Έρχονται Σκληροί Συμβιβασμοί στο Αιγαίο

Η συμπεριφορά της Τουρκίας δεν έκρυβε ποτέ ούτε και τώρα κρύβει μυστήρια ή μυστικά. Το τουρκικό καθεστώς ποτέ δεν επιχείρησε να παραπλανήσει την Αθήνα ως προς τις προθέσεις και τους στόχους του. Από τη δεκαετία του ’70 οι κυβερνήσεις της γείτονος ζητούν επιμόνως (και με συχνές στρατιωτικές «υπενθυμίσεις») από την Αθήνα να αποδεχθεί έναν «εφ’ όλης της ύλης» ΠΟΛΙΤΙΚΟ διάλογο στη βάση των όσων η τουρκική πλευρά διεκδικεί από την Ελλάδα στο Aιγαίο.
Του Κ. Ι. Αγγελόπουλου
Δευ, 27 Ιουλίου 2009 - 14:19

Η συμπεριφορά της Τουρκίας δεν έκρυβε ποτέ ούτε και τώρα κρύβει μυστήρια ή μυστικά. Το τουρκικό καθεστώς ποτέ δεν επιχείρησε να παραπλανήσει την Αθήνα ως προς τις προθέσεις και τους στόχους του. Από τη δεκαετία του ’70 οι κυβερνήσεις της γείτονος ζητούν επιμόνως (και με συχνές στρατιωτικές «υπενθυμίσεις») από την Αθήνα να αποδεχθεί έναν «εφ’ όλης της ύλης» ΠΟΛΙΤΙΚΟ διάλογο στη βάση των όσων η τουρκική πλευρά διεκδικεί από την Ελλάδα στο Aιγαίο.

Κατά την άποψη της Τουρκίας, οι υφιστάμενες διεθνείς συνθήκες επιδέχονται «ερμηνείες», ενώ και το διεθνές δίκαιο μπορεί να παρακάμπτεται ή και να αγνοείται εντελώς, εkεί όπου η Άγκυρα δεν έχει βάλει και τη δική της υπογραφή (διεθνές δίκαιο της θάλασσας). Στόχος τουρκικός ξεκάθαρος: Αλλαγή του status quo στο Αιγαίο, με πολιτικά και sτρατιωτικά εργαλεία.

Με το βλέμμα στραμμένο στην Ουάσινγκτον και ταυτόχρονα ενδεδυμένη τον μανδύα του καλού «ευρωπαϊστή» και διακατεχόμενη από έντονα φοβικά σύνδρομα έναντι της Τουρκίας, η ελληνική πολιτική ηγεσία, γαλάζια και πράσινη, ακολουθεί χωρίς εθνικό σχέδιο, χωρίς στρατηγική, μια παθητική διπλωματία στο όνομα ενός «ρεαλισμού» που αποτελείται από τις φοβίες της και την ανεπάρκεια ράθυμων πολιτικών ηγεσιών.

Στην ελληνική κοινή γνώμη, οι ηγεσίες καλλιέργησαν από το 1996 την ψευδαίσθηση, ότι η Ελλάδα μπορεί να διαχειρισθεί το μεγάλο πρόβλημά της με την επιθετική Τουρκία με χαμογελαστή διπλωματία, με διάλογο και καλή διάθεση στο πλαίσιο του νέου κόσμου που γέννησαν το ζωογόνο πνεύμα της νεοφιλελεύθερης «παγκοσμιοποίησης» αλλά και ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της Τουρκίας, που θα «εκπολίτιζε» την «καθυστερημένη» γειτόνισσά μας.

Έτσι, κάθε νέα επιθετική κίνηση της Άγκυρας αντιμετωπίζεται εδώ και 13 χρόνια παθητικά, με ιδιαίτερη, δήθεν πολιτικά υπολογισμένη, «ψυχραιμία» και με την άμυνα της χώρας υπονομευμένη βέβαια από μια αδύναμη, δανειοτραφή, καταχρεωμένη εθνική οικονομία, που αδυνατίζει συνεχώς την Ελλάδα στο διεθνές περιβάλλον της.
Δεν έλειψαν τα τελευταία χρόνια και κάποιες δουλοπρεπείς διπλωματικές συμπεριφορές της ελληνικής ηγεσίας, απέναντι σε μια Άγκυρα με αυξημένη πλέον αυτοπεποίθηση.

