Η Πετρελαϊκή Εξάρτηση και ο Δημοσιονομικός μας «Φαύλος Κύκλος»

Μία γρήγορη ανάγνωση της έκθεσης του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος για το 2008 είναι ικανή να αναδείξει τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Ιδιαίτερα στο 23 σελίδων τμήμα της με τίτλο « Η Ευρωπαϊκή Πολιτική για την Κλιματική Αλλαγή και την Ενέργεια, η Προστασία του Περιβάλλοντος και ο Τομέας της Ενέργειας στην Ελλάδα» (σ.185-207) περιγράφεται ανάγλυφα το χάσμα που μας χωρίζει στον ενεργειακό τομέα σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο ότι μεγαλώνει η εξάρτηση της οικονομίας μας από το πετρέλαιο σε σύγκριση με ό,τι συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.
Energia.gr
Παρ, 8 Μαΐου 2009 - 18:11

Μία γρήγορη ανάγνωση της έκθεσης του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος για το 2008 είναι ικανή να αναδείξει τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Ιδιαίτερα στο 23 σελίδων τμήμα της με τίτλο « Η Ευρωπαϊκή Πολιτική για την Κλιματική Αλλαγή και την Ενέργεια, η Προστασία του Περιβάλλοντος και ο Τομέας της Ενέργειας στην Ελλάδα» (σ.185-207) περιγράφεται ανάγλυφα το χάσμα που μας χωρίζει στον ενεργειακό τομέα σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο ότι μεγαλώνει η εξάρτηση της οικονομίας μας από το πετρέλαιο σε σύγκριση με ό,τι συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, σε όλους τους κλάδους της οικονομικής μας δραστηριότητας, το 2006 καταναλώναμε 54% περισσότερο πετρέλαιο σε σχέση με την ζώνη του ευρώ για κάθε μονάδα προϊόντος που παρήγαμε, ενώ το 1995 καταναλώναμε 50% περισσότερο πετρέλαιο ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος . Μάλιστα, η ελληνική βιομηχανία, για κάθε μονάδα παραγόμενου προϊόντος, καταναλώνει 319% περισσότερο πετρέλαιο από ό,τι η ζώνη του ευρώ.

Τονίζεται, επίσης, στην έκθεση αυτή ότι η χώρα μας βρίσκεται εγκλωβισμένη στην πετρελαϊκή εξάρτηση, ενώ άλλες χώρες προχωρούν με πολύ πιο γοργά βήματα στην υποκατάσταση των πετρελαιοειδών από άλλες μορφές ενέργειας (φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, ΑΠΕ). Είναι αξιοσημείωτο ότι την περίοδο 1990-2006, τα πετρελαιοειδή αντιπροσώπευαν περίπου το 58% της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας στην Ελλάδα, επίδοση που ήταν η τρίτη μεγαλύτερη στην Ευρώπη των 27.

Πώς, όμως, θα μειωθεί η εξάρτησή μας αυτή όταν ο τρόπος ζωής μας, τα καταναλωτικά μας πρότυπα, αλλά και η πολιτική του κράτους κάθε άλλο παρά συντείνουν στην υπέρβαση της «οικονομίας του πετρελαίου»; Είναι αρκετά δύσκολο να κατανοήσει κανείς πώς μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος της «πράσινης οικονομίας» όταν μειώνεται στο μισό το τέλος ταξινόμησης για να υπηρετηθεί ο διαρκής πόθος του μέσου Νεοέλληνα για φθηνό (και πλέον και για πολυτελές…) Ι.Χ. Ταυτόχρονα, απουσιάζει οποιοδήποτε κίνητρο για προώθηση οχημάτων χαμηλής κατανάλωσης ή υβριδικών, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες που έχουν μειώσει τα τελευταία χρόνια την ενεργειακή και πετρελαϊκή ένταση, πράγμα που επισημαίνει και η έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος. Αντίθετα, τέτοια μέτρα ενισχύουν την διαχρονικά παρατηρούμενη αύξηση της χρήσης πετρελαίου από τα ελληνικά νοικοκυριά και τον ημεδαπό τομέα των υπηρεσιών, όταν και η ζώνη του ευρώ και η Ευρώπη των 27 την έχει μειώσει.

