 μόνο αμερικανικές πολιτείες και η Δανία από 9. Αλλά τα τελευταία χρόνια συνέβη κάτι που θόλωσε ακόμα περισσότερο την εξωραϊσμένη αριστερή απεικόνιση της Ευρώπης: οι δυτικοευρωπαίοι άρχισαν να αποδοκιμάζουν μαζικά τη σοσιαλδημοκρατία στις εκλογές.

Η στροφή οφειλόταν σε δύο κυρίως, αλληλεξαρτώμενες αιτίες: πρώτη ήταν πως τα τελευταία τριάντα χρόνια η σοσιαλδημοκρατική πολιτική, ακαδημαϊκή και μορφωτική ελίτ προώθησε και υπερασπίστηκε έντονα τη μαζική μετανάστευση μουσουλμάνων στην Ευρώπη –ένα από τα μεγαλύτερα μεταναστευτικά κύματα που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία. Σύμφωνα με το «φόρεϊν αφέρς» το 2005 οι μουσουλμάνοι της Ευρώπης αριθμούσαν μεταξύ 15 και 20 εκατομμυρίων. Αναφέρεται πως ο βρετανικός μουσουλμανικός πληθυσμός από 82,000 άτομα το 1961 έφτασε τα 553,000 το 1981 και τα 2 εκατομμύρια το 2000 -μία δημογραφική τάση που λίγο-πολύ χαρακτήρισε ολόκληρη την ήπειρο, την ίδια περίοδο. Σύμφωνα με τους «τάιμς» του Λονδίνου, μεταξύ 2004 και 2008 ο αριθμός των μουσουλμάνων στη Βρετανία αυξήθηκε κατά 500,000 άτομα –εμφανίζοντας δεκαπλάσια δημογραφική αύξηση σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας.

Επιπλέον, αντί να ενθαρρύνουν οι κυβερνήσεις την κοινωνική ενσωμάτωση αυτών των μεταναστευτικών πληθυσμών, ώστε να γίνουν οργανικά τμήματα των χωρών υποδοχής τους, τους επετράπη να διαμορφώσουν αυτοδιοικούμενες παράλληλες κοινωνίες, που διοικούνται λίγο-πολύ με βάση τη «σαρία». Πολλοί από τους κατοίκους αυτών των πατριαρχικών θυλάκων διαβιούν χάρη σε κρατικά επιδόματα, μιλάνε ελάχιστα -ή και καθόλου- τη γλώσσα των νέων τους πατρίδων, προσβλέπουν στην ένταξη της Ευρώπης στο Ισλάμ και υποστηρίζουν, τουλάχιστο ιδεολογικά, την ισλαμική τρομοκρατία κατά της δύσης. Σύμφωνα με μία δημοσκόπηση της «σάντεϊ τέλεγκραφ» του 2006, το 40% των μουσουλμάνων της Βρετανίας επιθυμούσαν να ισχύσει η «σαρία» και στη Βρετανία, το 14% υποστήριξαν τις επιθέσεις κατά των πρεσβειών της Δανίας λόγω της δημοσίευσης των προσβλητικών σκίτσων του Μωάμεθ, το 13% επιδοκίμαζαν τη χρήση βίας κατά όσων υβρίζουν το Ισλάμ και το 20% εξέφραζε τα συμπάθεια προς τους δράστες των βομβιστικών επιθέσεων του Λονδίνου του Ιουλίου του 2005.

Συχνά οι αντιλήψεις αυτές μετατρέπονται σε πράξεις. Πανταχού παρούσες νεανικές συμμορίες, που περιφρονούν τους «απίστους», μετατρέπουν τις ευρωπαϊκές πόλεις σε χώρους επικίνδυνους για τους μη-μουσουλμάνους, ιδίως τις γυναίκες, τους Εβραίους και τους ομοφυλόφιλους. Σύμφωνα με την αστυνομία, το 2001 στη Νορβηγία το 65% των βιασμών έγινε από λεγόμενους «μη δυτικούς» (όπως αποκαλούνται οι -εν πολλοίς μουσουλμάνοι- ξένοι, που αντιπροσωπεύουν μόλις το 2% του πληθυσμού). Το 2005 στην Κοπεγχάγη, το 82% των εγκλημάτων διαπράχτηκε από μετανάστες, ως επί το πλείστον μουσουλμάνους.

Αλλά οι μη-μουσουλμάνοι δεν είναι οι μόνοι που υποφέρουν από τη μουσουλμανική βιαιότητα. Μία χιονοστιβάδα στοιχείων έρχεται να επιβεβαιώσει πως η κακοποίηση στα νοικοκυριά των μουσουλμανικών θυλάκων των δυτικών πόλεων φθάνει σε δυσθεώρητα ύψη. Σύμφωνα με το «ντερ σπίγκελ», «στους ξενώνες κακοποιημένων γυναικών καταφτάνουν αναζητώντας προστασία δυσανάλογα πολλές μουσουλμάνες». Στη Νορβηγία το 56% των φιλοξενουμένων σε αυτά τα ιδρύματα ήταν αλλοδαπές. Η Ντέμπορα Σκρόγκινς (Deborah Scroggins) έγραψε το 2005 στο «δε νέισιον» πως «αν και οι μουσουλμάνοι αντιπροσωπεύουν μόλις το 5.5% του πληθυσμού της Δανίας, αντιπροσωπεύουν πάνω από τους μισούς ενοίκους των ξενώνων κακοποιημένων γυναικών». Η σομαλικής καταγωγής Ολλανδή υπερασπίστρια της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων των γυναικών Αγιάν Χίρσι 'Αλι (Ayaan Hirsi Ali) θα θεωρούσε δίχως άλλο πολύ μετριοπαθή αυτήν την εκτίμηση: όταν εργαζόταν η ίδια σε ξενώνες κακοποιημένων γυναικών στην Ολλανδία, είχε γράψει πως «σπανίως βλέπεις λευκή γυναίκα... Υπάρχουν μόνο γυναίκες από το Μαρόκο, την Τουρκία, το Αφγανιστάν -μουσουλμάνες γυναίκες- συν κάποιες που κατάγονται από την Ινδία ή το Σουρινάμ». Όταν το 2004 προσπάθησε να αναδείξει τη θέση των μουσουλμάνων γυναικών στο ντοκιμαντέρ «υποταγή», ένας ακραίος μουσουλμάνος δολοφόνησε το σκηνοθέτη της ταινίας Τέο Βαν Γκογκ (Theo van Gogh).

