Η προοπτική των mega-deals μεταξύ των μεγαλύτερων πετρελαϊκών εταιρειών του κόσμου αποτελεί ένα πολύ “καυτό” θέμα συζήτησης από τη σημαντική πτώση των τιμών του πετρελαίου τον περασμένο χρόνο. Η λογική λέει ότι η ένωση δυνάμεων μπορεί να προσδώσει ευελιξία σε δύσκολες εποχές και να προσφέρει ευκαιρίες για δελεαστικές περικοπές δαπανών. Ωστόσο, οι αναλυτές εκτιμούν, ότι τα οφέλη των μεγάλου μεγέθους εταιρικών “γάμων” συχνά αποδεικνύονται φτωχά ενώ οι επενδυτές που τις εγκρίνουν ενδέχεται να καταλήξουν με πολύ μικρά κέρδη
Η προοπτική των mega-deals μεταξύ των μεγαλύτερων πετρελαϊκών εταιρειών του κόσμου αποτελεί ένα πολύ “καυτό” θέμα συζήτησης από τη σημαντική πτώση των τιμών του πετρελαίου τον περασμένο χρόνο.

Η λογική λέει ότι η ένωση δυνάμεων μπορεί να προσδώσει ευελιξία σε δύσκολες εποχές και να προσφέρει ευκαιρίες για δελεαστικές περικοπές δαπανών. Ωστόσο, οι αναλυτές εκτιμούν, ότι τα οφέλη των μεγάλου μεγέθους εταιρικών “γάμων” συχνά αποδεικνύονται φτωχά ενώ οι επενδυτές που τις εγκρίνουν ενδέχεται να καταλήξουν με πολύ μικρά κέρδη.

“Η αύξηση του μεγέθους δεν συνιστά απαραίτητα αύξηση της αξίας,” υποστηρίζουν οι αναλύτες της Bernstein Research. “Νέα mega-deals όπως της ExxonMobil με την Chevron, δεν έχουν μεγάλη αξία.”

Καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές

Οι συγχωνεύσεις αποτελούν μια ευρεία αντίδραση στην παγκόσμια ύφεση. Στη φαρμακευτική βιομηχανία, ακόμη έναν κλάδο που έρχεται αντιμέτωπος με υψηλά κόστη και εκτενείς χρόνους ανάπτυξης νέων έργων, έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές συγχωνεύσεις και εξαγορές από την αρχή της ύφεσης.

Κατά τον περασμένο μήνα, ο κολοσσός εξορύξεων Xstrata PLC κατέθεσε πρόταση για συγχώνευση με την ανταγωνίστρια Anglo American PLC, υποστηρίζοντας ότι η ενιαία εταιρεία θα είχε το μέγεθος και την χρηματοπιστωτική ευελιξία να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη σε μια δύσκολη οικονομία.

Η Anglo American “σνόμπαρε” την Xstrata, ωστόσο η λογική της πρότασης μπορεί να εφαρμοστεί και στον κλάδο του πετρελαίου. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος κλάδος διανύουν μια τραυματική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας οι τιμές και τα κέρδη κατέρρευσαν, αφήνοντας τα σχέδια για επενδύσεις και μερίσματα σε κίνδυνο. Οι τιμές των εμπορευμάτων έχουν αντιστραφεί εν μέσω ενδείξεων ότι η παγκόσμια οικονομία σταθεροποιείται, ωστόσο η κατάσταση εξακολουθεί να είναι επισφαλής.

“Η πρόσφατη κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου θα μπορούσε να δώσει κίνητρο στο σύνολο των διοικήσεων των πετρελαϊκών εταιρειών να εξετάσουν πιθανές συγχωνεύσεις,” όπως αναφέρουν σε έκθεση τους οι αναλυτές της Royal Bank of Scotland, Barry McCarthy και David Cline.

Οι συγχωνεύσεις θα βοηθούσαν στην διασφάλιση των χρηματικών ροών, στην περίπτωση που οι τιμές καταρρεύσουν και πάλι, ενώ θα μπορούσαν να επιταχύνουν την εξοικονόμηση πόρων που ο κλάδος απελπισμένα θέλει να επιτύχει, υποστηρίζουν. “Ο συνδυασμός ανά δύο μεταξύ των BP, Shell και Total θα μπορούσε να αποφέρει προ φόρων συνέργιες της τάξης των 10 δισ. το χρόνο,” συμπληρώνουν.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι μια σημαντική σε μέγεθος συγχώνευση θα χρειαζόταν χρόνο να επιδράσει στο άλλο πρόβλημα των μεγάλων πετρελαϊκών, την ανάπτυξη.

