Το αγγλοσαξονικό οικονομικό και χρηματοοικονομικό μοντέλο έχει υποστεί βλάβη και ο ρόλος των ΗΠΑ ως ηγετικής παγκόσμιας οικονομικής, χρηματοοικονομικής και ακόμα και γεωστρατηγικής υπερδύναμης έχει πληγεί. Ακόμα και χωρίς αυτήν την κρίση, η σχετική και απόλυτη ισχύς των ΗΠΑ θα είχε μειωθεί από την ανάδυση των ταχέως αναπτυσσόμενων οικονομιών της Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας και Κίνας και από την ανάδυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το αγγλοσαξονικό οικονομικό και χρηματοοικονομικό μοντέλο έχει υποστεί βλάβη και ο ρόλος των ΗΠΑ ως ηγετικής παγκόσμιας οικονομικής, χρηματοοικονομικής και ακόμα και γεωστρατηγικής υπερδύναμης έχει πληγεί.

Ακόμα και χωρίς αυτήν την κρίση, η σχετική και απόλυτη ισχύς των ΗΠΑ θα είχε μειωθεί από την ανάδυση των ταχέως αναπτυσσόμενων οικονομιών της Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας και Κίνας και από την ανάδυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά τα σφάλματα πολιτικής των ΗΠΑ, που διαιώνιζαν τα δύο δημοσιονομικά ελλείμματα και τα ελλείμματα τρέχοντος λογαριασμού και προκάλεσαν τη χειρότερη χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση μετά τη Μεγάλη Ύφεση, επιτάχυναν αυτή την αλλαγή στην ισορροπία οικονομικής και χρηματοοικονομικής ισχύος του κόσμου.

Οι οικονομικές και χρηματοοικονομικές υπερδυνάμεις ή αυτοκρατορίες τείνουν να είναι καθαροί πιστωτές και καθαροί δανειστές (σημειώνοντας πλεονάσματα τρέχοντος λογαριασμού) όπως ήταν η Βρετανική Αυτοκρατορία στην ακμή της. Αλλά αυτές οι αυτοκρατορίες παρουσιάζουν πτώση - ο ρόλος της βρετανικής λίρας ως του βασικότερου παγκοσμίως αποθεματικού νομίσματος χάθηκε κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο όταν το Ηνωμένο Βασίλειο έγινε μεγάλος καθαρός οφειλέτης και καθαρός ξένος δανειολήπτης (σημειώνοντας ελλείμματα τρέχοντος λογαριασμού) και είχε μεγάλα εγχώρια δημοσιονομικά ελλείμματα.

Οι ΗΠΑ είναι τώρα ο μεγαλύτερος καθαρός δανειολήπτης στον κόσμο (σημειώνοντας τεράστια ελλείμματα τρέχοντος λογαριασμού) και ο μεγαλύτερος καθαρός οφειλέτης στον κόσμο ενώ τα εγχώρια δημοσιονομικά ελλείμματά τους διογκώνονται επίσης.

Και αντίθετα με τη δεκαετία του '80 όταν τα δίδυμα ελλείμματα χρηματοδοτήθηκαν από τους φίλους και συμμάχους τους (Ιαπωνία, Γερμανία και η υπόλοιπη Ε.Ε.) αυτή τη φορά γύρω από τους μεγαλύτερους δανειστές και πιστωτές των ΗΠΑ βρίσκονται είτε οι στρατηγικοί τους αντίπαλοι (Ρωσία, Κίνα, κ.λπ.) είτε μια ομάδα σχετικά ασταθών πετρελαιοπαραγωγών κρατών.

Έτσι αυτή η ισορροπία χρηματοοικονομικού τρόμου κάνει τις ΗΠΑ να εξαρτώνται από την καλοσύνη ξένων. Αυτή η αυξανόμενη αδυναμία των ΗΠΑ σημαίνει ότι υπάρχει αλλαγή παραδείγματος στην ισορροπία οικονομικής και χρηματοοικονομικής -ενδεχομένως ακόμα και γεωστρατηγικής- ισχύος στον κόσμο.

Η Κίνα βιώνει σήμερα απότομη προσγείωση και προβλέπω ότι η ανάπτυξη της Κίνας για το 2009 δεν μπορεί να είναι υψηλότερη του 5 τοις εκατό.