Όλο και περισσότεροι δυτικοευρωπαίοι, αναγνωρίζοντας την απειλή που αντιπροσωπεύει αυτή η κατάσταση για τον τρόπο ζωής τους, γυρίζουν τις πλάτες τους στο καθεστώς πολιτικό σύστημα, που κάνει λίγα ή τίποτα για να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα και υπερψηφίζουν κόμματα (μερικά από τα οποία είναι καινούργια, ενώ όλα θεωρούνται δεξιά) που τολμούν να εκφράσουν τις αγωνίες τους. Ενδεικτικό της αλλαγής αυτής είναι η εκλογική συμπεριφορά των Ολλανδών ομοφυλόφιλων: λόγω της απειλής που εκπροσωπεί για τους ομοφυλόφιλους η μισαλλοδοξία των μουσουλμάνων νέων, η ομάδα αυτή, που άλλοτε θεωρούνταν δεδομένα αριστερόστροφη, τώρα ψηφίζει κατά 65% συντηρητικά κόμματα.

Ένας άλλος λόγος που οι πολίτες στράφηκαν κατά της αριστεράς, είναι η οικονομία. Οι δυτικοευρωπαίοι καταβάλουν επί δεκαετίες υψηλότατη φορολογία για να έχουν ένα «δίκτυ κοινωνικής προστασίας», που όμως όλο και περισσότερο μοιάζει να μην αξίζει τα λεφτά του. Επιπλέον, αυτοί οι φόροι επιβράδυναν την ανάπτυξη. Όπως σημείωσε το 2005 ο Τζόνι Μίνκαμαρ (Johnny Munkhammar) της «τίμπρο», λόγω της υπέρμετρης φορολόγησης η Σουηδία, που το πρώτο μισό του 20ού αιώνα ήταν δεύτερη στον κόσμο σε ρυθμούς ανάπτυξης, έπεσε στο δεύτερο μισό στην 14η θέση.

Οι κοινωνικοί πόροι της Ευρώπης καταβάλλονται εν πολλοίς σε ανέργους, αποθαρρύνοντας την εργασία. Εδώ και δέκα χρόνια, η ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) των «15» (πάει να πει στη δυτική Ευρώπη) είναι κατά 2.5-3% μεγαλύτερη από ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Γαλλία και τη Γερμανία έφτασε σε διψήφια ποσοστά (κι αυτό πριν την παγκόσμια οικονομική κρίση). Στη δυτική Ευρώπη η μακροπρόθεσμη ανεργία είναι μόνιμα πολλαπλάσια από ότι στην Αμερική, υποδηλώνοντας πως υπάρχει ένα αξιοσημείωτο τμήμα του πληθυσμού που είτε είναι μόνιμα άνεργο, είτε εργάζεται αδήλωτο, συνήθως σε οικογενειακές επιχειρήσεις, απομυζώντας ταυτόχρονα κοινωνικά επιδόματα.

Αυτοί οι δύο παράγοντες αποστασιοποίησης των δυτικοευρωπαίων από τη σοσιαλδημοκρατία -η μετανάστευση και η οικονομία- βρίσκονται σε στενή αλληλεξάρτηση. Διότι, ενώ ορισμένες ομάδες μεταναστών στην Ευρώπη, όπως π.χ. οι Ινδοί και οι προερχόμενοι από την ανατολική Ασία, εμφανίζονται να έχουν μεγάλα εισοδήματα και να είναι σπανίως άνεργοι, η πολυπληθέστερη μεταναστευτική ομάδα, οι μουσουλμάνοι, επιβαρύνουν σε τέτοιο βαθμό τις δημόσιες δαπάνες, που οι κυβερνήσεις εξαναγκάζονται να περικόπτουν άλλες κοινωνικές παροχές (νοσοκομεία και πτέρυγες επειγόντων περιστατικών, νοσηλευτές και ιατρούς, αστυνομικές δυνάμεις, τμήματα σπουδών στα κρατικά πανεπιστήμια κ.ο.κ) προκειμένου να χρηματοδοτούν κοινωνικά επιδόματα. Σύμφωνα με την έκθεση που δημοσίευσε πέρσι η γαλλική δεξαμενή σκέψης «συνεταιρισμένοι φορολογούμενοι» η μετανάστευση λειτουργεί αρνητικά για τους ρυθμούς ανάπτυξης της Γαλλίας. Το 2002, ο οικονομολόγος Λαρς Γιάνσον (Lars Jansson) εκτίμησε πως η μετανάστευση στοιχίζει τους Σουηδούς φορολογουμένους γύρω στα 27 δις δολάρια ετησίως και πως το 74% των μεταναστών διαβιώνουν αποκλειστικά εις βάρος των φορολογουμένων. Και το 2006, η «συνομοσπονδία νορβηγικών επιχειρήσεων» (ΝΗΟ) προειδοποίησε πως το «πλεόνασμα πετρελαίου» της Νορβηγίας -όπου καταλήγουν να πελώρια κέρδη της πετρελαϊκής βιομηχανίας της Βορείου Θάλασσας, που έκαναν πλούσια τη χώρα- θα μπορούσε να εκμηδενιστεί, αν καλούνταν να καλύψει τις ανάγκες της αυξανόμενης μετανάστευσης -και αυτά σε μια χώρα όπου οι δρόμοι, όπως ανέφερε μία περσινή έκθεση, βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση απ' ότι στην Αλβανία.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια αποσαφήνισαν πολλά από τα ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα:

