Δύο βασικές διαπιστώσεις προκύπτουν μέχρι στιγμής για τις επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης στην ελληνική οικονομία: - Πρώτον, οι άμεσες επιπτώσεις υπήρξαν ηπιότερες σε σύγκριση με εκείνες στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. - Δεύτερον, η κρίση ανέδειξε τα χρόνια προβλήματα του τρέχοντος αναπτυξιακού προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Συνεχή και υψηλά «δίδυμα ελλείμματα», αναποτελεσματική λειτουργία του δημόσιου τομέα, μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα
Δύο βασικές διαπιστώσεις προκύπτουν μέχρι στιγμής για τις επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης στην ελληνική οικονομία:

- Πρώτον, οι άμεσες επιπτώσεις υπήρξαν ηπιότερες σε σύγκριση με εκείνες στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

- Δεύτερον, η κρίση ανέδειξε τα χρόνια προβλήματα του τρέχοντος αναπτυξιακού προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Συνεχή και υψηλά «δίδυμα ελλείμματα», αναποτελεσματική λειτουργία του δημόσιου τομέα, μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, αντικίνητρα στην απασχόληση και την επιχειρηματικότητα, χαμηλή ένταση του ανταγωνισμού στις αγορές, χαμηλή ανταγωνιστικότητα, προβληματικό εκπαιδευτικό σύστημα κ.λπ.

Με μια διαφορετική διατύπωση, η διεθνής κρίση, παρά τις συγκριτικά ήπιες άμεσες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, έχει έντονα μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Αναδεικνύοντας και αποκαλύπτοντας τα προβλήματα του τρέχοντος αναπτυξιακού προτύπου, έθεσε υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητά του. Μια βασική συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι η δραματική αύξηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου.

Η διαφορά της απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου του ελληνικού Δημοσίου από το αντίστοιχο γερμανικό τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους ήταν περίπου 2 εκατοστιαίες μονάδες, «κλειδώνοντας» και μεταφέροντας στο μέλλον δυσαναλόγως υψηλό κόστος αποπληρωμής τόκων. Από μια άλλη οπτική γωνία, η ελληνική οικονομία εισήλθε στη διεθνή κρίση με ένα υψηλό ποσοστό εξάρτησης των αναγκών της σε κεφάλαια (κυρίως αναγκών του Δημοσίου αλλά και των τραπεζών) από το εξωτερικό. Οι ανάγκες αυτές καλύπτονται μεν, αλλά με υψηλό κόστος δανεισμού, μεταφέροντας έτσι στο μέλλον το βάρος της διατήρησης σήμερα του επιπέδου της συνολικής ζήτησης στην οικονομία.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις προδιαγράφουν βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις και μέτρα, που θα συνέβαλαν στην υπέρβαση της κρίσης. Στην παρούσα φάση, ίσως αντιταχθεί η άποψη ότι πρέπει να προταχθούν οι βραχυπρόθεσμες αναγκαιότητες που συνδέονται αμεσότερα με την κρίση. Ομως, στη δημοσιονομική κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία σήμερα, οι διαθέσιμες πυροσβεστικές, βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις είναι αφενός λίγες και αφετέρου αμφίβολης αποτελεσματικότητας, ενώ -όπως ήδη ειπώθηκε- μεταφέρουν υψηλό κόστος στο μέλλον.

Αντιθέτως, η ταυτόχρονη λήψη:

(α) λελογισμένων μέτρων δημοσιονομικής σταθεροποίησης και

(β) μέτρων διαρθρωτικής προσαρμογής που αφενός ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και αφετέρου είναι συνεπή με την αναγκαία προσαρμογή του αναπτυξιακού προτύπου, είναι πολύ πιθανόν να μειώσουν το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, λόγω της αύξησης της αξιοπιστίας της οικονομίας, και να λειτουργήσουν, αν όχι επεκτατικά, τουλάχιστον ουδέτερα στο προϊόν και την απασχόληση.

