Η πρωτοσέλιδη φωτογραφία που εδημοσίευσαν χθες τα διεθνή μέσα με την Ακρόπολη να ξεπροβάλλει μέσα από καπνούς από τα γύρω φλεγόμενα βουνά της Αττικής ήτο το οριστικό κτύπημα σε μία έτσι κι αλλιώς δύσκολη τουριστική χρονιά. Ουδείς συνετός τουρίστας θα επιθυμούσε αίφνης να βρεθεί περικυκλωμένος από φλόγες και μάλιστα σε μία αστική περιοχή όπως η ευρύτερη Αθήνα.

Η πρωτοσέλιδη φωτογραφία που εδημοσίευσαν χθες τα διεθνή μέσα με την Ακρόπολη να ξεπροβάλλει μέσα από καπνούς από τα γύρω φλεγόμενα βουνά της Αττικής ήτο το οριστικό κτύπημα σε μία έτσι κι αλλιώς δύσκολη τουριστική χρονιά. Ουδείς συνετός τουρίστας θα επιθυμούσε αίφνης να βρεθεί περικυκλωμένος από φλόγες και μάλιστα σε μία αστική περιοχή όπως η ευρύτερη Αθήνα.  

Όμως πέρα από τις επιπτώσεις στον τουρισμό, ο οποίος παρά την ανάδειξή του σε βασικό πλουτοπαραγωγικό τομέα της χώρας παραμένει εξαιρετικά ευαίσθητος και ευάλωτος στις φυσικές καταστροφές και τις διεθνείς εξελίξεις (κάτι που θα έπρεπε να είχε απασχολήσει σοβαρά όλες τις κυβερνήσεις της τελευταίας τριακονταετίας), οι σοβαρότερες συνέπειες των πυρκαγιών των τελευταίων ημερών στη βόρειο και Β.Α Αττική έχουν να κάνουν με τη βιωσιμότητα του αστικού και περιαστικού περιβάλλοντος της Αττικής. Μετά την καταστροφή της Πάρνηθας το 2007, του Υμηττού πέρυσι, και παλαιότερα της Πεντέλης οι τελευταίοι πράσινοι πνεύμονες της Αττικής (σε 150.000 στρέμματα υπολογίζεται το μέγεθος της καταστροφής) εξαφανίστηκαν και αυτοί έτσι που να τίθεται πλέον ουσιαστικό θέμα επιβίωσης σ’ ένα νεκρό περιβάλλον χωρίς την απαραίτητη ισορροπία χλωρίδας – δομημένου χώρου. Γιατί η ύπαρξη πράσινου μέσα στην αστική και περιαστική ζώνη δεν είναι θέμα αισθητικής ή διακόσμησης αλλά αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για την ανθρώπινη διαβίωση και την διατήρηση της ελάχιστης πανίδας που έχει απομείνει, καθότι το πράσινο εξυπηρετεί τις απαραίτητες ανάγκες ανανέωσης του οξυγόνου της βιόσφαιρας, ιδιαίτερα σε ένα τόσο πυκνοδομημένο και ξερό περιβάλλον όσο αυτό της Αττικής.

Μετά την καταστροφή της Ηλείας, την ίδια εποχή πριν από δύο χρόνια και την τεράστια κινητοποίηση αρωγής που εκδηλώθηκε (ακόμα βέβαια δεν έχει αποκατασταθεί παρά μικρό μέρος των καταστροφών ενώ έχει διατεθεί από την πολιτεία μόλις το 1/3 των συγκεντρωθέντων χρημάτων στους πληγέντες κατοίκους, γεωργούς και κτηνοτρόφους) η κυβέρνηση έπρεπε να είχε ανάγει την καταπολέμηση των πυρκαγιών ως το νούμερο ένα θέμα του καλοκαιριού επιδιώκοντας την ενημέρωση, εκπαίδευση και κινητοποίηση όλων ακόμα και σχολείων, ΑΕΙ, ΤΕΙ κλπ. Το κακό δεν είναι – όπως επισημαίνουν και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης – ότι η κυβέρνηση δεν πήρε το μάθημά της από το τραγικό πάθημα του 2007. Το χειρότερο είναι ότι η κυβέρνηση δείχνει αποκομμένη από την πραγματικότητα και δεν έχει πλέον τη στοιχειώδη σωφροσύνη να ζητήσει συγγνώμη από την οργισμένη κοινή γνώμη για ένα έγκλημα το οποίο δεν μπόρεσε να αποτρέψει, αν και μπορούσε και γνώριζε ότι αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε.


