Οι τιμές του αργού πετρελαίου κατέγραψαν τόσο βίαιες διακυμάνσεις, το τελευταίο εξάμηνο, σε σημείο που ο τομέας να έχει απομείνει να παρακολουθεί αμήχανος τις εξελίξεις - κάτι που έχει άμεση συνέπεια στην καθυστέρηση της εκτέλεσης νέων επενδύσεων και στην ακύρωση άλλων που είτε είναι υπερβολικά δαπανηρές είτε δεν δικαιολογούνται με βάση τις νέες συνθήκες στην αγορά

Οι τιμές του αργού πετρελαίου κατέγραψαν τόσο βίαιες διακυμάνσεις, το τελευταίο εξάμηνο, σε σημείο που ο τομέας να έχει απομείνει να παρακολουθεί αμήχανος τις εξελίξεις - κάτι που έχει άμεση συνέπεια στην καθυστέρηση της εκτέλεσης νέων επενδύσεων και στην ακύρωση άλλων που είτε είναι υπερβολικά δαπανηρές είτε δεν δικαιολογούνται με βάση τις νέες συνθήκες στην αγορά.

Από το ρεκόρ των 147 δολαρίων το βαρέλι, τον Ιούλιο του 2008, οι τιμές του αργού πετρελαίου έκαναν βουτιά στα 32 δολάρια τον Φεβρουάριο, προτού ανακάμψουν εκ νέου στην περιοχή των 60 δολαρίων, σήμερα.

Οι εταιρείες του τομέα προσπαθούν να μη δίνουν σημασία στον θόρυβο που δημιουργείται σε καθημερινή βάση και να επικεντρωθούν, αντιθέτως, στις μακροπρόθεσμες προβλέψεις για την πορεία των τιμών. Ωστόσο, οι διευθύνοντες σύμβουλοι των πετρελαϊκών εταιρειών παραδέχονται πως η μεταβλητότητα έκανε πολύ δύσκολο το έργο της αποτίμησης των νέων deals, ή της εκτέλεσης πολυδάπανων επενδύσεων στο πετρέλαιο, το φυσικό αέριο ή τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Ενισχυτικό της αβεβαιότητας που επικρατεί είναι η ανησυχία ότι οι τιμές έχουν καθοδηγηθεί, περισσότερο από την αισιοδοξία των επενδυτών για ταχεία έξοδο της παγκόσμιας οικονομίας από την ύφεση και λιγότερο από τη θεμελιώδη εικόνα που παρουσιάζουν η προσφορά και η ζήτηση.

Ο ΟΠΕΚ ανακοίνωσε στην τελευταία μηνιαία έκθεσή του πως «εξακολουθούν να υφίστανται αξιοσημείωτοι κίνδυνοι, καθώς τα θεμελιώδη δεδομένα της αγοράς πετρελαίου απέχουν μακράν από το να θεωρούνται ισορροπημένα εξαιτίας της επίμονης συρρίκνωσης της ζήτησης και της αυξανόμενης προσφοράς.

Για το απώτερο μέλλον η κοινή αντίληψη είναι πως η ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί εκ νέου, καθώς η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτει και η προσφορά θα περιοριστεί, καθώς τα αποθέματα φθίνουν και οι δύσκολες γεωπολιτικές συνθήκες που επικρατούν σε πολλές χώρες παραγωγής «μαύρου χρυσού» εμποδίζουν τις εταιρείες να εκμεταλλευτούν τα αχανή αποθέματα που έχουν εντοπιστεί ανά την υφήλιο.

Ωστόσο, μπορεί ο τομέας να αντέξει για τόσο μακρύ χρονικό διάστημα; Μπορούν οι εταιρείες να αποφύγουν άλλη μια φάση περικοπών σε εποχές ισχνών αγελάδων που θα επιφέρουν μειώσεις παραγωγής και αναπόφευκτα, αυξήσεις τιμών όταν οι οικονομίες θα ανακάμψουν;

Τα κατάφεραν

Εως τώρα, οι πετρελαϊκοί κολοσσοί, ιδίως εταιρείες όπως είναι η ExxonMobil, που μπόρεσαν να διαφυλάξουν πολύτιμο ρευστό που άντλησαν την περίοδο της εκρηκτικής ανόδου των τιμών, έχουν καταφέρει να μην κατφύγουν σε μαζικές απολύσεις προσωπικού, ή σε περικοπές του προϋπολογισμού τους.

 Αυτό, δυστυχώς, δεν ισχύει στην περίπτωση των μικρότερων ανταγωνιστών τους, αλλά και για τους παρόχους πετρελαϊκών υπηρεσιών, όπως είναι η Schlum-berger, που λιγότερο από ένα χρόνο αφότου παραπονέθηκε ότι δεν μπορεί να προσλάβει, αρκετά γρήγορα, προσωπικό προχωρεί τώρα σε απολύσεις 10.000 εργαζομένων της.

