Η επίσημη επίσκεψη του προέδρου της Κίνας Χου Ζιντάο στη Ρωσία σηματοδοτεί τα σημαντικά βήματα προόδου τα οποία έχουν γίνει στις διμερείς σχέσεις Κίνας και Ρωσίας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Από τις συζητήσεις όμως που είχα την περασμένη εβδομάδα με αξιωματούχους της κυβέρνησης, επιχειρηματίες και καθηγητές πανεπιστημίων διαπίστωσα ότι οι σχέσεις των δύο όμορων γιγάντων παραμένουν προβληματικές. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ένας από τους κορυφαίους ρώσους σινολόγους «η Κίνα μετατρέπεται σε πονοκέφαλο για τη Ρωσία».

Η επίσημη επίσκεψη του προέδρου της Κίνας Χου Ζιντάο στη Ρωσία σηματοδοτεί τα σημαντικά βήματα προόδου τα οποία έχουν γίνει στις διμερείς σχέσεις Κίνας και Ρωσίας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Από τις συζητήσεις όμως που είχα την περασμένη εβδομάδα με αξιωματούχους της κυβέρνησης, επιχειρηματίες και καθηγητές πανεπιστημίων διαπίστωσα ότι οι σχέσεις των δύο όμορων γιγάντων παραμένουν προβληματικές. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ένας από τους κορυφαίους ρώσους σινολόγους «η Κίνα μετατρέπεται σε πονοκέφαλο για τη Ρωσία». Αλλωστε οι διμερείς συζητήσεις που διεξήχθησαν το προηγούμενο διάστημα στο Πεκίνο επικεντρώθηκαν στα σημεία τριβής τα οποία ενδέχεται να προκύψουν στο μέλλον. Προς το παρόν ο ρώσος πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ στη συνάντησή του με τον κινέζο ομόλογό του περιορίστηκε στην ανταλλαγή των καθιερωμένων ευχών για συνεργασία και φιλία μεταξύ των δύο κρατών. Ο «μήνας του μέλιτος» ωστόσο των τελευταίων 20 χρόνων ίσως φτάνει στο τέλος του, καθώς αμφότερες οι χώρες επιστρέφουν ξανά στην καχυποψία και στον ανταγωνισμό.

Το θετικό αυτών των επαφών είναι η επιβεβαίωση όσων έχουν πράγματι επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα οριοθετήθηκαν έπειτα από πολυετείς διαπραγματεύσεις τα διαφιλονικούμενα σύνορα των δύο χωρών, έκτασης περίπου 4.345 χιλιομέτρων. Επιπλέον υπεγράφησαν σημαντικές συμφωνίες συνεργασίας που αφορούν τους τομείς του εμπορίου, των επενδύσεων, των στρατιωτικών εξοπλισμών, των πυρηνικών όπλων, της έρευνας και της τεχνολογίας, του πολιτισμού και των διεθνών σχέσεων.

Είναι γεγονός ότι ο «κινεζικός δράκος» και η «ρωσική αρκούδα» έχουν έρθει πλέον πιο κοντά όμως στην πραγματικότητα δεν έχουν εκλείψει τα σκοτεινά σημεία στις μεταξύ τους σχέσεις. Ενα από τα ζητήματα που αναζωπυρώνει εντάσεις και εντείνει την καχυποψία είναι το εμπόριο όπλων.

Μετά το εμπάργκο πολεμικών εξοπλισμών που επεβλήθη το 1989 στο Πεκίνο από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, η Μόσχα έγινε ο βασικός προμηθευτής της Κίνας, καθώς Ισραήλ και Βραζιλία προσέφεραν πολύ μικρότερο αριθμό όπλων στη χώρα.

Οι ετήσιες πωλήσεις της Ρωσίας προς την Κίνα ξεπέρασαν τα 3.000.000 δολάρια την περίοδο 2001- 2006, όμως, από το 2007 έχουν περιοριστεί στο 1.000.000 ετησίως, καθώς τα τελευταία τρία χρόνια έχουν υπογραφεί ελάχιστα νέα συμβόλαια. Οι Ρώσοι επικαλούνται μια σειρά από δικαιολογίες, ορισμένες εκ των οποίων έχουν λογική βάση. Παραμένει ωστόσο γεγονός η συρρίκνωση των πωλήσεων όπλων τα τελευταία δύο χρόνια.

Οι Ρώσοι ωστόσο έχουν τις δικές τους ανησυχίες. Οπως οι περισσότερες χώρες, η Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα διαρκώς διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα το οποίο οφείλεται κατά 90% στις τιμές των πρώτων υλών. Επίσης πολλοί στη Μόσχα μιλούν για τον ενδόμυχο φόβο που κατατρύχει διαχρονικά τους Ρώσους και δεν είναι άλλος από την πιθανή «εισβολή» κινέζων μεταναστών στη Σιβηρία και από εκεί στη ρωσική ενδοχώρα. Ενα ακόμη ακανθώδες ζήτημα είναι η διοχέτευση του σιβηρικού φυσικού αερίου και πετρελαίου.

Τέλος η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία στη Μόσχα ανησυχεί, όπως άλλωστε οι ευρωπαίοι και οι ιάπωνες ομόλογοί τους, για τις πρόσφατες συζητήσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για τη δημιουργία ενός ιδιότυπου «G2». Φόβοι οι οποίοι ενισχύονται από τη δεδηλωμένη επιθυμία του Μπαράκ Ομπάμα για σινοαμερικανική συνεργασία σε διεθνές επίπεδο.

Η πραγματική πρόκληση για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι να καταφέρουν να διαμορφώσουν μια ευρύτερη συμμαχία με αυτές τις δύο δυνάμεις, ώστε να διασπάσουν τη διαρχία Πεκίνου- Μόσχας εντός του ΟΗΕ. Η ομόφωνη καταδίκη της Βόρειας Κορέας από το Συμβούλιο Ασφαλείας την περασμένη εβδομάδα ήταν ένα θετικό βήμα προς την κατεύθυνση της παγκόσμιας συνεργασίας.

(Ο κ. Ντέιβιντ Σάμπο είναι διευθυντής του Προγράμματος Κινεζικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον στην Ουάσιγκτον)

(από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ", 17/06/2009)