Για μια χώρα που χρειάζεται ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 10 τοις εκατό περίπου ώστε να μετακινήσει εκατομμύρια φτωχούς αγρότες στο σύγχρονο αστικό βιομηχανικό τομέα, ένας ρυθμός ανάπτυξης της τάξης του 5 τοις εκατό μεταφράζεται στην πράξη ως απότομη προσγείωση.

Ο αποπληθωρισμός

Σε βραχυπρόθεσμο πλαίσιο, οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία προέρχονται από αποπληθωριστικές πιέσεις: στασιμότητα σε αγορές αγαθών καθώς η συνολική ζήτηση μειώνεται σε σχέση με τη συνολική προσφορά, στασιμότητα σε αγορές εργασίας καθώς η ανεργία αυξάνεται σημαντικά, στασιμότητα σε αγορές πρώτων υλών καθώς οι αγορές πρώτων υλών κατρακυλούν.

Έχουν εκφραστεί ανησυχίες ότι οι μαζικές ενέσεις ρευστότητας θα είναι τελικά πληθωριστικές. Αλλά με μεγάλα χάσματα απόδοσης και διογκωμένα ποσοστά ανεργίας, οι πληθωριστικές πιέσεις δεν είναι πιθανές έως ότου συρρικνωθούν δραματικά αυτά τα χάσματα.

Επίσης, οι ενέσεις ρευστότητας ικανοποιούν μια ορμητική ζήτηση για ρευστότητα έτσι ώστε η απουσία τόσο μεγάλης παροχής χρημάτων να οδηγήσει σε μεμονωμένες αυξήσεις των ρυθμών των χρηματαγορών, ενώ το χρήμα βάσης αυξάνεται σημαντικά, άλλα χρηματικά και πιστωτικά μέτρα είναι στάσιμα ή συρρικνώνονται καθώς ο χρηματικός πολλαπλασιαστής πέφτει. Αυτό σημαίνει ότι η επιπλέον ρευστότητα αποταμιεύεται αντί να δαπανάται ή να δανείζεται.

Είναι αλήθεια ότι τελικά μπορεί να μπει κανείς στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει τη μόνιμη -πληθωριστική- νομισματοποίηση μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων για τη μείωση της πραγματικής αξίας των δημόσιων και ιδιωτικών χρεών. Πράγματι, ο φόρος πληθωρισμού μπορεί να γίνει πολιτικά ο δρόμος με τη λιγότερη αντίσταση εάν οι κυβερνήσεις θεωρήσουν ότι είναι δύσκολη και μη αποδεκτή από τον κόσμο η αύξηση των υπαρχόντων φόρων.

Αλλά ακόμα και μια σχετικά μετριοπαθής κεντρική τράπεζα όπως η Federal Reserve υπό τον Ben Bernanke δεν έχει τη δυνατότητα να αφήσει το τζίνι του πληθωρισμού έξω από το λυχνάρι -εάν οι προσδοκίες περί πληθωρισμού αυξάνονταν από χαμηλά μονά ψηφία σε υψηλά μονά ψηφία ή ακόμα και σε διπλά ψηφία- επειδή ένα τέτοιο πληθωριστικό κύμα θα προκαλούσε -ενδεχομένως- την ανάγκη για μια σκληρή τύπου Volcker αποπληθωριστική πολιτική ύφεσης ούτως ώστε το τζίνι των προσδοκιών περί πληθωρισμού να γυρίσει πίσω στο λυχνάρι του.

Επίσης, ο απροσδόκητος πληθωρισμός μπορεί να μειώσει την πραγματική αξία των ονομαστικών χρεών σε σταθερά επιτόκια. Αλλά πολλά στοιχεία του παθητικού παρουσιάζουν μεταβλητά ποσοστά: στεγαστικά δάνεια, τραπεζικές καταθέσεις, βραχυπρόθεσμα χρέη νοικοκυριών, τραπεζών, κυβερνήσεων, εταιρειών. Έτσι, ένα πληθωριστικό κύμα δεν μπορεί να μειώσει την πραγματική αξία αυτών των χρεών καθώς το επιτόκιό τους θα ανατιμολογούνταν γρήγορα ώστε να περιλαμβάνει κάθε αύξηση προσδοκώμενου πληθωρισμού. Έτσι ο φόρος πληθωρισμού δεν μπορεί καν να είναι αποτελεσματικός όσον αφορά τη μείωση των στοιχείων του παθητικού του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα εκτός εάν φτάσει σε εξαιρετικά και επικίνδυνα υψηλά επίπεδα.