Στις ΗΠΑ, οι μικρές εταιρείες πετρελαίου αλλά ιδίως οι εταιρείες φυσικού αερίου, κλείνουν τις βάνες επειδή αδυνατούν να βρουν νέες πηγές χρηματοδότησης. Οι τιμές του φυσικού αερίου στην αμερικανική αγορά έχουν μειωθεί σήμερα στα 4 δολάρια ανά εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες (BTU), από τα 13 δολάρια τον Ιούλιο του 2008. Ο αριθμός των εν λειτουργία γεωτρύπανων έχει μειωθεί κατά 50%, τους τελευταίους μήνες, καθώς οι παραγωγοί έφθασαν στο χείλος της πτώχευσης εξαιτίας της χαμηλής ζήτησης και της αύξησης των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).

Εν τούτοις, το πρόβλημα της ακύρωσης ή της καθυστέρησης των επενδύσεων είναι παγκόσμιο. Στον Καναδά, μεγάλες και μικρές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των Royal Dutch Shell και Suncor, καθυστερούν τις επενδύσεις τους επειδή η εκμετάλλευση των αχανών αποθεμάτων πετρελαίου που έχουν εντοπιστεί στις περίφημες «άμμους πετρελαίου» (oil-sand), είναι τόσο δαπανηρή που μόνο μια τιμή πώλησης της τάξης των 40 δολαρίων το βαρέλι θα την καθιστούσε οικονομικά βιώσιμη.

Ακόμη, ο ΟΠΕΚ έχει ανακοινώσει πως αποφάσισε να καθυστερήσει 35 από τα 150 έργα εξόρυξης πετρελαίου, που είχε σχεδιάσει. Συνολικά, η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας υποστηρίζει πως έχουν παγώσει έργα που θα απέδιδαν 4,2 εκατ. βαρέλια πετρελαίου ημερησίως, καθώς και επενδύσεις που θα ενίσχυαν την παραγωγή κατά ακόμη 2 εκατ. βαρέλια «μαύρου χρυσού».

Αυτό μπορεί να μη μοιάζει σοβαρό πρόβλημα σήμερα που η ζήτηση φθίνει, ωστόσο, όταν τα πράγματα θα είναι εντελώς διαφορετικά όταν η παγκόσμια οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει και αντιληφθεί πως δεν θα της αρκούν τα καύσιμα για να κινηθεί ανοδικά, προειδοποιεί η ΙΕΑ.

Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένες αισιόδοξες ενδείξεις στον ορίζοντα. Οι τιμές που πρέπει να καταβάλουν οι πετρελαϊκές βιομηχανίες στους αναδόχους έργων, για γεωτρύπανα και βασικά εμπορεύματα, όπως είναι ο χάλυβας, έχουν μειωθεί χαμηλώνοντας τον πήχυ βιωσιμότητας των έργων.

Ετσι, με το κόστος παραγωγής (input price) να υποχωρεί, ολοένα λιγότερα επενδυτικά έργα θα καθυστερούν, ενδεχομένως, στο εξής. Εν τω μεταξύ, το Ιράκ προτίθεται να επιτρέψει, ύστερα από 40 χρόνια, την εκ νέου είσοδο των διεθνών πετρελαϊκών εταιρειών στην αγορά του, κάτι που θα δώσει την ευκαιρία στη χώρα με τα τρίτα μεγαλύτερα αποθέματα υδρογονανθράκων στον πλανήτη να αυξήσει, σταδιακά, την παραγωγή της και να επωφεληθεί από τις τεράστιες δυνατότητές της. Επίσης, στον τομέα της ζήτησης οι αλλαγές πολιτικής που ανακοινώθηκαν ενέτειναν την αισιοδοξία των υπέρμαχων των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Ακόμη, 120 δισ. δολάρια επενδύθηκαν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε παγκόσμια κλίμακα, δηλαδή τετραπλάσια αύξηση σε χρονικό διάστημα μόλις μιας πενταετίας, σύμφωνα με τον Τζέρεμι Λέγκετ - εκτελεστικό πρόεδρο της εταιρείας ηλιακής ενέργειας Solar-century.

Καμίας χώρας η περιβαλλοντική και η ενεργειακή πολιτική δεν παρακολουθείται και εξετάζεται προσεκτικά όσο των ΗΠΑ, που είναι ο μεγαλύτερος κατά κεφαλήν καταναλωτής ενέργειας στην υφήλιο.

(από Financial Times/"ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 29/05/2009)