Η εμμονή των αρμοδίων στην εφαρμογή παρωχημένων λύσεων στο πρόβλημα των σκουπιδιών, όπως είναι η λύση της υγειονομικής ταφής, ΧΥΤΑ κλπ., μέθοδοι αδόκιμοι που προ πολλού χρόνου έχουν εγκαταλειφθεί από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, δικαίως προκαλεί την εξέγερση των κατοίκων του Γραμματικού, αλλά και άλλων περιοχών όπου επιχειρήθηκε η εφαρμογή της μεθόδου αυτής
Η εμμονή των αρμοδίων στην εφαρμογή παρωχημένων λύσεων στο πρόβλημα των σκουπιδιών, όπως είναι η λύση της υγειονομικής ταφής, ΧΥΤΑ κλπ., μέθοδοι αδόκιμοι που προ πολλού χρόνου έχουν εγκαταλειφθεί από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, δικαίως προκαλεί την εξέγερση των κατοίκων του Γραμματικού, αλλά και άλλων περιοχών όπου επιχειρήθηκε η εφαρμογή της μεθόδου αυτής.

Στις αρχές του έτους 2006, τότε που υπήρχε έντονο το πρόβλημα της λυματολάσπης στην Ψυτάλλεια, έκανα ακριβώς το ίδιο που είχα κάνει ως υφυπουργός το 1990 για να λύσουμε τότε το πρόβλημα των βιολογικών καθαρισμών. Είχα τότε απευθυνθεί σε ειδικευμένες γερμανικές εταιρείες που είχαν επί χρόνια ασχοληθεί με το θέμα αυτό και μας έστειλαν ειδικούς μηχανικούς, με σχέδια και μελέτες που εκείνοι χρησιμοποιούσαν για τους βιολογικούς καθαρισμούς των λυμάτων και τα οποία σχέδια εφαρμόσαμε και εμείς με απόλυτη μέχρι σήμερα επιτυχία.

Στις 15.2.2006 δημοσιεύθηκε στην «Εστία» άρθρο του κ. Ευστ. Μπουροδήμου, καθηγητή της περιβαλλοντικής Μηχανικής του Πανεπιστημίου της Υερσέης των ΗΠΑ, μέλους της Ακαδημίας επιστημών Ν. Υόρκης και Αντεπιστέλλοντος μέλους Ακαδημίας Αθηνών. Το άρθρο αναφερόταν με λεπτομέρειες στην μέθοδο που εφαρμόζεται για την επίλυση του προβλήματος της λυματολάσπης και γενικότερα των σκουπιδιών στην Αμερική, αλλά και στην Γερμανία από την εταιρεία M+WZanter, μία επιστημονική μέθοδο που εφευρέθηκε το πρώτον από την ΝΑΣΑ για τις ανάγκες των αεροπλανοφόρων και άλλων πολεμικών πλοίων και η οποία γενικεύθηκε στις διάφορες πολιτείες της Αμερικής και αλλαχού.

Για να βοηθήσω τότε στο δύσκολο αυτό πρόβλημα απευθύνθηκα, όπως είχα κάνει και το 1990, στην προαναφερθείσα ειδικευμένη γερμανική εταιρεία, η οποία και έστειλε στην Ελλάδα πάλι δυο ειδικευμένους στο θέμα μηχανικούς με τις μελέτες και όλα τα στοιχεία της νέας μεθόδου. Με την μέθοδο αυτή γίνεται εξαέρωση -όχι καύση- της λυματολάσπης σε θερμοκρασία έως και 11.000 βαθμών Κελσίου, σε κλειστό κύκλωμα και η λυματολάσπη μετατρέπεται κατά 98% σε καύσιμο αέριο και 2% σε ανόργανη ουσία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δομικό υλικό ή στην οδοποιία.

