Σήμερα, 1 δισεκατομύριο άνθρωποι στον κόσμο (οι κάτοικοι του G7) χρησιμοποιούν τα 2/3 των πρώτων υλών του πλανήτη. Πάνω από 5 δισ. άνθρωποι στον υπόλοιπο κόσμο χρησιμοποιούν μόλις το 1/3. Στο μεταξύ, Ευρώπη και Αμερική έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαντλήσει τα αποθέματα φυσικών πόρων που διαθέτουν, ενώ ο γήινος πληθυσμός αυξάνει και μαζί του οι απαιτήσεις για κατανάλωση πρώτων υλών. Πώς, λοιπόν, θα συντηρηθούν με φυσικούς πόρους παρόμοιοι ρυθμοί ανάπτυξης;
Σήμερα, 1 δισεκατομύριο άνθρωποι στον κόσμο (οι κάτοικοι του G7) χρησιμοποιούν τα 2/3 των πρώτων υλών του πλανήτη.

Πάνω από 5 δισ. άνθρωποι στον υπόλοιπο κόσμο χρησιμοποιούν μόλις το 1/3. Στο μεταξύ, Ευρώπη και Αμερική έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαντλήσει τα αποθέματα φυσικών πόρων που διαθέτουν, ενώ ο γήινος πληθυσμός αυξάνει και μαζί του οι απαιτήσεις για κατανάλωση πρώτων υλών.

Πώς, λοιπόν, θα συντηρηθούν με φυσικούς πόρους παρόμοιοι ρυθμοί ανάπτυξης; Τι θα συμβεί τώρα που οι αναδυόμενες οικονομίες ηγούνται της ανάπτυξης και δημιουργούν νέες τάξεις καταναλωτών με ανάλογες απαιτήσεις σε πρώτες ύλες;

Γνωρίζουμε, ήδη, ότι το βασικό πρόβλημα του 21ου αιώνα είναι η κλιματική αλλαγή και η ενεργειακή κρίση που, σε συνδυασμό με την πληθυσμιακή επέκταση, συμβάλλουν σε μια γενικευμένη κρίση φυσικών πόρων (νερού, τροφίμων, πρώτων υλών). Στην τελευταία του έκθεση ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προειδοποίησε ανοιχτά για την επερχόμενη εξάντληση των μεγάλων γνωστών κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων, με πρώτο το πετρέλαιο. Η δριμεία κλιματική αλλαγή επιβάλλει, ούτως ή άλλως, την ταχεία απεξάρτηση της ανθρωπότητας από τους υδρογονάνθρακες.

Ομως η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (αιολική, ηλιακή, γεωθερμική, κυματική κ.λπ.) δεν είναι εύκολη υπόθεση. Γιατί, μεταξύ άλλων, απαιτεί τη συνδρομή κάποιων στρατηγικών μετάλλων που αποκαλούνται «σπάνια γη».

Ποια είναι αυτά; Οι περισσότεροι τα εκτιμούν σε 17, σημαντικότερα από τα οποία είναι τα Neodymium, Dysprosium, Lanthanum, Cerium, Europium, Lutetium. Το βάρος και οι μαγνητικές ιδιότητές τους τα κατέστησαν απαραίτητα στις ανεμογεννήτριες, αναγκαία στα υβριδικά αυτοκίνητα και αναντικατάστατα στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Τα μέταλλα σπάνιας γης έχουν πολλαπλές εφαρμογές στις πράσινες τεχνολογίες (αεροτουρμπίνες, ηλιακοί συσσωρευτές, καταλύτες, μπαταρίες κ.ά.), σε μαζικής παραγωγής ηλεκτρικά προϊόντα (κινητά τηλέφωνα, επίπεδες οθόνες τηλεόρασης και κομπιούτερ, μικροηλεκτρονικές συσκευές κ.ά.), καθώς και στην πολεμική βιομηχανία. Ενώ σήμερα είναι ακόμη σε αφθονία, το πρόβλημα είναι πως η ζήτησή τους αυξάνει με αλματώδεις ρυθμούς, ενώ η παραγωγή συγκεντρώνεται σε ελάχιστες χώρες. Η Κίνα ελέγχει το 95% περίπου της παγκόσμιας προσφοράς και το υπόλοιπο το μοιράζονται Καναδάς, Αυστραλία και Ν. Αφρική.

Μάλιστα, σύμφωνα με τους «New York Times», η Κίνα σκοπεύει να αναγορευθεί σε παγκόσμιο ηγέτη στην κατασκευή ηλεκτρικών και υβριδικών αυτοκινήτων. Στόχος είναι η χώρα να υπερβεί το στάδιο παραγωγής συμβατικών βενζινοκίνητων αυτοκινήτων -όπου σήμερα εμφανώς υστερεί έναντι της Δύσης- και να αναπτύξει απευθείας τα υβριδικά και ηλεκτρικά αυτοκίνητα καλύπτοντας την παγκόσμια ζήτηση. Παράλληλα, η Κίνα σχεδιάζει να μπορεί να παράγει 100 γιγαβάτ αιολικής ενέργειας έως το 2020.

Για την κατασκευή μιας ανεμογεννήτριας απαιτείται ένας τόνος σπάνιας γης (neodymium) και σήμερα η τρέχουσα παραγωγή (όση και η παγκόσμια ζήτηση) είναι 20.000 τόνοι ετησίως, το σύνολο των οποίων προέρχεται από την Κίνα. Από πού θα προέλθουν, λοιπόν, οι 100.000 τόνοι πρόσθετης παραγωγής που αφορούν μόνον τις κινεζικές ανάγκες του 2020; Οχι τυχαία, η Κίνα διαβλέποντας τις μελλοντικές εξελίξεις φρόντισε να εξαγοράσει δύο αυστραλιανές εταιρείες εξόρυξης μετάλλων σπάνιας γης (Lynas και Arafura) προκειμένου να ελέγχει την προσφορά και να έχει και μελλοντικά επάρκεια στη δική της αγορά. Το ερώτημα είναι πώς θα καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση για τις υπόλοιπες οικονομίες που θα στραφούν στις νέες και πράσινες τεχνολογίες.

Σήμερα δεν υπάρχουν υποκατάστατα σε αυτά τα σπάνια και στρατηγικής σημασίας μέταλλα. Εάν δεν υπάρξει προσεχώς αντικατάστασή τους από λιγότερο σπάνιες πρώτες ύλες, τότε η μεγάλης κλίμακας μετάβαση σε μία περισσότερο βιώσιμη οικονομία φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο έως ακατόρθωτο εγχείρημα. Τουλάχιστον για τους πολλούς, αφού θα αποτελέσει προνόμιο όσων έχουν πρόσβαση στην παραγωγή τους ή αυτών που θα επισπεύσουν τη μετάβασή τους πριν γενικευθεί η ζήτηση σπάνιων μετάλλων. Γι' αυτό και ευνοημένοι θα είναι όσοι στραφούν γρήγορα -πριν από τους άλλους- στις πράσινες τεχνολογίες, αφού η μελλοντική προσφορά τους δεν πρέπει να θεωρείται εξασφαλισμένη.

(από την εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ", 15/08/2009)