Αντιμετωπίζοντας τους Kινδύνους της Eπόμενης Hμέρας

Μία μεγάλη δασική πυρκαϊά, όπως αυτή της Βορειοανατολικής Αττικής των τελευταίων ημερών, δημιουργεί συνθήκες για πολλές άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής. Εστιάζοντας στη δίαιτα και στην ποιότητα των επιφανειακών νερών, έχουν προκύψει αλλαγές που πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα.
Του Γ. Τσακίρη
Τετ, 2 Σεπτεμβρίου 2009 - 10:27

Μία μεγάλη δασική πυρκαϊά, όπως αυτή της Βορειοανατολικής Αττικής των τελευταίων ημερών, δημιουργεί συνθήκες για πολλές άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής. Εστιάζοντας στη δίαιτα και στην ποιότητα των επιφανειακών νερών, έχουν προκύψει αλλαγές που πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα.

Ο όγκος και η παροχή αιχμής των ρεμάτων μιας καμένης περιοχής αυξάνονται σημαντικά. Εκτιμάται ότι οι κρίσιμες παροχές σε ορισμένα ρέματα του Μαραθώνα (κυρίως ρέμα Βρανά) μπορούν να αυξηθούν ως και 80%, ενώ σημαντικές είναι οι επιπτώσεις για μία ακόμη φορά στο ρέμα της Ραφήνας (εκτίμηση αύξησης παροχών 20%).

Παράγοντες όπως ο χρόνος και η γεωμορφολογία των καμένων περιοχών δεν αφήνουν περιθώρια για εκτατικές επεμβάσεις και αντιδιαβρωτικά έργα με κλαδοπλέγματα ή κορμοδέματα ή κατασκευή μεγάλου αριθμού φραγμάτων από σκυρόδεμα, όπως συνηθίζεται ύστερα από κάθε μεγάλη πυρκαϊά. Το μόνο που μπορεί να γίνει άμεσα είναι η κατασκευή λίγων μικρών φραγμάτων από ξηρολιθιά (αν υπάρχει υλικό) ή με συρματοκιβώτια σε κατάλληλα κομβικά σημεία των ρεμάτων ή άλλες κατάλληλες στοχευμένες σημειακές παρεμβάσεις.

Το δάσος δεν έχει ανάγκη από όγκους σκυροδέματος ή από εύφλεκτα υλικά που θα το απειλούν από ΄δώ και στο εξής, αλλά ούτε και από την αναταραχή που θα προκαλούν εκατοντάδες άνθρωποι (εργάτες, υλοτόμοι κ.ά.) για πολλές ημέρες.

Σημαντικά αντιπλημμυρικά έργα στα πεδινά (όπως διεύρυνση κοίτης ή κλειστής διατομής), που ίσως είναι απαραίτητα, απαιτούν προσπάθεια πολλών χρόνων.

Οσον αφορά την ποιότητα των επιφανειακών νερών, είναι γνωστό ότι ύστερα από μια δασική πυρκαϊά απελευθερώνονται στο περιβάλλον διοξείδιο αζώτου και θείου, υδρογονάνθρακες, διοξίνες και τέφρα. Από μελέτες επιπτώσεων άλλων πυρκαϊών έχει προκύψει ότι η τέφρα περιέχει μεγάλες συγκεντρώσεις ιχνοστοιχείων, όπως αρσενικό, μόλυβδο, χαλκό και κάδμιο. Ενα ποσοστό αυτών των τοξικών ιχνοστοιχείων της τέφρας δυνητικά μεταναστεύει με τις βροχές ή τον άνεμο στα επιφανειακά νερά. Αντίθετα οι διοξίνες είναι δύσκολα διαλυτές στο νερό και δεν αποτελούν άμεσο σημαντικό κίνδυνο, με μόνο έμμεσο ενδεχόμενο να εισέλθουν στην τροφική αλυσίδα (ψάρια, κατανάλωση ρυπασμένων χόρτων από ζώα κ.λπ.). Συνεπώς, αναφορικά με την ποιότητα των επιφανειακών νερών απαιτείται συνεχής έλεγχος και παρακολούθηση με τακτικές δειγματοληψίες νερού, ιζημάτων, εδαφών και λήψη προληπτικών μέτρων για τον περιορισμό των πιθανών επιπτώσεων.

Ο κ. Γιώργος Τσακίρης είναι καθηγητής του ΕΜΠ και διευθυντής του Κέντρου Εκτίμησης Φυσικών Κινδύνων και Προληπτικού Σχεδιασμού του ΕΜΠ.

(Aπό την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 30/09/2009)