Η κρίση μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με ένα σύνολο μέτρων και παρεμβάσεων που θα εντάσσονται σε μέσο-μακροχρόνιο σχεδιασμό ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας πάνω σε νέες βάσεις. Τα μέτρα αυτά μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις δέσμες:

1. Η πρώτη δέσμη αφορά τη σταδιακή μείωση των δημοσίων δαπανών, κυρίως μέσω μέτρων που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία του δημόσιου τομέα (κυρίως τη δημιουργία ενιαίου λογιστικού και πληροφοριακού συστήματος ελέγχου των δαπανών), τη διαφάνεια (μέσω ελέγχου από ορκωτούς ελεγκτές και δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων), τον ουσιαστικό έλεγχο όλων των μονάδων που τον απαρτίζουν, καθώς και εξειδικευμένων μέτρων που αφορούν τις δαπάνες υγείας (με πιλοτικά προγράμματα ελέγχου των δαπανών σε δέκα μεγάλα νοσηλευτικά ιδρύματα), κοινωνικής ασφάλισης (με τη θέσπιση κανόνα βιωσιμότητας για τη σχέση μισθών-συντάξεων για καθένα από τα 13 ταμεία) και άμυνας (με ενοποίηση μονάδων, δημιουργίας κοινών λογιστικών συστημάτων και συστημάτων πληροφορικής για τα τρία Οπλα, αναθεώρησης των εξοπλιστικών προγραμμάτων, κ.λπ.).

2. Η δεύτερη δέσμη αφορά τη σταδιακή αύξηση των κρατικών εσόδων, κυρίως μέσω μέτρων φορολογικής διοίκησης, δημιουργίας κοινής ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων, ενοποίησης εισπρακτικών μηχανισμών (φόρων και εισφορών), δειγματοληπτικών ελέγχων μεταξύ μονάδων υψηλού κινδύνου φοροδιαφυγής, υπαγωγής σχεδόν όλων των εισοδημάτων στην ενιαία φορολογική κλίμακα χωρίς εξαιρέσεις και εξωλογιστικούς προσδιορισμούς εισοδήματος, πρόσβασης των φορολογικών αρχών σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία των φορολογουμένων.

3. Η τρίτη δέσμη αφορά την εμπέδωση υγιούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, κυρίως μέσω μέτρων που ενισχύουν τον εποπτικό ρόλο της Τραπέζης της Ελλάδος και την ανάληψη απ' αυτήν ευρύτερων εποπτικών αρμοδιοτήτων (όπως των ασφαλιστικών εταιρειών), την ανεξαρτησία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, την προώθηση της διαφάνειας καθώς και μέτρων που άπτονται της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης των τραπεζών με στόχο την ανάληψη μικρότερων κινδύνων.

4. Η τέταρτη δέσμη αφορά διαρθρωτικές τομές με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, όπως το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, την κατάργηση των εμποδίων στη λειτουργία του ανταγωνισμού, την εγκαθίδρυση θέσεων υφυπουργών με πενταετή θητεία, την προσέλκυση διευθυντικών στελεχών για το δημόσιο τομέα από την ιδιωτική αγορά με πενταετείς συμβάσεις, τη σταδιακή εξομοίωση της εργατικής νομοθεσίας των ΔΕΚΟ με αυτήν του ιδιωτικού τομέα, την απλοποίηση και κωδικοποίηση της νομοθεσίας με στόχο τον περιορισμό της πολυνομίας και την εξάλειψη των ερμηνευτικών εγκυκλίων, την ελαχιστοποίηση των επικαλύψεων των αρμοδιοτήτων των δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών, με στόχο τη μείωση του πολύ υψηλού κόστους συμμόρφωσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε διοικητικές πράξεις (7% του ΑΕΠ, έναντι 3,5% στην ευρωζώνη).

(Οκ. Γιάννης Στουρνάρας είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επιστημονικός διευθυντής του ΙΟΒΕ)

(από την εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ", 12/07/2009)