Για δεκαετίες, οι μεγάλες διεθνούς βεληνεκούς πετρελαϊκές εταιρείες είχαν περιορισμένη πρόσβαση στις πλουσιότερες πλουτοπαραγωγικές περιοχές στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική και έχουν περιθωριοποιηθεί σε Βενεζουέλα και Ρωσία. Έχουν επίσης χάσει ορισμένες από τις πιο ενδιαφέρουσες νέες περιοχές με πετρέλαιο.

Κανένας από τους μεγάλους του χώρου δεν κατάφερε να αντικαταστήσει την ποσότητα του πετρελαίου που παράγει κάθε χρόνο αποκλειστικά μέσω των εξορύξεων, τόνισε ο Bernstein.

“Για το μεγαλύτερο μέρος οι μεγάλες εταιρείες απέτυχαν να εξασφαλίσουν κυρίαρχες θέσεις σε επίπεδο εκτάσεων, σε αρκετά από τα πιο καυτά νέα πεδία, όπως η Βραζιλία και η Γκάνα.”

Υπάρχει μια ξεκάθαρη λογική αναφορικά με την αύξηση του μεγέθους των πετρελαϊκών, δήλωσε ο αναλυτής της NCB Stockbrokers, Peter Hutton: “Πρόσβαση σε νέες περιοχές αποθεμάτων.” Όσο μεγαλύτερη είναι μια εταιρεία, τόσο μικρότερο μειονέκτημα έχει όταν διαπραγματεύεται με κυβερνήσεις πλούσιων σε πηγές χωρών, όπως για παράδειγμα η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία, είπε.

Επίσης υπάρχει ένα ισχυρό ιστορικό προηγούμενο για τις συγχωνεύσεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν η τιμή του πετρελαίου κατέρρευσε στα 10 δολάρια το βαρέλι, βιώσαμε το τελευταίο μεγάλο κύμα συγχωνεύσεων και εξαγορών στον κλάδο. Η BP αγόρασε τις αμερικανικές εταιρείες Amoco και Arco, η Exxon συγχωνεύθηκε με τη Mobil και η Chevron ενώθηκε με την Texaco.

Απατηλά οφέλη

Ωστόσο, ενώ οι πειρασμοί είναι ξεκάθαροι, η ιστορία δείχνει ότι πολλές φορές είναι δύσκολο να υλοποιηθούν. “Τα συμπεράσματα από την ανάλυση της ανάπτυξης των διαφόρων ενοποιημένων πετρελαϊκών εταιρειών και των στρατηγικών συγχωνεύσεων για τα τελευταία 10 χρόνια συνιστούν ότι η πλειονότητα των mega-deals δεν απέφερε επιπλέον αξία για τους επενδυτές,” υποστηρίζει ο Bernstein. “Συχνά τέτοιες συμφωνίες δεν προσθέτουν αξία σε επίπεδο κερδών ανά μετοχή. Η συγκριτική κερδοφορία συνήθως μειώνεται,” τονίζουν οι αναλυτές.

Ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα είναι ότι “οι αναμενόμενες συνέργιες ως κύρια ιδέα πίσω από τις τεράστιου μεγέθους συγχωνεύσεις και εξαγορές σπάνια υλοποιούνται” τόνισε ο Bernstein. Η δυσκολία στο συνδυασμό αυτοτελών επιχειρήσεων με την πολυπλοκότητα και το παγκόσμιο βεληνεκές των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα όλων των ειδών.

Ορισμένα από τα ελαττώματα στον τομέα της ασφάλειας που σπίλωσαν τη φήμη της BP στα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας οφείλονται εν μέρει στο αγοραστικό της σερί. Ανεξάρτητη έρευνα στις ΗΠΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο διοικητικός αποσυγκεντρωτισμός και τα μέτρα για την περικοπή δαπανών μετά την εξαγορά της Amoco από την BP συνέβαλαν στη φονική έκρηξη στο διυλιστήριο του Texas City και πρώην εγκαταστάσεων της Amoco. Η BP δέχτηκε τα ευρήματα της έκθεσης.

Σήμερα, η ενοποίηση δύο μεγάλων εταιρειών θα ήταν πιθανώς ακόμη πιο πολύπλοκη. Για παράδειγμα, η φημολογούμενη συγχώνευση μεταξύ BP και Royal Dutch Shell, “θα είχε τεράστιες πολιτικές επιπτώσεις. Εθνικά συμφέροντα τίθενται σε κίνδυνο. Θα μπορούσαμε νε δούμε μια τεράστια μάχη να εξελίσσεται για το που θα πραγματοποιηθούν απολύσεις,” δήλωσε θεσμικός επενδυτής από τη Μ. Βρετανία με ποσοστά σε αρκετές πετρελαϊκές εταιρείες.