Η Τουρκία πάντοτε ξεκαθάριζε ότι τα ζητήματα που έχει εγείρει στο Αιγαίο συνιστούν ιδιαίτερο διμερές θέμα και δεν έχουν να κάνουν με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της με την Ε.Ε. Αποκορύφωμα της σταθερής επιθετικής πολιτικής της είναι σήμερα η ανοικτή διεκδίκηση εθνικής κυριαρχίας μικρών κατοικημένων ελληνικών νησιών στο Ανατολικό Αιγαίο (τα οποία «καλύπτει» πλέον με τα μαχητικά αεροσκάφη της!) και μαζί η ανακοίνωση πετρελαϊκών ερευνών σε τμήμα ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο Καστελόριζο.

Ψυχραιμία

Η κουρασμένη κυβέρνηση Κ. Καραμανλή δέχεται τα τουρκικά «χτυπήματα» με αδιαμφισβήτητη ψυχραιμία. Το υπουργείο Εξωτερικών αντιδρά με «διαβήματα» ρουτίνας και προσωπικά η υπουργός κ. Μπακογιάννη προσπαθεί πάλι να «μαζέψει» δικές της βιαστικές κινήσεις - όπως η αρχική πρόθεσή της να ανταποκριθεί σε πρόσκληση του Τούρκου ομολόγου για επίσκεψή της στην Άγκυρα, αυτό το καλοκαίρι, κατά τον Αύγουστο. Η κ. Μπακογιάννη ορθώς άλλαξε άποψη στη συνέχεια, όταν είδε βέβαια να δυναμώνουν προκλητικά οι αεροπορικές «επιδείξεις» της Τουρκίας επάνω από ελληνικά νησιά, λίγες μόνον ημέρες μετά τη «φιλική» συνομιλία της με τον κ. Νταβούτογλου.

Η μικρή αυτή ιστορία δεν εξαντλείται, όμως, μόνο στο προσωπικό λάθος της κυρίας υπουργού. Το μεγάλο ερώτημα για το τι επιτέλους προτίθεται να κάνει η ελληνική κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει τη δυναμική και επικίνδυνη πολιτική της Άγκυρας στο Ανατολικό Αιγαίο, αφορά προσωπικά τον πρωθυπουργό.

Διαρκής Πίεση

Αυτή την ώρα, όλες οι δημοσιογραφικές πληροφορίες οδηγούν στη διαπίστωση ότι ο Κ. Καραμανλής εμμένει μηχανικά στην πολιτική στήριξης της «ενταξιακής πορείας» της Τουρκίας στην Ε.Ε., με την κ. Μπακογιάννη πάντοτε χαμογελαστή απέναντι στην Άγκυρα και γενικώς ανοικτή στον «διάλογο» και στο «καλό κλίμα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Αλλά σ’ αυτή την ελληνική στάση δεν δίνει καμιά αξία η Άγκυρα. Τα «επικοινωνιακά» της υπόθεσης δεν την αφορούν. Δεν αγνοεί άλλωστε η τουρκική ηγεσία ότι η ελληνική πλευρά διαθέτει διπλωματικό επιτελείο πρωτοβάθμιων δυνατοτήτων, έτσι όπως είναι «οργανωμένα» τα γραφεία στο Μέγαρο Μαξίμου και στον πρώτο όροφο του κτιρίου στη λεωφόρο Β. Σοφίας. Η Άγκυρα εκτιμά -όχι αβάσιμα- ότι, διατηρώντας στον υψηλότερο δυνατό βαθμό την πίεσή της
στην Ελλάδα, καταπονεί τις παγίως άτολμες ελληνικές ηγεσίες και θα οδηγήσει τελικώς (και με αμερικανικά καύσιμα) μια αδύναμη, «στριμωγμένη» Αθήνα σε πολιτικές διαπραγματεύσεις για την αποδοχή των «αλλαγών» που απαιτεί η τουρκική πλευρά για το καθεστώς στο Αιγαίο.

