Η συνάντηση των ηγετών των είκοσι μεγάλων οικονομιών, γνωστών ως G-20, είχε τρία τουλάχιστον θετικά αποτελέσματα. Πρώτον, φαίνεται ότι απεφεύχθη το ενδεχόμενο λήψης μέτρων προστασίας εμπορικού χαρακτήρα που θα σήμαινε επάνοδο στον προστατευτισμό με αρνητικές συνέπειες για όλες τις χώρες. Δεύτερον, αποφασίστηκε η ενίσχυση χωρών που βρίσκονται σε κίνδυνο συναλλαγματικής κατάρρευσης, μέσω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η συνάντηση των ηγετών των είκοσι μεγάλων οικονομιών, γνωστών ως G-20, είχε τρία τουλάχιστον θετικά αποτελέσματα. Πρώτον, φαίνεται ότι απεφεύχθη το ενδεχόμενο λήψης μέτρων προστασίας εμπορικού χαρακτήρα που θα σήμαινε επάνοδο στον προστατευτισμό με αρνητικές συνέπειες για όλες τις χώρες. Δεύτερον, αποφασίστηκε η ενίσχυση χωρών που βρίσκονται σε κίνδυνο συναλλαγματικής κατάρρευσης, μέσω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τρίτον, έγινε αντιληπτό ότι το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα χρειάζεται αναμόρφωση και στενότερη εποπτεία. Συνέπεια της συμφωνίας στα παραπάνω τρία ζητήματα ήταν η δημιουργία κλίματος αισιοδοξίας ως προς την έκταση και τη διάρκεια της παρούσας σοβαρότατης κρίσης.

Στρεβλώσεις στις ισοτιμίες

Εν τούτοις, πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι τα παραπάνω μέτρα είναι θετικά, αλλά το πρόβλημα βρίσκεται βαθύτερα. Υποστηρίζεται ότι πίσω από την παρούσα κρίση κρύβεται η διεθνής δημοσιονομική ανισορροπία. Συγκεκριμένα, από την μια πλευρά έχουμε την Κίνα και την Ιαπωνία (και ορισμένες άλλες χώρες) με μεγάλο πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών και από την άλλη, τις ΗΠΑ, τη Μεγ. Βρετανία (και ορισμένες άλλες χώρες) με μεγάλα ελλείμματα. Αν οι δυνάμεις της αγοράς λειτουργούσαν ελεύθερα, το άμεσο και κύριο αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης θα ήταν η ανατίμηση του κινεζικού και του ιαπωνικού νομίσματος και η υποτίμηση του δολαρίου και της στερλίνας. Οι αλλαγές στις σχετικές τιμές των νομισμάτων θα ήταν ο εξισορροπητικός μηχανισμός.

Oμως, η Κεντρική Tράπεζα της Κίνας έκρινε διαφορετικά και προτιμά να διατηρεί το κινεζικό νόμισμα υποτιμημένο, με αποτέλεσμα να αυξάνει τις εξαγωγές της και να συσσωρεύει συναλλαγματικά αποθέματα. Επίσης, η Ιαπωνία, διατηρώντας για χρόνια το επιτόκιο σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ενθάρρυνε τον δανεισμό σε ιαπωνικό νόμισμα και τη μετατροπή των ποσών αυτών σε νομίσματα όπου το επιτόκιο ήταν υψηλότερο. Aμεσο αποτέλεσμα αυτών των νομισματικών πολιτικών ήταν η μεγάλη αύξηση της ρευστότητας παγκοσμίως που διοχετεύθηκε σε μετοχές, ομόλογα, διάφορα τραπεζικά προϊόντα, ακίνητα κ. λπ.

Η αρχή του κακού

Για πολλούς, λοιπόν, αναλυτές το κακό ξεκίνησε από τη νομισματική πολιτική της Κίνας και της Ιαπωνίας. Αρχικά, ορισμένοι αναλυτές πίστευαν ότι το αποτέλεσμα της συναλλαγματικής ανισορροπίας θα ήταν ένας έντονος πληθωρισμός στην Κίνα που θα είχε κάποιο εξισορροπητικό αποτέλεσμα, ενώ για την Ιαπωνία πίστευαν ότι τα πολύ χαμηλά επιτόκια θα έφερναν ανάκαμψη και θα έβγαζαν την ιαπωνική οικονομία από τη μακροχρόνια στασιμότητα. Aλλοι αναλυτές περίμεναν ότι η ανισορροπία στην αγορά συναλλάγματος θα οδηγούσε σε κρίση μέσω της κατάρρευσης του δολαρίου. Τελικά ούτε η Κίνα είδε πληθωρισμό ούτε η Ιαπωνία ανέκαμψε ούτε το δολάριο κατέρρευσε, αλλά όλοι είδαμε μια πολύ σοβαρή παγκόσμια κρίση.

Το πρόβλημα δεν λύθηκε

Η συνάντηση των ηγετών των G-20 δεν έλυσε το πρόβλημα της συναλλαγματικής ανισορροπίας σε παγκόσμια κλίμακα. Oσο το δολάριο παραμένει τεχνητά υπερτιμημένο σε σχέση με το κινεζικό νόμισμα και η ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων δεν αντιστοιχεί στην αβίαστη ισορροπία των αγορών, θα υπάρχουν συναφείς αιτίες στρεβλώσεων σε άλλες αγορές παγκοσμίως. Το ενδιαφέρον και δύσκολο να απαντηθεί ερώτημα είναι τούτο: πώς μπορεί να πεισθεί η Κίνα να αφήσει ελεύθερη την αγορά συναλλάγματος;

Ο κ. Θεόδωρος Λιανός είναι ομότιμος καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 09/05/2009)