Αναπόφευκτες συγκρούσεις με αντιμονοπωλιακούς νόμους θα μπορούσαν να σημαίνουν επιτακτικές πωλήσεις σημαντικών παγίων, όπως διυλιστηρίων και marketing, γεγονός που δεν είναι το ιδανικό βάσει του τρέχοντος οικονομικού κλίματος, συμπλήρωσε ο επενδυτής. “Εκεί είναι που πρέπει οι συνθήκες της αγοράς να είναι θετικές, σε αντίθεση με το βάθος της κατάρρευσης της τιμής του πετρελαίου”, τόνισε.

Ο σκεπτικισμός των επενδυτών είναι έκδηλος για το γεγονός ότι οι πιο επιθετικές σε εξαγορές εταιρείες σπάνια έχουν ανταμειφθεί για τις προσπάθειες τους. Η BP, η οποία δαπάνησε τα περισσότερα για εξαγορές από το 1999 μέχρι το 2008, περίπου 108 δισ. δολάρια, σημείωσε τη χειρότερη επίδοση μετοχής κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, δήλωσε ο Bernstein.

Η ExxonMobil, η μετοχή της οποίας σημείωσε την καλύτερη επίδοση στην ίδια περίοδο, πραγματοποίησε μόνο μία εξαγορά - την 87,7 εκατ. δολαρίων αγορά της Mobil. “Οι επενδυτές θα προτιμούσαν οι συγκεκριμένες εταιρείες να μοιράζουν κέρδη στους μετόχους μέσω μερισμάτων και επαναγορών αντί να ξοδεύουν χρήματα στην αύξηση του μεγέθους της εταιρείας αγοράζοντας πλήρως αποτιμημένα πάγια στην ανοιχτή αγορά” υποστήριξε ο Bernstein.

Αποσκοπώντας στην αύξηση του μεγέθους μόνο και μόνο για το μέγεθος δεν είναι λύση, τόνισε ο θεσμικός επενδυτής. “Πρέπει να εστιάσεις στα κέρδη ανά βαρέλι και όχι μόνο στον αριθμό των βαρελιών,” τόνισε. “Η σωστή προσέγγιση είναι να περιορίσεις τα πάγια που υποαποδίδουν και να δώσεις έμφαση στην αύξηση των αποδόσεων” είπε.

Η πρόσφατη εκποίηση των παγίων της BP σε Ινδονησία, Ελλάδα και Καζακστάν, με σκοπό την επανεπένδυση των κεφαλαίων σε πιο κερδοφόρες περιοχές, είναι ένα καλό παράδειγμα σωστής προσέγγισης, συμπλήρωσε. Αν τα mega-deals δεν είναι η απάντηση, το να εξετάζεις τις μικρότερες, ίσως είναι, τόνισε ο Bernstein. Στοχεύοντας σε μεσαίου μεγέθους ανταγωνιστές με ικανοποιητικές δυνατότητες εξόρυξης που δεν έχουν πλήρως αποτιμηθεί από την αγορά, “μπορεί να είναι η επόμενη τάση για τη βιομηχανία”, τόνισε.

Αγοράζοντας μια ανεξάρτητη εταιρεία εξόρυξης και παραγωγής όπως την Anadarko Petroleum Corp., ή την Tullow Oil PLC θα μπορούσε να προσφέρει σε μια εκ των μεγάλων εταιρειών με ύψιστης σημασίας πρόσβαση στα ανοιχτά της Γκάνας, τόνισε ο Bernstein.

Ενώ η εξαγορά μιας μικρότερης ανταγωνίστριας μπορεί επίσης να είναι ο μοναδικός τρόπος για κάποιον από τους μεγάλους να αποκτήσουν μερίδιο στις τεράστιες πετρελαιοπηγές που ανακαλύφθηκαν στα ανοικτά της Βραζιλίας, τόνισε ο Hutton. Τα σημαντικά κρατικά ποσοστά στην πορτογαλική GALP Energia SGPS και την ισπανική Repsol κάνουν τις εξαγορές απίθανες και ο μοναδικός προφανής τρόπος θα ήταν η εξαγορά της BG Group, δήλωσε.

Εξαγορές όπως αυτές θα αναθέρμαναν τα ώριμα χαρτοφυλάκια των μεγάλων εταιρειών, “και μακροπρόθεσμα είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να αναπτύξεις μια εταιρεία”, κατέληξε ο Bernstein.

(από www.capital.gr, 06/07/2009)