Σε Αναζήτηση Νέου Ενεργειακού Ρόλου η Ελλάδα στη Ν.Α. Ευρώπη

Τα γεγονότα γύρω από το ενεργειακό γίγνεσθαι στη Ν.Α. Ευρώπη τις τελευταίες εβδομάδες εκ πρώτης όψεως δείχνουν την Ελλάδα να χάνει όχι απλώς πόντους, αλλά να μένει τραγικά πίσω από την πραγματοποίηση του «εθνικού οράματος» περί ανάδειξης της χώρας μας, ιδιαίτερα της Βόρειας Ελλάδας, σε σημαντικό ενεργειακό κόμβο της περιοχής.
Energia.gr
Τρι, 12 Μαΐου 2009 - 12:03
Τα γεγονότα γύρω από το ενεργειακό γίγνεσθαι στη Ν.Α. Ευρώπη τις τελευταίες εβδομάδες εκ πρώτης όψεως δείχνουν την Ελλάδα να χάνει όχι απλώς πόντους, αλλά να μένει τραγικά πίσω από την πραγματοποίηση του «εθνικού οράματος» περί ανάδειξης της χώρας μας, ιδιαίτερα της Βόρειας Ελλάδας, σε σημαντικό ενεργειακό κόμβο της περιοχής.

Πράγματι, οι τελευταίες εξελίξεις κάθε άλλο παρά αισιοδοξία μπορούν να μας γεμίζουν, αφού μία σειρά από ατυχείς χειρισμούς και παραλήψεις τα τελευταία χρόνια έχουν οδηγήσει σε μία υποβάθμιση της χώρας μας στον ενεργειακό χάρτη της περιοχής. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, ξεχωρίζουμε τα εξής:

(α) Την πρόσφατη απόφαση του Energy Community, δηλ. του οργανισμού της Ε.Ε. για την ενεργειακή αγορά στην ΝΑ Ευρώπη, για την ίδρυση και λειτουργία Κεντρικού Συντονιστικού Γραφείου Δημοπρασιών για την διασυνοριακή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που θα εδρεύει στην Ποντγκόριτσα του Μαυροβουνίου.

Με τη δημιουργία του εν λόγω γραφείου καταργούνται οι διακρατικές δημοπρασίες για την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τη θέση τους καταλαμβάνει πλέον ένας υπερεθνικός φορέας με κύρια αποστολή του συντονισμό της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των χωρών της ΝΑ Ευρώπης. Η ίδρυση του Συντονιστικού Γραφείου αποφασίστηκε από το Συμβούλιο Υπουργών της Ενεργειακής Κοινότητας της Νοτιανατολικής Ευρώπης, η οποία αποτελεί τον οργανισμό που συνέστησε η Ευρωπαϊκή Ένωση το 2005 με έδρα τη Βιέννη (και όχι την Αθήνα όπως προέβλεπε η αρχική συμφωνία). Στόχος της Ενεργειακής Κοινότητας είναι η στενότερη ενεργειακή συνεργασία των βαλκανικών χωρών και η επέκταση της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης.

Η εγκατάσταση του γραφείου αυτού στο Μαυροβούνιο αποτελεί πλήγμα για την Ελλάδα η οποία ως γνωστό πρωτοστάτησε στην δημιουργία του Energy Community πριν από μερικά χρόνια, μια διαδικασία που ξεκίνησε ουσιαστικά στην Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 1999 με την πρώτη περιφερειακή διάσκεψη των υπουργών Ενέργειας της περιοχής υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εγκατάσταση και λειτουργία ενός τέτοιου νευραλγικού κέντρου διαχείρισης ενέργειας σε περιφερειακή βάση έπρεπε να γίνει στην Θεσσαλονίκη, η οποία από γεωγραφικής τουλάχιστον πλευράς αποτελεί το φυσικό κέντρο βάρους της περιοχής.

(β) Το προβάδισμα της Βουλγαρίας στο να καταστεί αυτή το ενεργειακό hub της περιοχής, αφού μέσα από τα εδάφη της θα διέρχονται τόσο οι αγωγοί αερίου South Stream (από Ρωσία) και Nabucco (από Τουρκία), και ο πετρελαιαγωγός Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη.