-Πρώτον, το σοσιαλδημοκρατικό κράτος-πρόνοιας φέρνει καλύτερα αποτελέσματα -στο βαθμό που το κάνει- σε ομοιογενή εθνοτικά και πολιτιστικά (και κατά προτίμηση μικρά) έθνη, που οι πολίτες τους, αντιλαμβάνονται εαυτούς ως μέλη μιας εκτεταμένης οικογένειας και δέχονται να βοηθούνται από το κράτος όσοι έχουν ανάγκη.

-Δεύτερον, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να υπονομεύσεις παρόμοια κράτη-πρόνοιας από το να εισαγάγεις μεγάλους αριθμούς από μετανάστες από φτωχές, καταπιεστικές και διεφθαρμένες κοινωνίες, όπου ο μόνος ισχύον κανόνας είναι το «άρπαξε να φας και κλέψε να 'χεις».
-Τρίτον, η διάλυση του κράτους-πρόνοιας επιταχύνεται κατά πολύ αν ένα μέρος αυτών των μεταναστών είναι ακραίοι μουσουλμάνοι που θεωρούν τη χρεοκοπία της δύσης ως... θρησκευτικό τους καθήκον.

Προσθέστε στα παραπάνω την αυξανόμενη δύναμη της μη-εκλεγμένης γραφειοκρατίας της ΕΕ που ενθαρρύνει την μετανάστευση μουσουλμάνων και κάνει ότι μπορεί ώστε κάθε επίκριση προς αυτό το φαινόμενο να θεωρείται ως «καλλιέργεια του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του μίσους προς διαφορετικές εθνικές, θρησκευτικές ή εθνοτικές ομάδες», και μπορείτε να αρχίσετε να κατανοείτε τους λόγους για τους οποίους τόσοι δυτικοευρωπαίοι -στο όνομα ακριβώς των κεκτημένων ελευθεριών τους- αντιστέκονται στην ηγεμονία των ελίτ που κλείνουν πεισματικά τα μάτια στα αρνητικά της μετανάστευσης.

Η πιο πετυχημένη μέχρι σήμερα εκπαραθύρωση τέτοιου αριστερόστροφου καθεστώτος έγινε στη Δανία, στις γενικές εκλογές του 2001: μετά από μία έρευνα που αποκάλυπτε πως εφόσον δε μειωνόταν οι ρυθμοί μετανάστευσης η χώρα θα είχε πλειοψηφία μουσουλμάνων έως το 2060, οι Δανοί καταψήφισαν τους σοσιαλδημοκράτες, για πρώτη φορά από το... 1924. Η νέα κυβερνητική πλειοψηφία φιλελεύθερων-συντηρητικών (που υπερψηφίστηκε στις εκλογές του 2005 και αργότερα του 2007) προχώρησε στον μεγαλύτερο περιορισμό της μετανάστευσης στην Ευρώπη, απαγορεύοντας π.χ. την -κατοχυρωμένη στους μουσουλμάνους της Ευρώπης- συνήθεια να παντρεύονται ξαδερφάκια μεταξύ τους, ώστε να επεκτείνεται η δυνατότητα μετανάστευσης και σε άλλα μέλη της οικογένειας. Το αποτέλεσμα είναι να μειωθεί δραστικά η εισροή μουσουλμάνων στη χώρα, και να μπορέσει να επικεντρωθεί η κυβέρνηση στο –δύσκολο- στόχο της κοινωνικής ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων που ήδη διαμένουν στη χώρα.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης για τα σκίτσα του Μωάμεθ, ο Δανός πρωθυπουργός 'Αντερς Φογκ Ρασμούσεν (Anders Fogh Rasmussen) υπερασπίστηκε με γενναιότητα την ελευθερία του λόγου, ενώ οι μουσουλμάνοι σε όλο τον κόσμο λυσσομανούσαν κατά των Δανών και οι δυτικοί ηγέτες τον εκλιπαρούσαν να υποχωρήσει.