Από το καύσιμο αυτό αέριο σε κλειστό κύκλωμα, χωρίς καμμία απολύτως ενόχληση στο περιβάλλον, παράγεται ηλεκτρική ενέργεια, που υπερκαλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες του εργοστασίου και υπάρχει ακόμα σημαντικό υπόλοιπο ενέργειας για να διατεθεί στη ΔΕΗ.

Η πρόταση της γερμανικής εταιρείας ήταν να κατασκευάσει με δαπάνες της το εργοστάσιο καύσεως στην Ψυτάλλεια. Το κόστος θα παρακολουθούσε η ελληνική πλευρά, η οποία θα επιβαρυνόταν 130 ευρώ για κάθε τόννο λυματολάσπης. Και όταν τα χρήματα που θα εισέπραττε η γερμανική εταιρεία κάλυπταν το κόστος του εργοστασίου συν 10% που θα ήταν το κέρδος της, το εργοστάσιο θα το παρέδιδαν στις ελληνικές αρμόδιες αρχές για να συνεχίσουν τη λειτουργία του.

Το κέρδος της εταιρείας εκτός από το 10% θα ήταν και τα έσοδα από την πώληση της περισσής ενέργειας στη ΔΕΗ, αλλά και από μία άλλη πηγή κέρδους που ήταν και το σημαντικότερο μέρος της όλης προτάσεώς τους. Πρότειναν όλα τα σκουπίδια του λεκανοπεδίου να τα αγόραζαν αντί 10 ευρώ τον τόννο για να παράγουν ενέργεια, την οποία θα πωλούσαν στη ΔΕΗ.

Αμέσως έστειλα επιστολή στο Μέγαρο Μαξίμου, τονίζοντας την αποτελεσματικότητα της μεθόδου και την απαλλαγή της Κυβερνήσεως από τις διαμαρτυρίες κάθε περιοχής υποψηφίας για τη συγκέντρωση σκουπιδιών με τη μέθοδο ΧΥΤΑ κ.λπ. Μετά τρεις ημέρες εκλήθησαν οι Γερμανοί στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων, όπου ενώπιον του Υφυπουργού, της ηγεσίας της ΕΥΔΑΠ και υπηρεσιακών παραγόντων ανέπτυξαν τη μέθοδό τους, την οποία όλοι αναγνώρισαν ως αποτελεσματική, αλλά πρότειναν να την εφαρμόσουν σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, γιατί την προηγούμενη ημέρα είχε ανατεθεί σε ελληνική εταιρεία η επεξεργασία της λυματολάσπης με την αδόκιμη μέθοδο της ξηράνσεως, η οποία εκτός του ότι στοίχιζε ακριβότερα κατά τόννο, δημιουργούσε κάθε ημέρα στερεό υλικό 50 περίπου τόννων, το οποίο πρέπει να μεταφέρεται προς καύση στις υψικαμίνους με φυσικά πρόσθετο κόστος.

Μετά από αυτό ήταν φυσικό οι Γερμανοί να αρνηθούν να ασχοληθούν με το θέμα αυτό και αναχώρησαν γιατί θεώρησαν ασύμφορο την κατασκευή εργοστασίου σε άλλες πόλεις με περιορισμένες ποσότητες σκουπιδιών.

Είναι περίεργος ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούν όλες οι κυβερνήσεις να λύσουν ορισμένα προβλήματα με λύσεις αδόκιμες, με αποτέλεσμα να πελαγοδρομούν και να καταλήγουν σε αδιέξοδα και σε συγκρούσεις με τους πολίτες, όταν τα ίδια προβλήματα έχουν επιλυθεί προ πολλού από άλλες ανεπτυγμένες χώρες και μάλιστα κατά τον καλύτερο τρόπο.

(Ο Αριστείδης Τσιπλάκος είναι Πολιτικός Μηχανικός ειδικευμένος σε μελέτες υδραυλικών έργων και έχει στο ενεργητικό του εκπονήσεις μεγάλων αποχετευτικών έργων μεγάλων πόλεων, όπως των Αθηνών, της πρωτεύουσας του Κονγκό Κινσάσας κ.λπ.)