Παράλληλα, επιταχύνεται το πρόγραμμα κατασκευής πυρηνικών μονάδων με τη δραστηριοποίηση πλέον της Bulgarian Energy Holding.

Πρέπει δε ακόμα να σημειωθεί ότι η χάραξη του South Stream ως προς τη διέλευσή του μέσω της Ελλάδας δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί, και άρα είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα συμπεριληφθεί η χώρα μας στην πρώτη φάση του έργου. Αυτό που είναι απόλυτα βέβαιο είναι ότι ο South Stream, στην πρώτη φάση του θα διέλθει μέσω της Βουλγαρίας, για να οδηγηθεί ακολούθως μέσα από τη Σερβία προς την Κεντρική Ευρώπη. Άρα η θέση της Βουλγαρίας ενδυναμώνεται ακόμη περισσότερο.

Επίσης, η συμβολή της Βουλγαρίας στην ενίσχυση της περιφερειακής ενεργειακής ασφάλειας γίνεται πλέον ουσιαστική και ξεπερνάει κατά πολύ την αντίστοιχη ελληνική προσφορά. Αυτό εξ’ άλλου φάνηκε ξεκάθαρα, εάν κρίνουμε από τη διεθνή απήχηση που είχε, η πρόσφατη Συνόδος στη Σόφια (24/25 Απριλίου) που συγκάλεσε ο Βούλγαρος Πρόεδρος Γκεόργκι Παρβάνοφ για τα θέματα ενεργειακής ασφάλειας. Η μεγάλη συμμετοχή στη Σύνοδο σε κυβερνητικό επίπεδο, επιβεβαίωσε το ρόλο της Βουλγαρίας ως την ανερχόμενη ενεργειακή δύναμη στην περιοχή, μετά την Τουρκία.

(γ) Το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει πλέον τα σχέδια για την κατασκευή του IΤGI μετά την αποτυχία συνεννόησης μεταξύ Τουρκίας και Αζερμπαϊτζάν για τη διέλευση ποσοτήτων Αζέρικου αερίου μέσω της Τουρκικής ενδοχώρας. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε με τη στροφή του Αζερμπαϊτζάν προς τη Ρωσία, με την οποία μάλιστα υπέγραψε και συμφωνία για την πώληση του μεγαλύτερου μέρους του αερίου που θα παράγει το περίφημο κοίτασμα Shah – Deniz. Είναι προφανές ότι χωρίς το Αζέρικο αέριο είναι καταδικασμένος ο αγωγός IΤGI να παραμείνει στο σχεδιαστήριο, ενώ το Ιρανικό αέριο το απορροφά ήδη ολόκληρο η Τουρκία.

Είναι ξεκάθαρο πλέον και στον πιο απληροφόρητο παρατηρητή, ότι εάν δεν υπάρξει μία συμφωνία αρχών μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας πάνω στο θέμα της διαμετακόμισης φυσικού αερίου μέσω των Τουρκικών εδαφών, πολλά από τα σχέδια που συζητούνται και αναπτύσσονται αυτή την περίοδο (και κυρίως οι αγωγοί IGI και Nabucco), θα παραμείνουν ευσεβείς πόθοι. Η δε Τουρκική κυβέρνηση, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη επίσκεψη Obama και την πανηγυρική της αναγνώριση από την Ουάσιγκτον ως την κατ’ εξοχή περιφερειακή δύναμη στην περιοχή, έχει ανεβάσει τον πήχη ακόμη υψηλότερα.

Οι ανωτέρω δυσμενείς εξελίξεις είναι απόλυτα βέβαιο ότι περιορίζουν αισθητά τις βλέψεις της χώρας μας να διαδραματίσει έναν ευρύτερο ρόλο στα ενεργειακά πράγματα της περιοχής. Ένα μεγάλο μέρος των μέχρι σήμερα προσδοκιών είχαν στηριχθεί στον Ελληνο– Τουρκικό interconnector και στην προοπτική που προσέφερε αυτός για τη μεταφορά αερίου από Κασπία μέσω Τουρκίας και Ελλάδας. Ακόμα πολλές ελπίδες είχαν επενδυθεί στον πετρελαιαγωγό Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη, η κατασκευή του οποίου έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα.