Τα επεισόδια της δεξιόστροφης αλλαγής της Ευρώπης που έγιναν πιο γνωστά στις ΗΠΑ ήταν η εκλογή της 'Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel) ως καγκελαρίου της Γερμανίας το 2005 και η νίκη του Νικολά Σαρκοζί (Nicolas Sarkozy) στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2007. Όπως και η επανεκλογή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi) για μία τρίτη πρωθυπουργική θητεία, το 2008, αυτές οι εξελίξεις εξηγούνται από τη συνειδητοποίηση μεγάλων μερίδων Ευρωπαίων πολιτών πως οι χώρες τους χρειάζονται οικονομική φιλελευθεροποίηση. Η νίκη μάλιστα του κ. Σαρκοζί ήταν εκπληκτική, λόγω των τόνων που υιοθέτησε προεκλογικά ο Γάλλος πρόεδρος, όταν π.χ. δήλωσε πως ο «Μάης του '68» (που στα μάτια της γαλλικής κεντροαριστεράς είναι ένα καθαγιασμένο σχεδόν γεγονός), όχι μόνο δεν έφερε περισσότερη ελευθερία στη γαλλική κοινωνία, αλλά «την οδήγησε σε ηθική παρακμή»! Ο κ. Σαρκοζί κέρδισε τις εκλογές λέγοντας πως αν οι Γάλλοι θέλουν ανάπτυξη, καλά θα κάνουν να περνούν λιγότερο καιρό στις καφετέριες και περισσότερο στη δουλειά τους.

Αλλά και στη γειτονιά της μικρής, γενναίας Δανίας, δύο ακόμα χώρες ακολούθησαν το παράδειγμά της. Στο Νορβηγία, το «προοδευτικό κόμμα» (FrP) που επί μια γενιά χαρακτηριζόταν αδιάλειπτα «ρατσιστικό» και «φορολογικά ανεύθυνο» από το πολιτικό και μιντιακό κατεστημένο της χώρας, σήμερα σχεδόν ισοψηφεί με το «εργατικό κόμμα» τον αρχιτέκτονα του κράτους-πρόνοιας της χώρας, χάρη στη μετατόπιση ψηφοφόρων που ανησυχούν για τη μετανάστευση και την πορεία του κοινωνικού κράτους. Αν και η παγκόσμια οικονομική κρίση έπληξε προς στιγμή την επιρροή του FrP, ή δημιουργία ταραχών από νεαρούς μουσουλμάνους και οι αντιπαραθέσεις για τη θέση της «μαντίλας» στη νορβηγική κοινωνία, οδήγησαν σε ανάκαμψη το κόμμα, που πλέον φαίνεται πως έχει σημαντικές πιθανότητες να κερδίσει στις εκλογές του Σεπτεμβρίου -αν και δυσκολεύεται να συσπειρώσει ολόκληρη την κεντροδεξιά σε μια βιώσιμη κυβερνητική λύση. Αλλά και στη Σουηδία, το υπέρτατο σύμβολο της σοσιαλδημοκρατίας, η ανεργία και άλλα οικονομικά προβλήματα απομάκρυναν το 2006 τους ψηφοφόρους από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Την εξουσία ανέλαβε μία κεντροδεξιά συμμαχία υπό τους «μετριοπαθείς» του Φρέντρικ Ράινφελντ (Fredrik Reinfeldt), που υποσχέθηκε να μειώσει τους φόρους και να ενισχύσει τις επιχειρήσεις.

Εδώ όμως θα χρειαστεί να μιλήσουμε για ένα είδος ευρωπαϊκής σχιζοφρένειας: στην Ευρώπη, πολλές πολιτικές δυνάμεις, τόσο της κεντροαριστεράς, όσο και της κεντροδεξιάς, ενώ αποδέχονται στα λόγια πως το κράτος-πρόνοιας πρέπει να αναδιοργανωθεί, όταν έρχεται η ώρα της δράσης αντιστέκονται στις αλλαγές, λες και το απαιτούμενο ιδεολογικό άλμα υπερβαίνει τις δυνάμεις τους. Στη δυτική Ευρώπη εξάλλου, ακόμα και η δεξιά τείνει να είναι κρατικιστική. «Η ιδέα του κράτους-πρόνοιας που φροντίζει τους πολίτες "από την κούνια ως τον τάφο" είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στη δανέζικη ψυχή, που ούτε καν οι συντηρητικοί δεν τολμούν να την αμφισβητήσουν», σημείωνε το 2006 η Σίλβια Ποτζιόλι (Sylvia Poggioli), απεσταλμένη του αμερικανικού δημοσίου ραδιοφώνου στην Ευρώπη. Ο Ίβο Ντάαλντερ (Ivo H. Daalder) του «ιδρύματος Μπρούκινγκς» υπερασπίστηκε την ίδια θέση το 2007, γράφοντας πως «όταν μιλάμε για δεξιά στην Ευρώπη, θα πρέπει να ξέρουμε πως μιλάμε για μία πολύ παρεμβατική πολιτική οικογένεια, που πιστεύει πως το κράτος δικαιούται να έχει βαρύνοντα λόγο στη λειτουργία της οικονομίας».

