Δεν είναι τυχαίο που ο αμερικανικός αιώνας συνέπεσε με την άνοδο και πτώση της 100ετούς General Motors, η οποία έγινε η μεγαλύτερη και πιο κερδοφόρα εταιρεία στον κόσμο όταν συμπλήρωσε την 50ετία. Τώρα ενώ πνέει τα λοίσθια ευρισκόμενη σε διαδικασία πτώχευσης στα αμερικανικά δικαστήρια, το σοκ της πτώσης της GM αμβλύνθηκε από άλλες θεαματικές καταρρεύσεις εταιρειών καθώς και από τα πακέτα «σωτηρίας» δισεκατομμυρίων δολαρίων που καλούνται να χρηματοδοτήσουν οι Αμερικανοί φορολογούμενοι

Δεν είναι τυχαίο που ο αμερικανικός αιώνας συνέπεσε με την άνοδο και πτώση της 100ετούς General Motors, η οποία έγινε η μεγαλύτερη και πιο κερδοφόρα εταιρεία στον κόσμο όταν συμπλήρωσε την 50ετία.

Τώρα ενώ πνέει τα λοίσθια ευρισκόμενη σε διαδικασία πτώχευσης στα αμερικανικά δικαστήρια, το σοκ της πτώσης της GM αμβλύνθηκε από άλλες θεαματικές καταρρεύσεις εταιρειών καθώς και από τα πακέτα «σωτηρίας» δισεκατομμυρίων δολαρίων που καλούνται να χρηματοδοτήσουν οι Αμερικανοί φορολογούμενοι.

Αλλά εάν τελευταία έγινε κατάχρηση της φράσης «τέλος εποχής», το βέβαιο είναι πως ταιριάζει στην περίπτωση. Εάν λέγατε στον μέσο Αμερικανό προ 50ετίας πως περισσότερα αυτοκίνητα θα πωλούνταν στην «Κόκκινη Κίνα» από ό,τι στις ΗΠΑ και πως η GM θα πτώχευε, χρηματοδοτούμενη από κυβερνητικά κεφάλαια που δανείζει το Πεκίνο, θα αναρωτιόταν για την πνευματική σας υγεία.

Οι οικονομικές αλλαγές που οδήγησαν σε αυτές τις δύο εξελίξεις φέτος ήταν δύσκολο να εκτιμηθούν.
Ενδεχομένως η GM να αντιμετώπισε μια κακή χρονιά, άσχημες απεργιακές κινητοποιήσεις ή να έχασε μερίδιο στην παγκόσμια αγορά από μια ιαπωνική εταιρεία με παράξενο όνομα που πουλά κάτι μικρά αυτοκινητάκια, αλλά η αντοχή της ήταν ζήτημα εμπιστοσύνης, ακόμη και εάν από παράδειγμα εταιρικής επάρκειας μετατράπηκε σε αντικείμενο μελέτης για την αρτηριοσκληρωτική διαχείρισή της.

Την παραμονή της πρώτης ενεργειακής κρίσης σχεδόν κάθε αυτοκίνητο που πωλείτο στη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου ήταν κατασκευασμένο από την GM. Αλλά άκαμπτες εργασιακές συμβάσεις, σκληροί ανταγωνιστές και δεκαετίες από κοντόφθαλμη και χωρίς φαντασία διαχείριση είχαν τις επιπτώσεις τους.

Η «επαναφορά» της GM με τη μορφή μια νέας, μικρότερης σε μέγεθος μονάδας δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί δεδομένων των μαζικών κεφαλαίων που έχουν δεσμευθεί γι΄αυτήν.

Ελεύθερη από τα χρέη της και τις ασθενέστερες συμφωνίες της και εμπορικά της σήματα, η GM θα είναι τελικά σε θέση να γίνει κερδοφόρα. Ωστόσο, το να συμβεί κάτι τέτοιο ενώ έχουν ξεκινήσει οι διαδικασίας πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 11 είναι πολύ ευκολότερο από το να αντιστραφούν δεκαετίες βιομηχανικής πτώσης.

Ενδεχομένως ύστερα από κάποιες δεκαετίες να υπάρχουν αυτοκινητοβιομηχανίες με κεντρικά γραφεία στις ΗΠΑ, αλλά, δυστυχώς, οι αλλαγές που επιβάλλονται από την παρέμβαση του κράτους είναι τόσο ήπιες και η άνοδος ασιατικών ανταγωνιστριών τόσο ταχεία που η GM δεν θα μείνει παρά μια σκιά μπροστά στον κολοσσό που ήταν πριν, την εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της.

Αγαπάτε το δολάριο

Οι επενδυτές ενδεχομένως να λατρεύουν το δολάριο, αλλά η αγάπη τους γι' αυτό το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα είναι ολοένα και πιο ασταθής. Πριν από μερικά χρόνια, η κυριαρχία του δολαρίου αμφισβητήθηκε, όταν σούπερ-μόντελ αρνούνταν να σηκωθούν από το κρεβάτι εάν δεν πληρώνονταν σε ευρώ. Με την πιστωτική κρίση οι επενδυτές επέστρεψαν πάλι πίσω στο δολάριο. Σήμερα, ωστόσο, το δολάριο αρχίζει και πάλι να απορρίπτεται.

Βραχυπρόθεσμα το δολάριο μοιάζει να θεωρείται ως ασφαλής αξία. Ας εξετάσουμε το premium κινδύνου που οι επενδυτές ζητούν για να διατηρούν αξίες σε δολάρια από την αρχή του 1999.

Εξετάζοντας την ισοτιμία δολαρίου/ευρώ, η Barclays Capital ορίζει αυτήν την υπερβολική απόδοση ως τη διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο του ευρώ και το επιτόκιο του δολαρίου. Σε καιρούς κρίσης απαιτείται χαμηλότερο premium για να κατέχει κανείς δολάρια, ενώ σε πιο ήρεμες περιόδους, ας πούμε γύρω στο 2006, οι επενδυτές ζητούν απόδοση μεγαλύτερη των 100 μονάδων βάσης.

Τούτο παραπέμπει σε ένα ασθενέστερο δολάριο εάν και όταν απομακρυνθεί η οικονομική κρίση. Πράγματι, όπως επεκτάθηκε το κλίμα αισιοδοξίας από τότε που οι αγορές ανέκαμψαν τον Μάρτιο, έτσι και ο δείκτης δολαρίου έχει εξασθενίσει κατά 11%. Βέβαια, τα πράγματα θα μπορούσαν να χειροτερέψουν και πάλι. Τούτο θα στήριζε το δολάριο, αν και θα είχε μεγάλες διακυμάνσεις, που θα εξαρτιόντουσαν από τις κινήσεις της Fed, κυρίως τη στάση της όσον αφορά την ποσοτική νομισματική πολιτική της (quantitative easing).

Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, αυτό που θα καθορίσει την τύχη του δολαρίου θα είναι ο συνδυασμός δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Συνήθως ένα ισχυρό δολάριο συμπίπτει με σχετικά ισχυρότερα δημοσιονομικά έναντι των οικονομιών της Ευρωζώνης, ή με σχετικά πιο «σφιχτές» νομισματικές πολιτικές, ή και με τα δύο. Αλλά εκεί είναι το θέμα: Οι ΗΠΑ θα έχουν επί καιρό χαμηλά επιτόκια και κακά δημοσιονομικά. Βέβαια, το ίδιο θα ισχύει για όλους. Οι επενδυτές ενδεχομένως να πρέπει να αγαπούν το δολάριο λίγο περισσότερο.

(από Financial Times/"ΗΜΕΡΗΣΙΑ",03/06/3009)