Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Σουτ Γιάτ Σεν και το κόμμα Κουομιτάγκ είχαν ως στόχο τον αυταρχικό εκσυγχρονισμό που θα συνδύαζε την οικονομική ανάπτυξη και την εθνική χειραφέτηση, καθώς η Κίνα είχε διολισθήσει σε ένα ημιαποικιακό καθεστώς με συνδιαχειριστές τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης και την Ιαπωνία: Το στοίχημα χάθηκε στην άνιση και παρασιτική ανάπτυξη των παράκτιων περιοχών, ενώ το εθνικιστικό καθεστώς είχε την ατυχία να είναι ο πρώτος σταθμός του ιαπωνικού επεκτατισμού.
Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Σουτ Γιάτ Σεν και το κόμμα Κουομιτάγκ είχαν ως στόχο τον αυταρχικό εκσυγχρονισμό που θα συνδύαζε την οικονομική ανάπτυξη και την εθνική χειραφέτηση, καθώς η Κίνα είχε διολισθήσει σε ένα ημιαποικιακό καθεστώς με συνδιαχειριστές τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης και την Ιαπωνία: Το στοίχημα χάθηκε στην άνιση και παρασιτική ανάπτυξη των παράκτιων περιοχών, ενώ το εθνικιστικό καθεστώς είχε την ατυχία να είναι ο πρώτος σταθμός του ιαπωνικού επεκτατισμού.

Τη σκυτάλη από τα μέσα της δεκαετίας του '20 πήρε το Κ.Κ. Κίνας που εξέφραζε μια κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα διαφορετική από αυτήν που η Τρίτη Διεθνής προσδιόριζε για τα μέλη της: Ήταν ο φορέας ενός εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου και μιας αγροτικής εξέγερσης, ή καλύτερα εξέφραζε την απαίτηση της ενδοχώρας για μια κοινωνικά δίκαιη και ισορροπημένη γεωγραφικά ανάπτυξη.

Εξήντα χρόνια μετά από την είσοδο του κινεζικού Απελευθερωτικού Στρατού στο Πεκίνο η χώρα είναι μια Μεγάλη Δύναμη που διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των παγκόσμιων ισορροπιών στις επόμενες δεκαετίες με μια οικονομική ανάπτυξη που ακόμη και εν μέσω κρίσης και ύφεσης παραμένει θηριώδης συγκρινόμενη με τα ποσοστά της Δύσης. Επιπλέον οι κληρονόμοι του Ντεγκ Χσιάο Πιγκ προσάρμοσαν τον κομματικό μηχανισμό, έτσι ώστε να διασφαλίζει τη συμμετοχή και να εκφράζει τα συμφέροντα της νέας επιχειρηματικής τάξης.

Δίπλα στις αναμφισβήτητες επιτυχίες υπάρχουν όμως και οι βαριές σκιές που προβάλλουν ακόμη πιο απειλητικές, καθώς ταυτίζονται με προκλήσεις που αντιμετώπιζε η Κίνα στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι Εθνικιστές του Κουομιτάγκ διατύπωσαν το στοίχημα του βίαιου εκσυγχρονισμού:

-Πρώτον, σήμερα, όπως και τότε, αν και σε μεγέθη εντελώς διαφορετικά και μη συγκρίσιμα, η ανάπτυξη εξακολουθεί να αφορά τις παράκτιες περιοχές, με την ενδοχώρα να αποτελεί δίχως υπερβολή μια άλλη χώρα.

-Δεύτερον, στην ενδοχώρα βρίσκονται πολλά μέτωπα εθνικιστικής αναταραχής όπως το Θιβέτ, το Σιγκιάγκ και η Εσωτερική Μογγολία: Ο συνδυασμός της προάσπισης της ιδιαίτερης εθνικής ταυτότητας απέναντι σε μια απερίφραστη πολιτική αφομοίωσης και ομογενοποίησης με τη δυσαρέσκεια και τις εντάσεις της άνισης περιφερειακής ανάπτυξης, μπορεί να είναι εκρηκτικός.

-Οι παραπάνω υποθήκες θέτουν την πρόκληση αν το σημερινό καθεστώς επιδέχεται μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση δημοκρατικών ανοιγμάτων ή αν οι πραγματικές επιλογές δεν είναι άλλες από την περιχαράκωση στον συγκεντρωτικό αυταρχισμό και στην ακινησία από την μια μεριά και στην μη ελεγχόμενη αποσταθεροποίηση από την άλλη.

Αν στα παραπάνω προστεθεί ο φόβος και οι αντισυσπειρώσεις που προκαλούνται από την ραγδαία ισχυροποίηση της Κίνας, τότε εύλογα τίθεται το ερώτημα αν οι ήδη ρευστές ισοοροπίες στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού μπορούν να επιτρέψουν την ομαλή και ανώδυνη προσαρμογή στον επερχόμενο πολλαπλασιασμό της συνολικής ισχύος του Πεκίνου.

Εξήντα χρόνια μετά την έπαρση της Κόκκινη Σημαίας στην πλατεία Τιεν Αν Μεν η χώρα γνωρίζει ραγδαία ανάπτυξη μη συγκρινόμενη με τους ρυθμούς των άλλων αναδυόμενων κέντρων ισχύος του πλανήτη και ταυτόχρονα εσωτερικές και περιφερειακές προκλήσεις που έχουν τον χαρακτήρα διαρκούς, για το ορατό μέλλον, υποθήκης στα πεπραγμένα έξη δεκαετιών.

(Από την εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 01/10/2009)