Δεν πρέπει ως εκ τούτου να προκαλεί κατάπληξη πως τελικά λίγα άλλαξαν στην Ευρώπη. Πράγματι, ο κ. Σαρκοζί αύξησε τα όρια συνταξιοδότησης (πυροδοτώντας απεργία στα μέσα μαζικής μεταφοράς) και κατήργησε τη γαλλική «εβδομάδα των 35 ωρών». Στη Γερμανία όμως, οι σοσιαλδημοκράτες, που η Μέρκελ νίκησε για ελάχιστες ψήφους το 2005, φρόντισαν να μειώσουν την έκταση των αλλαγών προσχωρώντας στον κυβερνητικό συνασπισμό. Τον Απρίλιο του 2008 η Τζούντι Ντέμπσεϊ (Judy Dempsey) σημείωνε στην «ιντερνάσιοναλ χέραλντ τρίμπιουν» πως ενώ ο κυβερνητικός «μεγάλος συνασπισμός» «συνέχιζε την πορεία του», η Μέρκελ είχε εξαναγκαστεί «να στραφεί προς τα αριστερά», υπαναχωρώντας στο ασφαλιστικό, «έναν τομέα όπου, κατά ειρωνικό τρόπο, τις μεταρρυθμίσεις τις είχε ξεκινήσει η προηγούμενη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ (Gerhard Schröder), ώστε να εργάζονται περισσότερα χρόνια οι Γερμανοί και να μειωθεί η επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων». Σύμφωνα δε με τον Γερμανό διανοούμενο Χένρικ Μπρόντερ (Henryk Broder), «μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, γίνονται συζητήσεις για "enteignung" (απαλλοτριώσεις) και "verstaatlichung" (εθνικοποιήσεις) που θα ήταν αδιανόητες εδώ κι ένα μόλις χρόνο».

Αλλά και στη Σουηδία, λίγους μόλις μήνες μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του 2006, οι αρθρογράφοι του «μπίζνες γουικ» Στάνλεϊ Ριντ (Stanley Reed) και Αριάν Σέινς (Ariane Sains) έγραφαν πως ο κ. Ράινφελντ τους είχε δηλώσει πως «σκοπός του δεν ήταν να διαλύσει το πολυαγαπημένο σουηδικό κοινωνικό κράτος... κάτι που θα προκαλούσε μεγάλες αντιπαραθέσεις». Όπως μου είπε ο κοινωνικός επιστήμονας του πανεπιστημίου του Λουντ Τζόναθαν Φρίντμαν (Jonathan Friedman) βασικοί στόχοι του Σουηδού πρωθυπουργού, που έχουν στεφθεί από «μερική επιτυχία» είναι «να οδηγήσει όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους από την ασφάλεια των κοινωνικών επιδομάτων πίσω στην αγορά εργασίας», να εντείνει τις ιδιωτικοποιήσεις, να μειώσει τη φορολογία, να ενισχύσει την επιχειρηματικότητα κ.ο.κ. Όπως σημειώνει όμως ο κ. Φρίντμαν, όλα τα παραπάνω είναι πολιτικές «που τις ξεκίνησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις».

Επιπλέον, με την κραυγαλέα εξαίρεση της Δανίας, οι νέες μη-σοσιαλιστικές κυβερνήσεις άφησαν άθικτες τις καταστροφικές μεταναστευτικές πολιτικές των προκατόχων τους. Η έντονη ρητορική του κ. Σαρκοζί ενάντια στους ταραξίες των προαστίων είχε καλλιεργήσει ελπίδες για σημαντικές αλλαγές. Αλλά, αν και ανακοίνωσε πως μία από τις βασικές προτεραιότητες της γαλλικής προεδρίας της ΕΕ θα ήταν η μετανάστευση, έκανε πολύ λίγα, ακόμα και για τη νόμιμη μετανάστευση (που στη δυτική Ευρώπη σημαίνει κυρίως τη μετανάστευση στην Ευρώπη νεαρών γυναικών για να παντρευτούν μετά από συνοικέσιο, συχνά δια της βίας). Ο κ. Σαρκοζί μοιάζει να πιστεύει πως τα πελώρια προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνική ένταξη των μεταναστών της Γαλλίας μπορεί να λυθεί με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την επιτάχυνση της ανάπτυξης.

Εντωμεταξύ η κ. Μέρκελ έδειξε προσωρινά τόλμη, όταν το 2006 επέμεινε να παρουσιαστεί στο κοινό η παράσταση της γερμανικής όπερας «Ιδομενέας» του Μότσαρτ (Mozart), αν και είχε χαρακτηριστεί «προσβλητική» από ορισμένους ηγέτες της μουσουλμανικής κοινότητας. Αργότερα όμως, το πολυδιαφημισμένο «εθνικό σχέδιο ενσωμάτωσης» των μεταναστών έμεινε σε ημίμετρα, όπως στην αύξηση των σχολικών τάξεων υποδοχής, την ενθάρρυνση των μεταναστών να αθλούνται και –απίστευτο!- το «ανέβασμα» μιας συμβουλευτικής ιστοσελίδας στην οποία μπορούν να καταφεύγουν οι γυναίκες που ξυλοκοπούνται (μία πρακτική που επιτρέπεται από το Κοράνιο και είναι πλατιά διαδεδομένη στα μουσουλμανικά νοικοκυριά). Η κ. Μέρκελ χαρακτήρισε «ορόσημο» αυτά τα μέτρα, αλλά ο κ. Μπρόντερ τα θεωρεί «εικονικά», αφού φαίνεται πως τελικά πρυτάνευσε η σκέψη να μην υποβληθεί σε περαιτέρω δοκιμασίες ο εύθραυστος κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας.

