Μετά το Θιβέτ η σκληρή καταστολή της εξέγερσης των τουρκόφωνων μουσουλμάνων Ουιγκούρων στο Σινκιάγκ επιβεβαιώνει με τον πιο ανησυχητικό τρόπο ότι το Κινεζικό Καθεστώς δεν θέλει και δεν μπορεί να έχει διαφορετική προσέγγιση στα ζητήματα των εθνοτήτων: Με εργαλείο τη σκληρή καταστολή αλλά και την συντριπτική πληθυσμιακή υπεροχή των Χαν το Πεκίνο μπορεί βάσιμα να προσδοκά ότι οι προβληματικές εθνότητες θα γίνουν μειονότητες στις ίδιες τις περιοχές τους
Μετά το Θιβέτ η σκληρή καταστολή της εξέγερσης των τουρκόφωνων μουσουλμάνων Ουιγκούρων στο Σινκιάγκ επιβεβαιώνει με τον πιο ανησυχητικό τρόπο ότι το Κινεζικό Καθεστώς δεν θέλει και δεν μπορεί να έχει διαφορετική προσέγγιση στα ζητήματα των εθνοτήτων: Με εργαλείο τη σκληρή καταστολή αλλά και την συντριπτική πληθυσμιακή υπεροχή των Χαν το Πεκίνο μπορεί βάσιμα να προσδοκά ότι οι προβληματικές εθνότητες θα γίνουν μειονότητες στις ίδιες τις περιοχές τους.

Με άλλα λόγια το σοβιετικό μοντέλο παροχής τοπικής αυτονομίας με πλήρη ανάδειξη της τοπικής εθνικής ταυτότητας υπό τον πλήρη πάντα έλεγχο του κομματικού μηχανισμού είναι ξένο για τις αντιλήψεις της ηγεσίας του Κ.Κ. Κίνας.

Το Θιβέτ που υπήχθη στον κεντρικό έλεγχο του Πεκίνου μόλις το 1959 ήταν είναι και θα είναι μια πάγια παρενόχληση στην καλύτερη περίπτωση για το διεθνές προφίλ της Κίνας και στη χειρότερη μια εστία εσωτερικής αναταραχής σε μια γεωγραφικά ευαίσθητη περιοχή, δίπλα δηλαδή στα σύνορα με την Ινδία. Η κινητοποίηση των Θιβετιανών πέρσι ήταν ιδιαίτερα επιτυχής καθώς αξιοποίησε στο μέγιστο δυνατό το ενδιαφέρον για την Κίνα λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο.

Η εξέγερση των Ουιγκούρων στο Σινκιάγκ δείχνει ότι το Πεκίνο αγνόησε την μεγάλη ανατροπή που προέκυψε από την διάλυση της ΕΣΣΔ και τη δημιουργία ανεξάρτητων τουρκόφωνων μουσουλμανικών κρατών στην Κεντρική Ασία. Το Πεκίνο κινείται με όρους του 19ου αιώνα όταν μαζί με την Ρωσία έθετε τέρμα στην ανεξάρτητη υπόσταση των κεντρασιατικών χανάτων και σουλτανάτων. Ο κίνδυνος να γίνει το Σινκιάγκ πεδίο δράσης του ακραίου ισλαμικού Φονταμενταλισμού τύπου Αλ Κάιντα είναι υπαρκτός.

Τα μειονοτικά όμως προβλήματα της Κίνας δεν σταματούν εδώ: Υπάρχει η Εσωτερική Μογγολία που συνορεύει με την Μογγολία αλλά και η Μαντζουρία που παρ όλο που κατοικείται από Χαν έχει ιδιαίτερη ιστορική παράδοση και ταυτότητα.

Τα πολλά εθνικά-μειονοτικά μέτωπα εκτός από πρόβλημα είναι ταυτόχρονα και εργαλείο νομιμοποίησης του αυταρχισμού της κομματικής εξουσίας στο όνομα του εθνικισμού και της διαφύλαξης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας: Αν ο Ντεγκ χειρίσθηκε επιτυχώς ως παράδειγμα προς αποφυγή την αποτυχημένη μεταρρύθμιση του Γκορμπατσόφ, οι διάδοχοί του μπορούν να αρνούνται τον εκδημοκρατισμό ταυτίζοντάς τον με κίνδυνο για ενότητα της χώρας.

Επιπλέον τα εθνικά - μειονοτικά μέτωπα αποτελούν ευκαιρία άσκησης πίέσης για όλες τις Δυνάμεις που θα ήθελαν να ελέγξουν την κινεζική ισχύ: Από την Ουάσιγκτον, τη Μόσχα, το Τόκιο μέχρι και το Νέο Δελχί.

Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τις επιπτώσεις της άνισης ανάπτυξης της χώρας με τις Παράκτιες Περιοχές και την Ενδοχώρα να μην είναι μόνο δύο διαφορετικές πραγματικότητες αλλά να έχουν συγκρουόμενα συμφέροντα τότε η Κίνα προβάλλει ως χώρα υψηλού πολιτικού ρίσκου.

Η άνιση ανάπτυξη δεν αφήνει περιθώρια για τον σχεδιασμό μιας πολιτικής που θα απέβλεπε στην εκτόνωση των εθνικιστικών εντάσεων μέσω της ανάπτυξης της ευημερίας και της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου καθώς τα μειονοτικά μέτωπα βρίσκονται την Ενδοχώρα.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 10/07/2009)