Τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες η τιμή του αργού πετρελαίου μειώθηκε κατά περίπου 20%, από τα υψηλά των 73.0 δολαρίων το βαρέλι που είχε βρεθεί στα μέσα Ιουνίου, στα 59.9 ή 60.0 δολάρια το βαρέλι την περασμένη εβδομάδα. Η πτώση, αν και σημαντική, δεν ήτο ασύνηθης καθ’ ότι τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρείται έντονη μεταβλητότητα στις διεθνείς τιμές.
Τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες η τιμή του αργού πετρελαίου μειώθηκε κατά περίπου 20%, από τα υψηλά των 73.0 δολαρίων το βαρέλι που είχε βρεθεί στα μέσα Ιουνίου, στα 59.9 ή 60.0 δολάρια το βαρέλι την περασμένη εβδομάδα. Η πτώση, αν και σημαντική, δεν ήτο ασύνηθης καθ’ ότι τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρείται έντονη μεταβλητότητα στις διεθνείς τιμές. Να θυμίσουμε ότι πέρυσι αυτήν την εποχή οι διεθνείς τιμές είχαν ξεπεράσει τα 147.0 δολάρια το βαρέλι, σημειώνοντας ρεκόρ όλων των εποχών. Στη συνέχεια οι τιμές κατακρημνίσθηκαν στα 35.0 δολάρια τον περασμένο Ιανουάριο για ν’ ανακάμψουν και πάλι και να φθάσουν το επίπεδο των 65.0 δολαρίων το βαρέλι σήμερα.

Οι ανωτέρω διακυμάνσεις των διεθνών τιμών είναι ενδεικτικές του τρόπου με τον οποίο κινείται η αγορά πετρελαίου στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων είτε πρόκειται για τα λεγόμενα προθεσμιακά συμβόλαια, δηλαδή τα γνωστά και ως «χάρτινα» βαρέλια, είτε πρόκειται για φορτία πραγματικού πετρελαίου τα οποία μεταπωλούνται τριάντα με σαράντα φορές μέσω χρηματιστηριακών πράξεων εωσότου φθάσουν στον τελικό προορισμό τους, ως spot cargos. Μάλιστα σε όσο πιο υψηλά επίπεδα ανεβαίνει η τιμή του αργού τόσο αυξάνεται η μεταβλητότητα (volatility) των τιμών.

Είναι γεγονός ότι οι τιμές Platts βάσει των οποίων προμηθεύονται τα διυλιστήρια όλου του κόσμου το αργό πετρέλαιο, επηρεάζονται κατ’ ένα μεγάλο ποσοστό από τις διεθνείς τιμές στα χρηματιστήρια. Όμως δεν μεταβάλλονται τόσο γρήγορα με ξαφνικά άλματα ή βουτιές που χαρακτηρίζουν γενικά την πορεία των χρηματιστηριακών τιμών. Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική για να καταλάβουμε γιατί όταν μεταβάλλονται οι διεθνείς τιμές στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων δεν ακολουθούν αμέσως την πορεία τους οι τιμές των διαφόρων προϊόντων που παράγουν τα διυλιστήρια.

Ένα μεγάλο μέρος της τιμής των προϊόντων αυτών εμπεριέχει αφενός μεν το κόστος της πρώτης ύλης, δηλ. το αργό και αφ’ ετέρου την κρατική φορολόγηση. Στην περίπτωση της Ελλάδος ο ειδικός φόρος κατανάλωσης (ΕΦΚ). Όχι όμως μόνο αυτά. Η τιμή διαμορφώνεται και επηρεάζεται από αρκετούς άλλους παράγοντες όπως το εργασιακό κόστος, το κόστος μεταφοράς και αποθήκευσης, το κόστος λειτουργίας των εγκαταστάσεων διύλισης, το χρηματοοικονομικό κόστος κ.λ.π. Τέλος, τα διυλιστήρια όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως, προσθέτουν το ποσοστό κέρδους τους, το γνωστό περιθώριο (refining margin ) το οποίο και αυτό μεταβάλλεται ανάλογα με τις περιστάσεις και κυρίως με το επικρατούν τοπικό χρηματοοικονομικό περιβάλλον. Όλα αυτά εξηγούν γιατί οι τιμές εκ διυλιστηρίου, που με τη σειρά τους επηρεάζουν τις τιμές στην αντλία - αφού προστεθούν τα περιθώρια των εταιρειών και των πρατηριούχων - δεν ανεβοκατεβαίνουν με το παραμικρό και ακολουθούν μια ασύμμετρη σχέση με αυτές των διεθνών αγορών και ιδιαίτερα αυτές των «χάρτινων» βαρελιών , που συνήθως ανακοινώνουν τα ΜΜΕ.

Στην Ελλάδα να σημειώσουμε ότι από τις 26/6 αυξήθηκε κατά 6 λεπτά ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ), με αποτέλεσμα όποια μικρή μείωση παρατηρήθηκε λόγω των χαμηλότερων διεθνών τιμών να έχει εκμηδενιστεί από τον αυξανόμενο ΕΦΚ. Παράλληλα, παρατηρείται ισχυροποίηση του δολαρίου έναντι του ευρώ, πράγμα που εξασκεί ανατιμητικές τάσεις στα πετρελαϊκά προϊόντα στην Ευρώπη. Η δε πορεία της μέσης τιμής υγρών καυσίμων στην Ελλάδα ακολουθεί αυτή του μέσου Ευρωπαϊκού όρου, τόσο σε περιόδους ανόδου όσο και καθόδου.

Όπως εξάλλου δείχνουν στοιχεία του ΥΠ.ΑΝ. από τις τιμοληψίες σε όλη την Ελλάδα της τελευταίες εβδομάδες (βλέπε www.ypan.gr), «η τιμή της βενζίνης στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη από το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Ακόμα και μετά την πρόσφατη αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα η Ελλάδα έχει τη 10η φτηνότερη βενζίνη στην Ευρώπη των 27 χωρών – μελών. Εξακολουθεί δηλαδή να έχει αρκετά φτηνότερη βενζίνη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και αυτό ισχύει τόσο σε απόλυτες τιμές, όσο και σε σχέση με το κατά κεφαλήν εισόδημα. Τέσσερις χώρες, μάλιστα, της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, που οι κάτοικοί τους έχουν μικρότερα εισοδήματα και μισθούς από τους Έλληνες, έχουν ακριβότερη βενζίνη.

Μία ιδιαιτερότητα της Ελληνικής αγοράς είναι ότι αυτή χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις κατά γεωγραφικό διαμέρισμα. Τυπικό παράδειγμα τα νησιά και ιδιαίτερα η Κρήτη, όπου οι αποκλίσεις από την τιμή πώλησης στα πρατήρια μπορεί να έχει απόκλιση ως και 15% ή και 20% από τις αντίστοιχες τιμές στην ηπειρωτική Ελλάδα. Οι πρατηριούχοι και οι διανομείς τους στο νησί, ισχυρίζονται ότι έχουν ν’ αντιμετωπίσουν αυξημένα έξοδα μεταφοράς και αποθήκευσης. Ενδεχομένως να είναι έτσι τα πράγματα, αλλά οι εντυπώσεις που δημιουργούν είναι εξαιρετικά άσχημες. Σε κάθε περίπτωση, για τις ανατιμήσεις των τιμών των καυσίμων στην αντλία δεν φταίνε τα διυλιστήρια, τα οποία εφαρμόζουν σταθερές νόρμες στην τιμολόγηση των προϊόντων τους ή ο κρατικός μηχανισμός ο οποίος επιβάλλει ενιαία φορολογία με προκαθορισμένους όρους.