Στη Σουηδία, λέει ο κ. Φρίντμαν, ο νέος συντηρητικός πρωθυπουργός κ. Ράινφελντ ακολούθησε μία πολιτική μετανάστευσης και ενσωμάτωσης που ήταν «παραλλαγή της συνήθους πολιτικής». Ο πρόεδρος της «διεθνούς εταιρείας ελευθέρου τύπου» Λαρς Χεντεργκάαρντ (Lars Hedegaard) επιμένει πως η σουηδική πολιτική της ενσωμάτωσης δια μέσου της εργασίας «μακροπρόθεσμα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία λόγω της δημογραφίας. Η Σουηδία είναι ο πρώτος στην Ευρώπη εισαγωγέας μουσουλμάνων που είναι απρόθυμοι να ενσωματωθούν στην κοινωνία και που οι ιμάμηδές τους τούς ωθούν να σιχαίνονται τη σουηδική κουλτούρα. Για όσο καιρό η κυβέρνηση μοιάζει απρόθυμη να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, όλα τα υπόλοιπα είναι λόγια».

Ο κ. Σαρκοζί ανάλαβε μια πολύ προβεβλημένη πρωτοβουλία, που είναι κακοσχεδιασμένη με τυπικά γαλλικό τρόπο: θέλησε να συσφίξει τις σχέσεις μεταξύ της Γαλλίας και των πρώην αραβικών αποικιών της, από τις οποίες προέρχονται ως επί το πλείστον οι μετανάστες της. Κάποια στιγμή μάλιστα, αναφέρθηκε ο όρος «μεσογειακή ένωση». Τον Ιανουάριο του 2008, ο αρθρογράφος της ισραηλινής εφημερίδας «χααρέτς» Μιχάλης Φύριλλας (Michalis Firillas) σχολίασε ψυχρά αυτήν την πρωτοβουλία: «ορισμένοι θεωρούν αυτή τη μεσογειακή πολιτική ως μια προσπάθεια επιτήρησης της περιοχής, άλλοι ως μια μορφή νεοαποικιοκρατίας. Αλλά υπάρχει κι η αίσθηση πως ο Σαρκοζί απευθύνεται στο γαλλικό μεγαλείο, αυτήν την αύρα μεγαλοσύνης που προορίζεται να ενώσει τη διάσπαρτη Μεσόγειο χάρη σε μία νέα και σοβαρή πολιτική οντότητα. Δυστυχώς, το Παρίσι μπορεί να ανακαλύψει πως υπάρχουν κι άλλοι που έχουν μεσογειακά οράματα, από την 'Αγκυρα και το Κάιρο έως την Ιερουσαλήμ και την Ταγγέρη». Πράγματι, η πολιτική του κ. Σαρκοζί συνεχίζει τις προσπάθειες των αριστερών προκατόχων του να οδηγήσουν τον αραβικό κόσμο υπό γαλλική επιρροή. Οι προσπάθειες αυτές κατέληξαν στον επιδοτούμενο εποικισμό των γαλλικών προαστίων από 'Αραβες, που θεωρούν πλέον τα προάστια αυτά αναπόσπαστο τμήμα του Ισλάμ.

Εκτός από το να μην έχει πάντα απτά αποτελέσματα, η κίνηση της Ευρώπης προς τα δεξιά δεν είναι παντού ομοιόμορφη. Στη Βρετανία, οι Συντηρητικοί «τόρηδες» ετοιμάζονται να αναλάβουν την εξουσία, μετά από μακρά παρακμή των Εργατικών. Όμως οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των δύο κομμάτων τα τελευταία χρόνια έχουν ελαχιστοποιηθεί, και δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πως η ανάληψη της εξουσίας από τους Συντηρητικούς θα έχει έστω και παραπλήσιες επιπτώσεις με την επικράτηση της Μάργκαρετ Θάτσερ (Margaret Thatcher) το 1979. Ο συντηρητικός επιφυλλιδογράφος Πίτερ Χίτσενς (Peter Hitchens) διαπίστωσε πρόσφατα πως σήμερα «δεν μπορείς να αναλάβεις την εξουσία αν δεν ενστερνιστείς τις αντιλήψεις της "κεντροαριστερής" ελίτ των μίντια, ιδίως των τηλεπαρουσιαστών». Αυτή η ελίτ -όπως –αλίμονο- απέδειξε η περσινή τοποθέτηση του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι που ζήτησε την εφαρμογή της «σαρία» σε κάποιες περιοχές της Βρετανίας- είναι στρατευμένη υπέρ μιας πολιτικής κατευνασμού του θρησκόληπτου Ισλάμ.