Στην παρούσα, εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, είναι αναγκαίος ο περιορισμός του εξωτερικού μας ελλείμματος, ακριβώς για να είναι μεγαλύτερη η πιστοληπτική μας αξιοπιστία και να μην αποτελματωθούμε όλο και πιο βαθιά σε έναν φαύλο κύκλο όλο και ακριβότερου δανεισμού. Πώς, όμως, είναι εφικτό αυτό όταν η πετρελαϊκή μας εξάρτηση έχει αυξηθεί με τον υψηλότερο μέσο ετήσιο ρυθμό στην ευρωζώνη την περίοδο 1990-2006; Για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, τουλάχιστον αναφορικά με την ενέργεια, η έκθεση του Διοικητή της κεντρικής τράπεζας της χώρας μας προτείνει διάφορες λύσεις. Επισημαίνει ότι η αναμενόμενη αύξηση της διείσδυσης φυσικού αερίου στην Ελλάδα θα μειώσει την χρήση πετρελαιοειδών, το οποίο, όμως, είναι και αυτό εισαγόμενο. Γι’ αυτό και προτείνει ως μέσο μείωσης διαχρονικά της εξάρτησής μας από το πετρέλαιο την υποκατάστασή του από εγχώριες πηγές, όπως οι ΑΠΕ.

Σε πολλά σημεία η έκθεση κάνει αναφορά στην αναπτυξιακή ώθηση που θα δώσει στην Ελλάδα τόσο η εξοικονόμηση ενέργειας, όσο και η ανάπτυξη των ΑΠΕ. Για να γίνει, όμως, κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο να διευκολυνθεί η χρηματοδότηση ιδίως στα αρχικά στάδια των σχετικών επενδύσεων και, κυρίως, οι ΑΠΕ να αποτελέσουν κεντρική πολιτική επιλογή όλων των κυβερνήσεων.

Η έκθεση επισημαίνει την μικρή ανάπτυξη που έχει στην χώρα μας η παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ανάληψης επιχειρηματικού κινδύνου (π.χ. venture capitals), αλλά και τις ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες εξαιτίας της κρίσης. Παρ’ όλ’ αυτά, αναφέρεται στα ειδικά προγράμματα που σχεδιάζουν εμπορικές τράπεζες με αφορμή το πρόγραμμα ενίσχυσης φωτοβολταϊκών σταθμών.

Από το συγκεκριμένο παράδειγμα θα μπορούσε, ωστόσο, κανείς να εξαγάγει ακόμη πιο μελαγχολικά συμπεράσματα, καθώς εκατοντάδες φωτοβολταϊκά πάρκα που βρίσκονται στο στάδιο της αδειοδότησης την τελευταία διετία κινδυνεύουν από χρηματοπιστωτική «ασφυξία», αφού οι Τράπεζες, λόγω της κρίσης, υπαναχωρούν ως προς τις έγγραφες δεσμεύσεις τους για χορήγηση δανείων ίσων με το 35%-40% της αξίας των έργων, παρ’ ότι οι περισσότεροι επενδυτές έχουν καταβάλει την ιδία συμμετοχή (συνήθως 20- 25%), όπως υποχρεώνονται βάσει του Αναπτυξιακού Νόμου. Επιπλέον, η κρατική χρηματοδότηση, πάλι λόγω της κρίσης, έχει μηδενιστεί, επιτείνοντας με την σειρά της το αδιέξοδο των επενδυτών.

Με ένα κράτος που καταφεύγει σε «φορολογικούς συναγερμούς» ανά περιόδους που στόχο έχουν να καλύψουν έκτακτες ταμειακές του ανάγκες, η ανάπτυξη καθίσταται ανέφικτη, καθώς, την ίδια στιγμή, υπακούει σε λογικές βραχυπρόθεσμου πολιτικού κόστους, μακράν των εννοιών της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας. Η εφετινή έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, με αφετηρία και τις αναλύσεις και τις προτάσεις της για την ενεργειακή πολιτική της χώρας, θα μπορούσε να αποτελέσει μία σοβαρή βάση για ανάπτυξη, αλλά και ανάκαμψη των δημοσιονομικών μας μεγεθών.