Έχει περάσει λίγο περισσότερο από ένας χρόνος από τότε που η παγκόσμια οικονομία έφτασε στο χείλος της καταστροφής. Μέσα σε τρεις ημέρες, από τις 15 έως τις 17 Σεπτεμβρίου, η Lehman Brothers χρεοκόπησε, ο ασφαλιστικός κολοσσός AIG πέρασε στον έλεγχο της αμερικανικής κυβέρνησης και η δοκιμαζόμενη Merrill Lynch απορροφήθηκε από την Bank of America σε μία συμφωνία, που σχεδιάστηκε και χρηματοδοτήθηκε από την αμερικανική κυβέρνηση.
Έχει περάσει λίγο περισσότερο από ένας χρόνος από τότε που η παγκόσμια οικονομία έφτασε στο χείλος της καταστροφής. Μέσα σε τρεις ημέρες, από τις 15 έως τις 17 Σεπτεμβρίου, η Lehman Brothers χρεοκόπησε, ο ασφαλιστικός κολοσσός AIG πέρασε στον έλεγχο της αμερικανικής κυβέρνησης και η δοκιμαζόμενη Merrill Lynch απορροφήθηκε από την Bank of America σε μία συμφωνία, που σχεδιάστηκε και χρηματοδοτήθηκε από την αμερικανική κυβέρνηση.
Πανικός κατέβαλε τις αγορές και οι πιστώσεις πάγωσαν. Οι επιχειρήσεις εκτός χρηματοοικονομικού τομέα δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν επαρκή κεφάλαια κίνησης, πόσο μάλλον να χρηματοδοτήσουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Ο κίνδυνος μίας νέας Μεγάλης Ύφεσης ήταν ορατός.

Σήμερα η καταιγίδα έχει κοπάσει. Οι συνεχείς παρεμβάσεις από τις κορυφαίες κεντρικές τράπεζες απέτρεψαν την κατάρρευση των χρηματοοικονομικών αγορών.

Όταν οι τράπεζες σταμάτησαν να προσφέρουν βραχυπρόθεσμη ρευστότητα σε άλλες τράπεζες και βιομηχανίες, οι κεντρικές τράπεζες αναπλήρωσαν το κενό.

Το αποτέλεσμα ήταν οι μεγάλες οικονομίες να αποφύγουν μία πλήρη κατάρρευση σε επίπεδο πιστωτικό και παραγωγής. Το αίσθημα του πανικού έχει πλέον υποχωρήσει. Οι τράπεζες αρχίζουν και πάλι να χορηγούν η μία στην άλλη δάνεια.

Αν και τα χειρότερα απετράπησαν, πολλά επώδυνα προβλήματα παραμένουν. Η κρίση εξελίχθηκε σε κατάρρευση των τιμών των στοιχείων του ενεργητικού στα τέλη του 2008. Τα νοικοκυριά μεσαίου και υψηλού εισοδήματος ανά τον κόσμο αισθάνθηκαν φτωχότερα με αποτέλεσμα να μειώσουν δραστικά τις δαπάνες τους.

Η περυσινή εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου και των τροφίμων ενέτεινε τις πιέσεις στα νοικοκυριά και κατά συνέπεια επιδείνωσε την οικονομική κρίση. Οι επιχειρήσεις, καθώς δεν μπορούσαν να πωλήσουν τα προϊόντα τους, προχωρούσαν σε περικοπές παραγωγής και θέσεων εργασίας.

Η καλπάζουσα ανεργία συρρίκνωσε περαιτέρω το εισόδημα πολλών οικογενειών οδηγώντας έτσι σε ακόμη μεγαλύτερες περικοπές των καταναλωτικών δαπανών.


Το μεγάλο πρόβλημα τώρα είναι ότι η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, καθώς οι ρυθμοί της ανάκαμψης είναι τόσο αργοί που δεν μπορούν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.