Σε μία κίνησή της που ερμηνεύτηκε από πολλούς ως συνθηκολόγηση με τους ισλαμιστές, η Ισπανία αντέδρασε στις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2004 στη Μαδρίτη υπερψηφίζοντας το σοσιαλιστικό κόμμα του Χοσέ Λούις Ροντρίγκεζ Θαπατέρο (José Luis Rodríguez Zapatero), που είχε υποσχεθεί την άμεση απόσυρση των ισπανικών δυνάμεων από το Ιράκ. Πέρσι ο κ. Θαπατέρο επανεξελέγη δύσκολα. Σύμφωνα με τον ελευθεριακό επιφυλλιδογράφο Αντόνιο Γκόλμαρ (Antonio Golmar) οι αριστερίζουσες πρωτοβουλίες του Θαπατέρο κλόνισαν την κεντρώα συναίνεση που κυριάρχησε στην Ισπανία μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας από το βασιλιά Χουαν Κάρλος (Juan Carlos), τη δεκαετία του '70. Σε αυτές τις πρωτοβουλίες συμπεριλαμβάνονται ο «νόμος περί ιστορικής μνήμης» -σύμφωνα με τον οποίο οι κατά συρροή δολοφόνοι της άκρας αριστεράς κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου χαρακτηρίζονται συλλήβδην ως «ήρωες», ενώ πολλά από τα αθώα θύματά τους στιγματίζονται ως «φασίστες» και η υποχρεωτική διδασκαλία της «πολιτικής αγωγής» ενός μαθήματος όπου οι μαθητές διδάσκονται να απεχθάνονται τον καπιταλισμό και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Από αντίδραση, πολλοί Ισπανοί στράφηκαν δεξιά, προς την εθνο-ρωμαιοκαθολική πρωτοφασιστική ιδεολογία του φρανκισμού και εκδηλώνονται όλο και πιο φανερά μέσα από τις τάξεις του συντηρητικού «λαϊκού κόμματος» (PP). Το αποτέλεσμα, γράφει ο κ. Γκόλμαρ, είναι πως «οι μετριοπαθείς Ισπανοί βρίσκονται παγιδευμένοι ανάμεσα σε μία αριστερή κυβέρνηση και τα τσιράκια της, και μία αναγεννημένη άκρα δεξιά, που εμφανίζεται ως συντηρητική ή και φιλελεύθερη κεντροδεξιά». Την ίδια ώρα που η Αμερική πασχίζει να ξεφύγει από τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της δεκαετίας του '60, η Ισπανία επιστρέφει στο ιδεολογικό τοπίο πριν τον εμφύλιο πόλεμο, των τελών της δεκαετίας του '30. Ανάμεσα στους νεομαρξιστές και τους νεοαντιδραστικούς, τα περιθώρια έχουν στενέψει ασφυκτικά.

Η ισπανική περίπτωση μας θυμίζει πως η «στροφή στα δεξιά» δεν είναι παντού όμοια. Αν για τους Δανούς η στροφή αυτή σήμαινε την επιβεβαίωση της δέσμευσής τους υπέρ της ατομικής ελευθερίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου, της ελευθερίας της έκφρασης και της ανεξιθρησκίας, άλλοι Ευρωπαίοι αντέδρασαν στις πολυπολιτισμικές ανοησίες των σοσιαλιστών ηγετών τους ενστερνιζόμενοι αντιλήψεις που μοιάζουν ενοχλητικά συγγενείς προς το φασισμό.

-Ο πρόσφατα τεθνεώς αυστριακός Γιοργκ Χάιντερ (Jörg Haider) αρνούνταν το ολοκαύτωμα, τιμούσε παλαίμαχους SS κι έκανε κολακευτικά σχόλια για το ναζισμό. Το 2000 το «κόμμα ελευθερίας» του συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό, πράγμα που οδήγησε την ΕΕ στο να απομονώσει για λίγο καιρό διπλωματικά την Αυστρία. Πέρσι το Σεπτέμβριο, το νέο κόμμα του, η «συμμαχία για το μέλλον της Αυστρίας», έλαβε 11% στις βουλευτικές εκλογές.

-Ο Ζαν-Μαρί Λε Πεν (Jean-Marie Le Pen) αποκάλεσε το ολοκαύτωμα «λεπτομέρεια της ιστορίας του Β' παγκοσμίου πολέμου» και ζήτησε την υποχρεωτική εκτόπιση των οροθετικών στο AIDS. Το κόμμα του, το «εθνικό μέτωπο», προκρίθηκε στο β' γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002.

-Το «βρετανικό εθνικό κόμμα» (BNP) δέχεται μόνο λευκούς για μέλη του και αρνείται την ύπαρξη του ολοκαυτώματος· έλαβε άνω του 5% στις τελευταίες δημοτικές εκλογές του Λονδίνου.

-Το «φλαμανδικό συμφέρον» -πρώην «φλαμανδικό μπλοκ»- είναι ένα κόμμα του οποίου οι ηγέτες έχουν την κακή συνήθεια να κινηματογραφούνται τραγουδώντας ναζιστικά τραγούδια ή αγοράζοντας ναζιστικά βιβλία. Στις εκλογές του 2007, κέρδισε 5 από τις 40 έδρες στη βελγική γερουσία.

Για τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους και τους πανεπιστημιακούς του συστήματος, τα παραπάνω κόμματα παρουσιάζουν ένα μεγάλο προσόν: τους επιτρέπουν να χαρακτηρίζουν με μελανά χρώματα κάθε μη-σοσιαλιστικό κόμμα, χαρακτηρίζοντάς το «φασιστικό», «ρατσιστικό», «ξενόφοβο», να παρομοιάζουν τους ηγέτες τους με τους Λε Πεν και Χάιντερ και να στιγματίζουν τους οπαδούς τους. Κανένα άλλο ευρωπαϊκό κόμμα δεν υπέστη τόσο άδικες επιθέσεις όσο το νορβηγικό «προοδευτικό κόμμα», που οι εκλογικές του επιτυχίες εξόργισαν το σοσιαλιστικό κατεστημένο της χώρας. Το «προοδευτικό κόμμα» όμως -όπως και άλλα κόμματα που ανήκουν σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αξιοπρεπή» ευρωπαϊκή δεξιά- έχει ρητά αποστασιοποιηθεί από το γαλλικό «εθνικό μέτωπο» ή το «φλαμανδικό συμφέρον». Μολοταύτα, τα αμερικανικά μίντια επιμένουν να αναπαράγουν τις άδικες συκοφαντίες του ευρωπαϊκού αριστερού κατεστημένου.