Είναι προφανές ότι εάν η κυβέρνηση δεν επιθυμεί την πλήρη περιθωριοποίηση της χώρας μας στο ενεργειακό τοπίο της ΝΑ Ευρώπης, θα πρέπει πολύ σύντομα να αναπροσαρμόσει τους στόχους της και να αποδεχθεί τη νέα πραγματικότητα. Αυτή σε πρώτη φάση επιβάλλει ενδυνάμωση των δεσμών μας με τη Βουλγαρία σε υψηλό πολιτικό επίπεδο (κάτι που ήδη γίνεται), ώστε να αναβαθμισθεί η ενεργειακή συνεργασία των δύο χωρών. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην κατασκευή του «διπλής κατεύθυνσης» αγωγού φυσικού αερίου, ενός κλασικού interconnector (μεταξύ Κομοτηνής και Χάσκοβο), που θα συνδέσει το Ελληνικό με το Βουλγαρικό δίκτυο φυσικού αερίου.

Ακόμη, η κατασκευή terminal LNG στην περιοχή της Καβάλας θεωρείται μία κίνηση που ισχυροποιεί το Ελληνικό σύστημα φυσικού αερίου, αφού θα δημιουργηθούν και χώροι αποθήκευσης επιτρέποντας στην Ελλάδα να παίξει πράγματι διαμετακομιστικό ρόλο προς Βουλγαρία, FYROM και Αλβανία (όταν επιτέλους καταλάβουν οι ιθύνοντες ότι η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να δώσει αυτή το φυσικό αέριο στην Αλβανία και όχι η Φυρομία).

Επίσης, δεν θα ήτο παράλογο ούτε άνευ πρακτικής σημασίας η δημιουργία ενός περιφερειακού dispatch center από το ΔΕΣΜΗΕ στη Θεσ/νίκη ή στη Κομοτηνή για τη διαχείριση των ηλεκτρικών φορτίων (εισαγωγών – εξαγωγών) προς Αλβανία, FYROM, Βουλγαρία, Τουρκία. Αυτό θα βοηθούσε άμεσα στον καλύτερο συντονισμό του διασυνοριακού ηλεκτρικού εμπορίου, με το κέντρο αυτό να παίζει πολύ πιο ουσιαστικό ρόλο από το Συντονιστικό Γραφείο του Energy Community στο Μαυροβούνιο.

Το νέο άνοιγμα που επιχειρεί τώρα η ΔΕΗ στα Δυτικά Βαλκάνια (βλέπε Αλβανία, Μαυροβούνιο, Βοζνία) σε συνεργασία με άλλους εταίρους αποτελεί μία ακόμη κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση, δηλαδή της εξωστρέφειας στις ενεργειακές μας υποδομές και συνεργασίες. Όμως για να πετύχει το άνοιγμα αυτό θα πρέπει να τύχει ισχυρής και συνεπούς στήριξης από την κυβέρνηση όπως ακριβώς πράττουν άλλα κράτη που προωθούν παρόμοια έργα εκτός συνόρων τους.

Τέλος, η σημαντική εμπειρία και τεχνογνωσία της Ελλάδος στον τομέα των ΑΠΕ θα μπορούσε να προβληθεί κατάλληλα στις χώρες της Ν.Α. Ευρώπης μέσω κοινών δράσεων των επαγγελματικών φορέων (π.χ. ΕΣΗ-ΑΠΕ, ΣΕΦ) και του ΥΠΑΝ. Εάν ασφαλώς επιθυμούμε ως χώρα να κάνουμε μία εξωστρεφή ενεργειακή πολιτική στην περιοχή.

Τα ανωτέρω συνιστούν τα κυριότερα μέτρα που μπορεί να προωθήσει άμεσα η κυβέρνηση, ώστε να συμβάλλει στην ενίσχυση της περιφερειακής ενεργειακής ασφάλειας, η οποία και εμφανίζεται να είναι το μέγα ζητούμενο από πλευράς Ε.Ε., αλλά και αποτελεί συγχρόνως προϋπόθεση για την ενεργειακή ασφάλεια της ίδιας μας της χώρας.