Μία μεγάλη συζήτηση έχει ανοίξει σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Κίνα για τις δαπάνες, που γίνονται στο πλαίσιο των λεγόμενων «σχεδίων ανάκαμψης». Τα σχέδια αυτά έχουν ως στόχο να αντισταθμίσουν την πτώση στην κατανάλωση των νοικοκυριών και τις επενδύσεις των επιχειρήσεων μέσω της αύξησης των δημοσίων δαπανών ή της προώθησης φορολογικών κινήτρων.

Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το 1/3 από το διετές σχέδιο ύψους 800 δισ. δολαρίων για την τόνωση της οικονομίας αφορά φοροελαφρύνσεις (προκειμένου να δοθεί ώθηση στις καταναλωτικές δαπάνες).

Άλλο 1/3 είναι δημόσιες δαπάνες για δρόμους, σχολεία, ενέργεια και άλλες υποδομές. Και τέλος το 1/3 έρχεται στη μορφή μεταφοράς κεφαλαίων από την κεντρική διοίκηση στις πολιτείες για τη δημόσια υγεία, τα επιδόματα ανεργίας, τους μισθούς δασκάλων κ.ά.

Τα σχέδια ανάκαμψης είναι αμφιλεγόμενα, γιατί αυξάνουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού και κατά συνέπεια απαιτούν περικοπές των δαπανών ή αύξηση της φορολογίας κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον.

Το μεγάλο ερώτημα, όμως, είναι εάν πετυχαίνουν όντως να ενισχύσουν την παραγωγή και την απασχόληση και αν ναι, αν το πετυχαίνουν σε βαθμό, που να υπερκαλύπτει τα αναπόφευκτα προβλήματα στον προϋπολογισμό.

Η αποτελεσματικότητα των σχεδίων αυτών είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση κάνει φοροαπαλλαγές για να αυξήσει το εισόδημα των καταναλωτών.

Εάν οι καταναλωτές περιμένουν ότι οι φόροι θα αυξηθούν στο μέλλον, ενδέχεται να αποφασίσουν να αποταμιεύσουν αυτό το επιπλέον εισόδημα από το να το διαθέσουν στην κατανάλωση. Σε αυτή την περίπτωση το μέτρο δεν θα έχει παρά ελάχιστα επίδραση στις δαπάνες των νοικοκυριών, ενώ θα επιδεινώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα.

Μία πρόωρη αποτίμηση των σχεδίων ανάκαμψης αποκαλύπτει ότι τα μέτρα έχουν λειτουργήσει αποτελεσματικά στην Κίνα. Η ραγδαία πτώση των κινεζικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ αντισταθμίστηκε από τη μεγάλη αύξηση των δαπανών της κινεζικής κυβέρνησης σε υποδομές- όπως η κατασκευή δικτύου μετρό σε μεγάλες πόλεις της χώρας.

Στις ΗΠΑ η ετυμηγορία είναι λιγότερο ξεκάθαρη. Οι φοροελαφρύνσεις έχουν μάλλον κατευθυνθεί στην αποταμίευση παρά στις καταναλωτικές δαπάνες. Τα χρήματα για τις υποδομές δεν έχουν ακόμη δαπανηθεί, καθώς υπάρχουν σοβαρές καθυστερήσεις στη μετατροπή του πακέτου μέτρων σε πραγματικά αναπτυξιακά έργα.

Το τρίτο κομμάτι- η μεταφορά κεφαλαίων στις πολιτείες- θεωρείται επιτυχημένο, καθώς έχει καταφέρει να διατηρήσει τις δαπάνες για σχολεία, υγεία και στήριξη των ανέργων σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Με λίγα λόγια η επίδραση του αμερικανικού πακέτου μέτρων στις δαπάνες είναι θετική, αλλά περιορισμένη και σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει αποφασιστικά την πορεία της οικονομίας.