Τυφλή πορεία στο τουρκικό μπετόν

Είναι, λοιπόν, προετοιμασμένη η ελληνική πλευρά να «συνομιλήσει» στο ορατό μέλλον με την Άγκυρα; Ποια θα είναι τα όρια των ελληνικών υποχωρήσεων, αφού σ’ αυτές θα καταλήξει ο υπό τουρκική (και αμερικανική) πίεση «διάλογος»;

Έχει υπολογιστεί το εύρος του «μεγάλου συμβιβασμού»; Και αν ο «συμβιβασμός» συμβεί, θα είναι ο τελευταίος και οριστικός; Είναι μήπως σε θέση η ελληνική πλευρά να αντέξει για μεγάλο διάστημα την τουρκική πίεση και να αποφύγει τον «διάλογο» για λύση-πακέτο, χωρίς όμως και να υφίσταται στην πορεία των εξελίξεων εξευτελισμούς από την Τουρκία στον αέρα και στη θάλασσα του Αιγαίου; Και σε ποια πολιτική βάση και σε ποιο χρονικό ορίζοντα θα δοκίμαζε τις αντοχές της η Αθήνα; Είναι σε θέση η ελληνική ηγεσία να έχει και να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την απαιτούμενη στρατιωτική δύναμη «αποτροπής» ή «τσάμπα ξοδεύεται» πλέον; Ο Κ. Καραμανλής έχει δεχθεί ήδη εισηγήσεις τόσο για πορεία προς μια διαπραγμάτευση με την Τουρκία όσο και για αποφυγή του διαλόγου (που σήμερα πάντως συναντά το τουρκικό «μπετόν» στο επίπεδο των γνωστών «διερευνητικών» συνομιλιών που ακόμη συνεχίζονται!). Στα γκρίζα διπλωματικά παρασκήνια της Αθήνας, όπου συναντώνται επαγγελματίες και ερασιτέχνες, κινείται η «πληροφορία» για κάποια επικείμενη «εξέλιξη», με πρωτοβουλία της Άγκυρας υπό αμερικανική «εγγύηση».

Η αδύναμη ελληνική κυβέρνηση δύσκολα βέβαια θα άντεχε αυτή την περίοδο ένα τέτοιο βάρος, και μάλιστα με μια αξιωματική αντιπολίτευση που και σήμερα δείχνει ότι καθόλου δεν θέλει να «εκτεθεί» με καθαρές θέσεις στο μείζον ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ο Κ. Καραμανλής πήρε τη σκυτάλη της -άγονης πλέον το 2004- «αναθεωρημένης» πολιτικής των Σημίτη - Παπανδρέου, αλλά ο τελευταίος προτιμά σήμερα να θεωρεί γενικώς υπεύθυνη την κυβέρνηση για τους χειρισμούς της στον τομέα αυτό, χωρίς να προχωρά σε «λεπτομέρειες».

Όλα δείχνουν σήμερα ότι η Αθήνα οδηγείται σε αδιέξοδα. Πολλά δείχνουν ότι σ’ ένα ορατό πλέον μέλλον η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή ή μια επόμενη θα πέσει μέσα σε μια ιστορικής σημασίας πολιτική «παγίδα», στα υλικά της οποίας θα περιλαμβάνεται και η δεκατριών ετών μίζερη, παθητική πολιτική των ελληνικών ηγεσιών απέναντι
σε μια δραστήρια και φιλόδοξη για «πρώτους ρόλους» στο διεθνές περιβάλλον της Τουρκία. Χωρίς ικανότητα στρατηγικής σκέψης, οι ελληνικές ηγεσίες πολύ δύσκολα θα αποφύγουν την ήττα σε τούτη την υπόθεση.

(Από την εφημερίδα Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ, 25-26/07/2009)