Λαμπρό παράδειγμα αυτής της τάσης ήταν το άρθρο του 2002 των «Νιου Γιορκ τάιμς» της Μαρλίζ Σάιμονς (Marlise Simons) για τον Πιμ Φόρτουιν (Pim Fortuyn) τον Ολλανδό πολιτικό που, σύμφωνα με τον τίτλο του άρθρου, ήταν ο «περήφανος γκέι που οδηγούσε τους Ολλανδούς προς τα δεξιά». Αν και η Σάιμονς αναγνωρίζει πως ο Φόρτουιν επέκρινε το ισλάμ διότι «δεν αναγνωρίζει την ισότητα των φύλων και διότι οι ιμάμηδες μιλάνε προσβλητικά για τους ομοφυλόφιλους», το δημοσίευμα επέμενε να αναμασά τις κατηγορίες του ολλανδικού κατεστημένου εναντίον του, χαρακτηρίζοντάς τον «απειλή για τις ολλανδικές αξίες», χωρίς να παραλείπει να τον παρομοιάζει με το... Μουσολίνι (Mussolini) και το Χάιντερ. Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Φόρτουιν δολοφονήθηκε από ένα φανατικό οικολόγο, που είχε ενστερνιστεί παρόμοιες ανοησίες.

Στις αμερικανικές αριστερίζουσες εφημερίδες, βλέπουμε συχνά να παρουσιάζεται η μη-σοσιαλιστική δεξιά και οι πολιτικοί της με εξίσου εμπρηστικές αναλύσεις όσο αυτές που είχαμε διαβάσει για τον Φόρτουιν. Τυπική ήταν η ανάλυση του Γκάρι Γιουνγκ (Gary Younge) στο «νέισιον», το 2007: «στην Ευρώπη αναβιώνει η παλιά, γεμάτη μίσος, δεξιά». Σύμφωνα με τον Γιουνγκ «η μεγαλύτερη απειλή στην Ευρώπη δεν είναι ο "ισλαμοφασισμός", αλλά ο παλιός, "σκέτος" φασισμός, που οδηγεί καθημερινούς, λευκούς ως επί το πλείστον Ευρωπαίους στους δρόμους, για να τρομοκρατήσουν μέλη μειονοτήτων». Πρόκειται περί εξωφρενικής ανοησίας: αν και η άνοδος κομμάτων σαν το βρετανικό BNP δεν μπορεί παρά να προκαλεί θλίψη, η αλήθεια είναι πως σε κάθε βίαιη αντι-μουσουλμανική πράξη αντιστοιχούν -και αυτή είναι μια συντηρητική εκτίμηση- τουλάχιστο 100 βιαιότητες μουσουλμάνων κατά «απίστων».

Ποιος θα κατακτήσει εντέλει την ψυχή της δυτικής Ευρώπης; Οι ισλαμοφασίστες και οι πολυπολιτισμικοί κατευναστές τους, πολλοί από τους οποίους λειτουργούν λες και θεωρούν καθήκον τους όχι τόσο να υπερασπιστούν τη δημοκρατία, όσο να εξασφαλίσουν την όσο το δυνατότερο ομαλότερη μετάβαση προς τη «σαρία»; Οι «νατιβιστές» κρυπτοφασίστες; Ή οι φίλοι της ελευθερίας, οι κληρονόμοι του Πιμ Φόρτουιν; Είναι ενδιαφέρον πως την ώρα που οι Ευρωπαίοι κινούνται προς τη μία κατεύθυνση, οι Αμερικανοί επέλεξαν να πάνε αντίστροφα, αντικαθιστώντας τον ιστορικά πιο αντιπαθή από τους Ευρωπαίους πρόεδρό τους από έναν άνθρωπο που οι ευρωπαϊκές ελίτ εξύμνησαν επίσης σε πρωτοφανή βαθμό, μετατρέποντας τις προεδρικές τους εκλογές σε μία θρησκευτικού σχεδόν τύπου κάθαρση για όλα τα αμαρτήματα της Αμερικής, πραγματικά ή φανταστικά.

Το σημαντικό ερώτημα μολοταύτα είναι πώς θα επιβιώσει η παραδοσιακή συγκατάβαση της ευρωπαϊκής αριστεράς προς τις ΗΠΑ (και η συνήθης θεώρηση της Ευρώπης ως σοσιαλιστικού παραδείσου από την αμερικανική αριστερά) από αυτή η διπλή κίνηση, της Ευρώπης προς τα δεξιά και της επικράτησης του Ομπάμα (Obama). Αν συνεκτιμήσουμε την παγκόσμια οικονομική κρίση που αναμένεται να οδηγήσει σε ανεπανάληπτες, πρωτοφανών διαστάσεων κοινωνικοοικονομικές αναστατώσεις και τα δύο ημισφαίρια, είναι μάλλον λογικό να αναμένεται πως το παλιό ιδεολογικό σχήμα «κακή Αμερική/ καλή Ευρώπη», θα καταρρεύσει άπαξ δια παντός. Πράγμα που σημαίνει πως οι Αμερικανοί καθηγητές θα απολαμβάνουν ήσυχα το ποτό τους στα κοκτέιλ πάρτι στην Ευρώπη -αν βέβαια εντωμεταξύ στην Ευρώπη τα κοκτέιλ εξακολουθούν να είναι νόμιμα, και δεν έχουν απαγορευτεί από τη «σαρία».

(Ο Bruce Bawer είναι κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας και ποιητής- το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "The Wall Street Journal", 23/04/2009)

(από www.ppol.gr)