Στις 24 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος Ομπάμα προήδρευσε της συνόδου του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το οποίο πέρασε ένα ψήφισμα με στόχο την ενίσχυση της διεθνούς δέσμευσης για περιορισμό της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων. Μία εβδομάδα πριν από αυτό, ο κ. Ομπάμα είχε ανακοινώσει ότι οι ΗΠΑ δεν θα δημιουργήσουντουλάχιστον όχι στο προβλεπόμενο μέλλον- αντιπυραυλική ασπίδα στην Κεντρική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της εγκατάστασης ισχυρού ραντάρ στην Τσεχία και πυραύλων ανάσχεσης στην Πολωνία.
Στις 24 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος Ομπάμα προήδρευσε της συνόδου του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το οποίο πέρασε ένα ψήφισμα με στόχο την ενίσχυση της διεθνούς δέσμευσης για περιορισμό της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων. Μία εβδομάδα πριν από αυτό, ο κ. Ομπάμα είχε ανακοινώσει ότι οι ΗΠΑ δεν θα δημιουργήσουντουλάχιστον όχι στο προβλεπόμενο μέλλον- αντιπυραυλική ασπίδα στην Κεντρική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της εγκατάστασης ισχυρού ραντάρ στην Τσεχία και πυραύλων ανάσχεσης στην Πολωνία.

Υπάρχει άραγε σύνδεση μεταξύ των δύο γεγονότων; Πιστεύω ότι υπάρχει. Κι όμως, τα αρχικά σχόλια πολλών πολιτικών προσωπικοτήτων και δημοσιογράφων στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν έχουν λάβει υπ΄ όψιν αυτή την κομβική σχέση.

Αντ΄ αυτού ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ο κ. Ομπάμα έκανε μια παραχώρηση προς τη Ρωσία, η οποία τώρα θα πρέπει και εκείνη να κάνει μια παραχώρηση. Ο ρώσος πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ δήλωσε όμως τον περασμένο Νοέμβριο ότι η Ρωσία δεν θα προέβαινε σε αντίμετρα αν οι ΗΠΑ έκαναν αλλαγές στα σχέδιά τους για αντιπυραυλική άμυνα. Ελάχιστο διάστημα μετά την ανακοίνωση της απόφασης του κ. Ομπάμα, αυτή η θέση επιβεβαιώθηκε επισήμως εκ νέου.

Οι επικριτές του κ. Ομπάμα στις ΗΠΑ επιμένουν ότι «υπέκυψε» στη ρωσική πίεση, ουσιαστικά αφήνοντας τους νατοϊκούς συμμάχους των ΗΠΑ να προφυλαχθούν μόνοι τους - πίσω από αυτό το επιχείρημα δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέραν του παλιού στερεότυπου της «κακής» Ρωσίας, μιας Ρωσίας που έχει πάντα άδικο.

Ας αναλογιστούμε τα ουσιαστικά λάθη αυτής της υπόθεσης. Οι ηγέτες της Ρωσίας λένε εδώ και καιρό ότι η απειλή που παρουσιάζει η ανάπτυξη πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς από το Ιράν είναι απίθανη και δεν στηρίζεται σε γεγονότα (Σ.Σ. Το άρθρο γράφτηκε πριν από τις πυραυλικές δοκιμές στις οποίες προχώρησε η Τεχεράνη την Κυριακή 27 και τη Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου) . Τώρα, έπειτα από μια ενδελεχή επισκόπηση του ζητήματος από αξιωματούχους των τομέων πληροφοριών και άμυνας, η αμερικανική κυβέρνηση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, υποστηρίζοντας ότι η Τεχεράνη απέχει τουλάχιστον πέντε χρόνια ή ακόμη και μια δεκαετία από την απόκτηση τέτοιας δυνατότητας. Η αρχική αντίδραση ορισμένων πολιτικών και σχολιαστών στην Πολωνία και στην Τσεχία είναι εξίσου παράξενη. Μοιάζουν να απολαμβάνουν τον ρόλο «ζιζάνιου» στις σχέσεις μεταξύ άλλων χωρών και της Ρωσίας: όσο χειρότερη τόσο το καλύτερο. Οι ρεαλιστικές και συνετές φωνές κατά κανόνα απορρίπτονται και η γνώμη των τσέχων και πολωνών πολιτών, που απέχουν πολύ από το να χρειάζονται ραντάρ και πυραύλους, μπαίνει στο περιθώριο.

Στη Ρωσία η απόφαση του κ. Ομπάμα ήταν καλοδεχούμενη. Υποστήριξης έτυχε επίσης στην Ευρώπη, με την καγκελάριο της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ και τον πρόεδρο της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί να την επαινούν. Ο πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ την αποκάλεσε «μια ευκαιρία να ισχυροποιήσουμε την ευρωπαϊκή ασφάλεια» . Πράγματι, αν την απόφαση του αμερικανού προέδρου ακολουθήσουν περαιτέρω σοβαρά βήματα, θα δοθεί η δυνατότητα ισχυροποίησης της παγκόσμιας ασφάλειας, αλλά θα επιτευχθεί και ένα νέο επίπεδο συνεργασίας στην προσπάθεια να απαλλαχθούμε από τον πυρηνικό κίνδυνο.

