Η παγκόσμια οικονομία μοιάζει να απέφυγε την επανάληψη της «μεγάλης ύφεσης», αλλά το ερώτημα πλέον είναι πώς θα αποφύγει μία μακρά περίοδο στασιμότητας.Και ως προς αυτό, οι πρώτοι οιωνοί δεν είναι ευνοϊκοί. Η οικονομική κρίση κατάστρεψε κεφάλαια ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων, πλήττοντας ταυτόχρονα την κερδοφορία των επενδυτών, αλλά και την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να δανείζει. Πρόκειται για απώλειες που εξακολουθούν να βαραίνουν στην «πραγματική οικονομία»
Η παγκόσμια οικονομία μοιάζει να απέφυγε την επανάληψη της «μεγάλης ύφεσης», αλλά το ερώτημα πλέον είναι πώς θα αποφύγει μία μακρά περίοδο στασιμότητας.Και ως προς αυτό, οι πρώτοι οιωνοί δεν είναι ευνοϊκοί. 

Η οικονομική κρίση κατάστρεψε κεφάλαια ύψους τρισεκατομμυρίων δολαρίων, πλήττοντας ταυτόχρονα την κερδοφορία των επενδυτών, αλλά και την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να δανείζει. Πρόκειται για απώλειες που εξακολουθούν να βαραίνουν στην «πραγματική οικονομία».

Ευτυχώς αποφύγαμε τη μόνιμη ύφεση χάρη στη κατακόρυφη αύξηση των δημοσίων επενδύσεων σε χώρες τόσο διαφορετικές όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες κι η Κίνα. Στην Ευρώπη η χρηματοδότηση του κράτους-πρόνοιας στήριξε τη ζήτηση. Και τα διεθνή τραπεζικά ιδρύματα δεσμεύτηκαν πως θα εξασφαλίσουν όση ρευστότητα χρειάζεται το σύστημα...

Πού βρισκόμαστε όμως σήμερα; Ξέρουμε πως φέτος θα έχουμε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης σε όλες τις σημαντικές οικονομίες, πλην της Ινδίας και της Κίνας. Το 2010 αναμένονται αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης και διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα. Κι όπως φαίνεται, σύντομα οι κυβερνήσεις θα «ξεμείνουν» από δυνατότητες παρέμβασης στην οικονομία.

Κατά πάσα πιθανότητα, μέσα σε τρία μόλις χρόνια το χρέος των Ηνωμένων Πολιτειών θα εκτιναχτεί από το 40% σε πάνω από 75% του ΑΕΠ. Προκειμένου να κρατήσουν «στον αφρό» τις οικονομίες, οι κεντρικές τράπεζες παραβιάζουν τους συνήθεις κανόνες που τηρούσαν στην παραγωγή χρήματος. Επίσης θα ήταν μάλλον άβολο να μειωθούν τα επιτόκια κάτω από το 0%. Τέλος, αρνούμενο να αποδεχτεί πως πολλές μεγάλες τράπεζες έχουν χρεοκοπήσει, κι επιλέγοντας να προχωρήσει σε προσωρινές κρατικοποιήσεις και «επανακεφαλαιοποιήσεις» τους, το αμερικανικό δημόσιο κινδυνεύει να παρατείνει μια περίοδο αργής ανάπτυξης, παρόμοιας με εκείνη που βίωσε η Ιαπωνία κατά τη διάρκεια της «χαμένης δεκαετίας» του 1990.

Λοιπόν, είμαστε καταδικασμένοι να «κολλήσουμε» επ' άπειρον σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης; Ως προς τις οικονομικές μας δυνατότητες είμαι μάλλον αισιόδοξος. Αυτό που με ανησυχεί είναι η πολιτική βούληση.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμεναν βυθισμένες στην ύφεση -παρά την αύξηση των κρατικών δαπανών που προέβλεπε το «νιου ντιλ»- πολλοί οικονομολόγοι είχαν αρχίσει να αποδέχονται την ιδέα πως δεν υπήρχε διέξοδος από την ύφεση, αφού οι μεν βασικές ζωτικές ανάγκες των νοικοκυριών ικανοποιούνταν, ενώ το κράτος προφανώς έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό. 

Και τότε ήρθε ο Β' παγκόσμιος πόλεμος.

Ολόκληρη η Αμερική κινητοποιήθηκε και έως το 1943 η ανεργία είχε μειωθεί από το 15% στο 2%. Τα ελλείμματα έφτασαν από ελάχιστες ποσοστιαίες μονάδες στο 30% του ΑΕΠ. Τέλος, ένα από τα παραπροϊόντα του πολέμου ήταν η μαζική επένδυση στην επιστήμη και την τεχνολογία, η επαγγελματική κατάρτιση εκατομμυρίων ανθρώπων και η επανακεφαλαιοποίηση των επιχειρήσεων.

Το 1945 το χρέος είχε ξεπεράσει το 120% του ΑΕΠ, αλλά σταδιακά έπεσε κάτω από το 30%, χάρη στην επιστροφή της ανάπτυξης.  

Καμία κυβέρνηση δε θα είχε παρέμβει τόσο έντονα στην οικονομία αν δεν αντιμετώπιζε μία τόσο πελώρια εθνική πρόκληση όσο ένας παγκόσμιος πόλεμος. Θα ήταν δυνατό να ξαναδούμε σήμερα τόσο ριζικές κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία; Η παγκοσμιοποίηση καθιστά κάτι τέτοιο ακόμα δυσκολότερο.

Αυτό που μας λείπει δεν είναι οι τομείς που θα ήταν υποψήφιοι για μαζική αύξηση κρατικών επενδύσεων, ώστε να αντισταθμιστεί η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ο πιο προφανής είναι το ενεργειακό μας πρότυπο. Εξίσου επείγον είναι να εξασφαλίσουμε πως το τραπεζικό σύστημα θα επιστρέψει στον αληθινό του ρόλο, αυτόν της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, αντί να κερδοσκοπεί σε διάφορα παίγνια του τραπεζοοικονομικού «καζίνο».

Οπότε η οικονομία μας απαντά πως όχι, δεν είμαστε καταδικασμένοι «κολλήσουμε» σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης! Υπάρχουν ένα σωρό τομείς όπου θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε ανταποδοτικές μαζικές επενδύσεις. Το ενδιαφέρον ερώτημα είναι άλλο: αφορά κατά πόσο είναι πρόθυμοι οι πολιτικοί ηγέτες του κόσμου να θεωρήσουν τα σημερινά οικονομικά και πολιτικά μας προβλήματα τόσο σοβαρά όσο αυτά που θα αντιμετωπίζαμε σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, και να δράσουν εξίσου αποφασιστικά.

(Ο Robert Kuttner είναι οικονομολόγος, δημοσιογράφος και συγγραφέας)

(από New York Times / www.ppol.gr, 10/06/2009)