Επιπλέον οι ανησυχίες για το τεράστιο έλλειμμα του αμερικανικού προϋπολογισμού, που πλέον ανέρχεται στα 1,8 τρισ. δολάρια (12% του ΑΕΠ) ετησίως, αναμένεται να ενταθούν, κάτι που θα πυροδοτήσει αβεβαιότητα τόσο στην πολιτική σκηνή όσο στις χρηματοοικονομικές αγορές, ενώ πιθανότατα θα πλήξει το καταναλωτικό κλίμα, καθώς τα νοικοκυριά θα περιμένουν μελλοντικές περικοπές των δημοσίων δαπανών και αύξηση της φορολογίας.

Η αμερικανική οικονομία δεν θα μπορεί να στηριχθεί για πολύ ακόμη στις βραχυπρόθεσμες δαπάνες του σχεδίου ανάκαμψης. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει κάποια στιγμή να αρχίσει να περιορίζει τις δαπάνες και να στραφεί σε εναλλακτικούς δρόμους ανάπτυξης.

Όταν η κρίση οξύνθηκε πριν από ένα χρόνο, ο Μπαράκ Ομπάμα εισήγαγε στην προεκλογική εκστρατεία το ζήτημα της «πράσινης ανάκαμψης»- ανάκαμψης δηλαδή που θα στηριχθεί στην αύξηση των επενδύσεων για ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δημιουργία νέων ηλεκτρικών αυτοκινήτων και ενεργειακά αποδοτικών «πράσινων» κτηρίων, καθώς και στην προώθηση μίας οικολογικά συνετής γεωργικής πολιτικής.

Έχοντας να δώσει μία άμεση μάχη κατά του χρηματοπιστωτικού πανικού, η πολιτική ηγεσία άφησε στην άκρη τα σχέδια για πράσινη ανάκαμψη. Τώρα όμως οι ΗΠΑ θα πρέπει και πάλι να στρέψουν στην προσοχή τους σε αυτή τη σημαντική ιδέα.

Οι υπερχρεωμένοι καταναλωτές στις ΗΠΑ και την Ευρώπη θα συνεχίσουν να περιορίζουν τις δαπάνες τους τα επόμενα χρόνια, καθώς επιχειρούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, αλλά και να βάλουν στην άκρη κάποια χρήματα.

Η οικονομική κρίση, όμως, μας προσφέρει μία ιστορική ευκαιρία να αντισταθμίσουμε τις χαμηλές καταναλωτικές δαπάνες με επενδύσεις στις νέες, φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες.

Η πολιτική των ΗΠΑ και άλλων πλούσιων χωρών θα πρέπει να στηρίζει αυτές τις επενδύσεις μέσω ειδικών κινήτρων. Σε αυτά περιλαμβάνεται το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων, επιδοτήσεις για έρευνα και ανάπτυξη πράσινων τεχνολογιών, ρυθμιστικά κίνητρα για την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και για υλοποίηση προγραμμάτων «πράσινων» υποδομών, όπως η ανάπτυξη των δικτύων μέσων μαζικής μεταφοράς.

Ο πλούσιος κόσμος θα πρέπει επίσης να προσφέρει στις φτωχότερες χώρες δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, ώστε να μπορέσουν να αναπτύξουν τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η ηλιακή και η γεωθερμική.

Με αυτόν τον τρόπο θα συμβάλλουν και εκείνες στην προσπάθεια για παγκόσμια ανάκαμψη, για βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών και επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.

Η κρίση μπορεί πράγματι να αποτελέσει ευκαιρία για στροφή από το δρόμο που μας οδήγησε στις χρηματοπιστωτικές φούσκες και την υπερκατανάλωση σε έναν δρόμο βιώσιμης ανάπτυξης. Το να αδράξουμε την ευκαιρία αυτή είναι η μόνη συνταγή ανάπτυξης που μας απομένει.

Ο Του Jeffrey D. Sachs είναι καθηγητής Οικονομικών και Διευθυντής του Earth Institute στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

(Από την εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 30/09/2009)