Στη συνάντησή τους στη Μόσχα στις αρχές Ιουλίου, οι πρόεδροι της Ρωσίας και των ΗΠΑ επιβεβαίωσαν εκ νέου την αμοιβαία σχέση μεταξύ στρατηγικών επιθετικών όπλων και αντιπυραυλικής άμυνας. Τα δύο κράτη συνεχίζουν τις συνομιλίες για τη μείωση των οπλισμών και, κρίνοντας από προσεκτικές δηλώσεις διπλωματών, φαίνεται πως θα τις ολοκληρώσουν ως τις 5 Δεκεμβρίου, οπότε και εκπνέει η συνθήκη SΤΑRΤ1 που είχα υπογράψει το 1991 με τον πρεσβύτερο πρόεδρο Τζορτζ Μπους.

Αν δεν δείξουν στον κόσμο ότι έχουν σοβαρές προθέσεις, οι δύο μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις θα κατηγορούνται ξανά και ξανά ότι δεν τήρησαν τον λόγο τους και θα ακούνε ότι αν είναι αποδεκτό να διαθέτουν πέντε ή δέκα χώρες πυρηνικά όπλα «ως υπέρτατη εγγύηση ασφαλείας τους», γιατί να μην είναι αποδεκτό αυτό και για άλλες 20 ή 30; Αυτή η ερώτηση έχει επαναληφθεί αμέτρητες φορές, αλλά η επανάληψη δεν την έχει κάνει λιγότερο σχετική. Στην πραγματικότητα, με το πέρασμα του χρόνου καθίσταται όλο και πιο επείγον να απαντηθεί.

Είναι ζωτικής σημασίας να επιβλέψουν εκ του σύνεγγυς τις διαπραγματεύσεις οι πρόεδροι της Ρωσίας και των ΗΠΑ, ενσκήπτοντας μερικές φορές και στις λεπτομέρειες. Γνωρίζω εκ πείρας πόσο δύσκολο είναι να γίνει διαχείριση των τεχνικών λεπτομερειών σε συνδυασμό με τα πολιτικά ζητήματα, αλλά αυτό αποτελεί μια απαραίτητη αγγαρεία, προκειμένου να αποφευχθούν παρεξηγήσεις που θα υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη.

Ορισμένα ζητήματα που θα πρέπει να διευκρινιστούν είναι προφανή ακόμη και σήμερα. Ο αμερικανός υπουργός Αμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς έχει πει ότι οι πύραυλοι SΜ-3 που πρόκειται να αναπτυχθούν υπό το νέο σχέδιο θα μπορούσαν στο μέλλον να τελειοποιηθούν ώστε να αναχαιτίζουν διηπειρωτικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Παρ΄ όλα αυτά, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με τη Ρωσία σε θέματα αντιπυραυλικής άμυνας. Κατ΄ εμέ, αυτά τα δύο μοιάζουν ασύμβατα. Οσο πιο σύντομα ξεκαθαριστούν όλα αυτά τα ζητήματα τόσο το καλύτερο.

Οπως βλέπω τα πράγματα, μόνο ένας τρόπος υπάρχει να προχωρήσουμε μπροστά: η Ουάσιγκτον θα πρέπει να συμφωνήσει με τη ρωσική πρόταση για από κοινού εκτίμηση των πυραυλικών απειλών. Ας κάνουν οι ειδήμονες και των δύο χωρών μια ειλικρινή συζήτηση, η οποία θα αποκαλύψει ποιες απειλές είναι πραγματικές και ποιες φανταστικές. Κάτι τέτοιο θα βοηθήσει να αποφευχθούν άκριτα σχέδια, όπως η εγκατάσταση αντιπυραυλικής ασπίδας σε Τσεχία και Πολωνία και θα μπορούσε να μας βοηθήσει να περάσουμε από μια κατάσταση αμοιβαίων πυρηνικών φόβητρων σε έναν στόχο απόκτησης της ελάχιστης πυρηνικής ικανότητας που απαιτείται για λόγους αυτοάμυνας.

Αυτό αποτελεί μεγαλόπνοο και προκλητικό πλάνο. Ρεαλιστικά, για την πραγματοποίησή του θα χρειαστούν δύο ή τρία χρόνια εντατικών διαπραγματεύσεων. Η Ρωσία και οι ΗΠΑ όμως πρέπει να ανεβάσουν τον πήχη. Αυτό που απαιτείται είναι τίποτε λιγότερο από μια αλλαγή στη στρατηγική σχέση μεταξύ των δύο κύριων πυρηνικών δυνάμεων- για το δικό τους συμφέρον και την επίτευξη της παγκόσμιας ειρήνης.

Ο κ. Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διετέλεσε ηγέτης της πρώην Σοβιετικής Ενωσης από το 1985 ως την κατάρρευσή της το 1991. Εχει τιμηθεί με το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης το 1990. Σήμερα είναι πρόεδρος του Διεθνούς Ιδρύματος Κοινωνικοοικονομικών και Πολιτικών Σπουδών (Ιδρυμα Γκορμπατσόφ).

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 06/10/2009)