Η Ευρωζώνη

Υπάρχει πλέον αυξανόμενος -αν και ακόμα αρκετά μικρός- κίνδυνος να αναγκαστούν ενδεχομένως ορισμένες χώρες να βγουν από την Ευρωζώνη.

Η όλη ιδέα της νομισματικής ένωσης ήταν ότι εφόσον οι χώρες μέλη δεν θα είχαν ανεξάρτητες νομισματικές πολιτικές, ανεξάρτητες δημοσιονομικές πολιτικές και ανεξάρτητες συναλλαγματικές πολιτικές, θα ωθούνταν να υλοποιήσουν πιο επιθετικά διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ώστε να διασφαλίσουν τη σύγκλιση της ανάπτυξης της παραγωγικότητας και να εμποδίσουν την απόκλιση της οικονομικής απόδοσης.

Η Γερμανία βίωσε σκληρή εταιρική αναδιάρθρωση που οδήγησε σε αυξανόμενη ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας με μικρή ανάπτυξη στα ονομαστικά ημερομίσθια που αποκατέστησε την ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Αντίθετα, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ιταλία και στην Ελλάδα αυτές οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις καθυστέρησαν και η ονομαστική αύξηση ημερομισθίων ξεπέρασε την ανάπτυξη της παραγωγικότητας οδηγώντας σε αυξήσεις του σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα και σε πραγματική υπεραξία που μείωσε την ανταγωνιστικότητα. Και τώρα, εκτός από αυτήν την απώλεια ανταγωνιστικότητας, ορισμένες οικονομίες της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν επίσης ένα δυσεπίλυτο λόγω μεγέθους πρόβλημα επειδή οι πιθανές απώλειες των τραπεζών τους είναι μεγαλύτερες από ό,τι οι εθνικοί δημοσιονομικοί πόροι.

Έτσι η νομισματική ένωση υφίσταται πιέσεις καθώς τα περιθώρια του Δημοσίου αυξάνονται επίσης. Πριν από δύο χρόνια -ενώ ήταν ακόμα στην αντιπολίτευση- ο σημερινός Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι και ο υπουργός Οικονομικών του, κ. Tremonti, υποστήριζαν ότι το ευρώ [EUR=X] ήταν καταστροφικό για την Ιταλία. Με τέτοιους φίλους ποιος χρειάζεται εχθρούς στη νομισματική ένωση;

Ενώ ο κίνδυνος της διάσπασης της Ευρωζώνης είναι ακόμα μακρινός, αυτή η οικονομική και χρηματοοικονομική κρίση είναι η πρώτη πραγματική δοκιμασία για τη νομισματική ένωση.

*«Κορυφαία προσωπικότητα στο χώρο των οικονομικών»

Ο Nouriel Roubini είναι καθηγητής Οικονομικών στο Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και πρόεδρος του συμβουλευτικού οργανισμού για οικονομικά θέματα RGE Monitor. Το Institutional Investor Magazine τον έχει χαρακτηρίσει «μία από τις 50 κορυφαίες προσωπικότητες παγκοσμίως στο χώρο των οικονομικών σήμερα», ενώ το Fortune Magazine τον έχει περιλάβει στη λίστα του με «τους 10 διανοητές που επιβάλλεται να γνωρίζει κάποιος στις μέρες μας».

Εκτός από την αναγνωρισμένη ακαδημαϊκή του καριέρα, ο καθηγητής Roubini έχει διατελέσει οικονομικός σύμβουλος σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο Υπήρξε επίσης επικεφαλής οικονομολόγος Διεθνών Υποθέσεων στο White House Council of Economic Advisors.

Ο καθηγητής Roubini έχει πτυχίο από το Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου και διδακτορικό στα Οικονομικά από το Πανεπιστήμιο του Harvard. Πριν ενταχθεί στο ακαδημαϊκό προσωπικό του Stern School of Business δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Yale. Έχει συγγράψει το βιβλίο «Political cycles: Theory and evidence» (1997), καθώς και το «Bailouts or bail-ins? Responding to financial crises in emerging markets», το οποίο δημοσιεύτηκε το 2004.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ", 01/06/2009)