Πάνω απ’ όλα εδώ και δύο χρόνια έπρεπε να είχε αναληφθεί μια πανελλήνια καμπάνια ευαισθητοποίησης και οργάνωσης σε επίπεδο Δήμων και Κοινοτήτων με την κατάστρωση σχεδίων εκτάκτου ανάγκης με την συμμετοχή όλων των πολιτών. Επιπλέον η κυβέρνηση έπρεπε να είχε ανανεώσει και εμπλουτίσει τον στόλο των αεροπλάνων πυρόσβεσης Canadair (που έχουν αποδειχθεί λίαν αποτελεσματικά αλλά είναι ελάχιστα, και πεπαλαιωμένα, 21 για όλη την Ελλάδα) να είχε αγοράσει ή ενοικιάσει τα απαραίτητα ελικόπτερα και γενικά να είχε συνδράμει την Πυροσβεστική Υπηρεσία στο έργο της με έμψυχο υλικό και επιπλέον μέσα όπως είχε ζητηθεί επίμονα εδώ και αρκετούς μήνες.

Με σύνθημα «ούτε μία φωτιά αυτό το καλοκαίρι» η κυβέρνηση έπρεπε να είχε κηρύξει από πέρυσι πανστρατιά και να έχει κινητοποιήσει όλον τον πληθυσμό με την εκπόνηση συγκεκριμένων επιτελικών σχεδίων ανά περιοχή και υποχρεωτικές ασκήσεις πολιτικής άμυνας όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες με παρόμοια προβλήματα ώστε ο κάθε κάτοικος ιδίως αυτοί σε δασικές περιοχές να γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν σε περίπτωση πυρκαϊάς. Ούτε για αστείο δεν ακούστηκε μια τέτοια πρόταση ενώ δεν υπήρξε το παραμικρό ενδιαφέρον για διεύρυνση του σχεδιασμού αντιμετώπισης των πυρκαγιών με ενεργή συμμετοχή τοπικών εθελοντικών φορέων όπως γίνεται σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο.     

Αντ’ αυτών είδαμε μία πλήρη αδιαφορία, λες και η χώρα κάθε καλοκαίρι δεν αντιμετωπίζει τον κίνδυνο των πυρκαγιών και έχει προ πολλού λύσει το πρόβλημα αυτό. Επιπλέον είδαμε την άρνηση του Υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, να διαθέσει τα απαραίτητα κονδύλια για ενοικίαση ελικοπτέρων και την πρόσληψη των απαραίτητων πυροσβεστών ενώ τα σχέδια για την αγορά νέων και σύγχρονων Canadair έχουν μείνει στο ράφι εδώ και χρόνια. Αποτελεί όνειδος για τη χώρα μία απούσα και χαλαρή κυβέρνηση η οποία αδιαφορεί προκλητικά εδώ και χρόνια να προστατεύσει τους ελάχιστους πράσινους πνεύμονες, ιδιαίτερα στα ευπαθή περιαστικά κέντρα.

Η χαλαρή αντιμετώπιση του μείζονος θέματος της πυροπροστασίας και η πλήρη αδυναμία προετοιμασίας σε εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση ενός γνωστού και αναμενόμενου κατ’ έτος κινδύνου που είναι οι φωτιές, αναδεικνύουν μία κυβέρνηση τελείως ανίκανη ν’ αντιληφθεί τα προβλήματα του τόπου πόσο μάλλον δε ν’ αντιδράσει. Ή μήπως σκόπιμα δεν θέλησε να προετοιμασθεί για την αναμενόμενη και φέτος πύρινη λαίλαπα και ύπουλα έκανε πλάτες στους εμπρηστές οι οποίοι και αποβλέπουν στην περαιτέρω οικοπεδοποίηση των κατεστραμμένων περιοχών; Δυστυχώς κανείς πλέον δεν μπορεί ν’ αποκλείσει αυτό το εφιαλτικό ενδεχόμενο ιδιαίτερα μετά την καθυστέρηση των 24 και πλέον ωρών που χρειάσθηκε ο κρατικός μηχανισμός για ν’ αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος.