Όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες συναντηθούν στην Πράγα αυτή την Παρασκευή για τη «Συνάντηση Κορυφής για τον Nabucco», θα πρέπει να έχουν υπ’ όψιν τους ότι διακυβεύονται πολύ περισσότερα θέματα από τα νέα έργα υποδομής. Αυτό που διακυβεύεται είναι η δημιουργία μιας πραγματικά παγκόσμιας ενεργειακής κοινότητας. Η ενέργεια αποτελεί ζωτικό στοιχείο της παγκόσμιας οικονομίας.
Όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες συναντηθούν στην Πράγα αυτή την Παρασκευή για τη «Συνάντηση Κορυφής για τον Nabucco», θα πρέπει να έχουν υπ’ όψιν τους ότι διακυβεύονται πολύ περισσότερα θέματα από τα νέα έργα υποδομής.

Αυτό που διακυβεύεται είναι η δημιουργία μιας πραγματικά παγκόσμιας ενεργειακής κοινότητας. Η ενέργεια αποτελεί ζωτικό στοιχείο της παγκόσμιας οικονομίας. Ήδη στο παρελθόν έχουμε πολλές φορές αφήσει το ζήτημα της ενέργειας να γίνει αντικείμενο πολιτικής διαμάχης τοπικού ενδιαφέροντος.

Καθώς ο κόσμος βιώνει τη χειρότερη οικονομική κρίση μετά τη δεκαετία του ’30, η εξασφάλιση της αξιοπιστίας των ενεργειακών προμηθειών και η διατήρηση της ζωτικής υποδομής έχουν καθοριστική σημασία προκειμένου οι οικονομίες μας να ξεκινήσουν πάλι να αναπτύσσονται.

Σήμερα, η αξιοπιστία των προμηθειών, από το στάδιο των ενεργειακών πηγών ως τους αγωγούς μεταφοράς (ή τις υποδομές), βασικά απεικονίζει την εγγύηση της σταθερότητας της παγκόσμιας οικονομίας. Για το λόγο αυτό, το διαφαινόμενο σχήμα ενός νέου συστήματος διεθνών μέτρων και κανόνων, το οποίο θα ρυθμίζει τις αμοιβαίες σχέσεις στη σφαίρα της ενέργειας, έχει καθοριστική σημασία όχι μόνο σε αυτό τον τομέα, αλλά επίσης σε όλους τους πολιτικούς και οικονομικούς παίκτες.

Αυτό σημαίνει πως, ουσιαστικά, δε μπορούμε να περιοριστούμε στην υιοθέτηση κάποιων προληπτικών ή προφυλακτικών μέτρων και να υπογράψουμε τοπικές συμφωνίες που θα αφορούν σε ξεχωριστές ή επί μέρους πλευρές της διαδικασίας μεταφοράς καυσίμων. Αντιθέτως, είναι αναγκαίο να τεθούν τα θεμέλια για ένα ουσιαστικά νέο και καθολικό μοντέλο σχέσεων στη διεθνή ενεργειακή σφαίρα και, συγκεκριμένα, στον καθοριστικό τομέα της διαμόρφωσης τιμών.

Είναι ακριβώς η απουσία (ή έλλειψη) ενός τέτοιου μοντέλου που έχει επιφέρει μια «ανισόρροπη σχέση» στις χρηματοοικονομικές πράξεις στην αγορά πετρελαίου, που χαρακτηρίζεται από υπερβολικό στρες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τιμές του πετρελαίου έχουν απεικονίσει σε μεγάλο βαθμό τις επικρατούσες τάσεις πιο πολύ στις κεφαλαιαγορές, παρά στις αγορές πρώτων υλών και ενέργειας. Ως εκ τούτου, το πετρέλαιο έφτασε στις μέγιστες τιμές του στα μέσα της περασμένης χρονιάς και καταγράφει απολύτως ανεπαρκείς χαμηλές τιμές σήμερα. Οι τρέχουσες τιμές του πετρελαίου απεικονίζουν πράγματι την παρούσα κατάσταση κρίσης στις κεφαλαιαγορές, αλλά παραμένουν μακριά από μια ουσιαστική αλληλεξάρτηση με τις παγκόσμιες προμήθειες και τη ζήτηση καυσίμων. Λόγω αυτής της νοσηρής σχέσης ακριβώς, γινόμαστε τώρα μάρτυρες μη ρεαλιστικών τιμών φυσικού αερίου σε διάφορους συμμετέχους στην αγορά πετρελαίου, δηλαδή του ΟΠΕΚ, των Ευρωπαϊκών κρατών, κ.ο.κ.

Διεθνείς οργανισμοί που καθιερώθηκαν πρόσφατα στο χώρο του φυσικού αερίου, παρόμοιοι με τον ΟΠΕΚ, δεν είναι σε θέση να παρέχουν μια σωστή ρύθμιση της αγοράς. Όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις, οι άμεσες σχέσεις μεταξύ των προμηθευτών και των αγοραστών αποδεικνύονται πιο αποτελεσματικές. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να υπολογίσουμε ότι ενόψει μιας συνεχώς αυξανόμενης και μακροχρόνιας ανάπτυξης στην ενεργειακή ζήτηση, καθώς και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον ταυτόχρονο περιορισμό της προσφοράς, ο πωλητής θα ρυθμίσει ο ίδιος τα επίπεδα των τιμών, λαμβάνοντας υπ όψιν τις τιμές εξόρυξης, τα κόστη μεταφοράς, τις επενδυτικές δαπάνες, τα αναμενόμενα περιθώρια (του κέρδους), και θα τα προτείνει στον αγοραστή. Οι συγκεκριμένη αναφορά και πρόβλεψη έγινε απευθείας από τον Πρόεδρο του Τουρκμενιστάν στο Ασγκαμπάτ τον Απρίλιο.

Είναι αλήθεια ότι, έως τώρα, το φυσικό αέριο χαίρει λιγότερης εκτίμησης, όσον αφορά την τιμή του, συγκριτικά με τα υπόλοιπα ενεργειακά προϊόντα. Στην πραγματικότητα, οι τρέχουσες τιμές φυσικού αερίου δεν αντανακλούν την υπεροχή του στη θερμαντική ισχύ, την ευκολία χρήσης και την οικολογική αξία του, σε σύγκριση με άλλα περισσότερο διαδεδομένα ενεργειακά προϊόντα. Η μετάβαση σε τιμές που έχουν συμφωνηθεί άμεσα ανάμεσα στους προμηθευτές και τους καταναλωτές πρόκειται να διορθώσει αυτές τις χαμηλές τιμές.

Η εμφάνιση σε αυτή την αγορά νέων μεγάλων εξαγωγέων φυσικού αερίου, όπως το Τουρκμενιστάν, το Αζερμπαϊτζάν και το Ιράν, δηλαδή χωρών που δεν είναι συνδεδεμένες με πολύχρονες αμοιβαίες σχέσεις με παραδοσιακούς συνεργάτες και με επιχειρηματική πρακτική στο εμπόριο φυσικού αερίου με βάση συγκεκριμένους τύπους τιμών, θα έχει ως επακόλουθο την πρόκληση αλλαγών στις αρχές της πολιτικής καθορισμού των τιμών σε παγκόσμια κλίμακα. Όλοι οι καταναλωτές ενέργειας πρέπει να λάβουν εγκαίρως υπ΄ όψιν τους το συγκεκριμένο γεγονός, καθώς και άλλες παράλληλες τάσεις, προκειμένου να διαμορφώσουν τα μελλοντικά στρατηγικά τους σχέδια. Άλλωστε, το γεγονός αυτό έχει ήδη προκαλέσει αύξηση τιμών για τους καταναλωτές.

Σημείωση: Ο Sergio A. Rossi είναι ειδικός στα θέματα ενέργειας και Ανατολικο-Δυτικών σχέσεων και αναλυτής στην οικονομική και χρηματοοικονομική καθημερινή εφημερίδα Il Sole 24 Ore του Μιλάνου. Οι απόψεις που διατυπώνονται σε αυτό το άρθρο ανήκουν αποκλειστικά στον ίδιο.