Θετικό Πρόσημο

Η δημιουργία από την κυβέρνηση του Γ. Α. Παπανδρέου ενός ξεχωριστού υπουργείου για θέματα Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής με την παράλληλη μεταφορά των αρμοδιοτήτων του Εμπορίου και της Ανταγωνιστικότητας στο Υπουργείο Οικονομίας, αποτελεί πραγματική τομή και πράξη εκσυγχρονισμού για τον απαρχαιωμένο και δυσλειτουργικό Ελληνικό κρατικό διοικητικό μηχανισμό.
Energia.gr
Πεμ, 8 Οκτωβρίου 2009 - 15:02
Η δημιουργία από την κυβέρνηση του Γ. Α. Παπανδρέου ενός ξεχωριστού υπουργείου για θέματα Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής με την παράλληλη μεταφορά των αρμοδιοτήτων του Εμπορίου και της Ανταγωνιστικότητας στο Υπουργείο Οικονομίας, αποτελεί πραγματική τομή και πράξη εκσυγχρονισμού για τον απαρχαιωμένο και δυσλειτουργικό Ελληνικό κρατικό διοικητικό μηχανισμό. Η αυτονόμηση του τομέα περιβάλλοντος από αυτόν των δημοσίων έργων αποτελούσε πάγιο αίτημα μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος και αυτονόητη ενέργεια για την προστασία του περιβάλλοντος. Κάτι που μυωπικά και άκρως συμφεροντολογικά όλες οι κυβερνήσεις της τελευταίας 20ετίας δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να αντιληφθούν. Μάλιστα οι περισσότερες κυβερνήσεις της Ε. Ένωσης και άλλων προηγμένων χωρών είχαν εδώ και πολλά χρόνια διαχωρίσει τα θέματα περιβάλλοντος από άλλες κρατικές αρμοδιότητες γνωρίζοντας ότι τις περισσότερες φορές η οικιστική και βιομηχανική δραστηριότητα έρχεται αντιμέτωπη στις ανάγκες διατήρησης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και προστασίας της βιόσφαιρας.

Ακόμη αποτελεί τομή και ευχάριστη έκπληξη η τοποθέτηση στην ηγεσία του νεοσύστατου υπουργείου μιας ομάδας νέων και άφθαρτων ανθρώπων υπό την νέα υπουργό και επιστήμονα – περιβάλλοντος κα. Τίνα Μπιρμπίλη, με γνώσεις γύρω από το αντικείμενο αλλά και πολιτική εμπειρία έτσι που να μπορούν πρωτίστως να αντιληφθούν και να εκτιμήσουν τα υπό εξέταση θέματα του νέου χαρτοφυλακίου. Η δε τοποθέτηση στο Υπουργείο Εξωτερικών του κ. Σπύρου Κουβέλη ως υφυπουργού με αρμοδιότητες γύρω από την Κλιματική Αλλαγή και τις διεθνείς ενεργειακές διασυνδέσεις και η αναβάθμιση των θεμάτων αυτών στο ΥΠΕΞ έρχεται να συμπληρώσει τον πρώτο κύκλο ουσιαστικής παρέμβασης της νέας κυβέρνησης στον πράγματι ακανθώδες και συχνά αντιφατικό τομέα Ενέργειας – Περιβάλλοντος.

Η σημαντικότερη ίσως πρόκληση για την νέα διοικητική ομάδα, εντός και εκτός των ανωτέρω υπουργείων, είναι η επιτακτική ανάγκη για αλλαγή νοοτροπίας και προσανατολισμού που επιβάλλεται πλέον στην διαχείριση των θεμάτων που άπτονται της αξιοποίησης των φυσικών μας πόρων για την παραγωγή ενέργειας, με την παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος και την προσαρμογή στις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και στόχους για την Κλιματική Αλλαγή. Πέρα από την αυτονόητη ανάγκη διαφοροποίησης του ενεργειακού ισοζυγίου (κάτι που απαιτεί χρόνο αφού πρόκειται περί μακροχρόνιας υπόθεσης, αλλά που κάποτε πρέπει να ξεκινήσει) με την ευρύτερη χρήση ΑΠΕ και την μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου με παράλληλη αύξηση του φυσικού αερίου, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει επιτέλους να αποσαφηνίσει την εθνική πολιτική απέναντι στο μεγαλύτερο εγχώριο καύσιμο που είναι ο λιγνίτης.

Ως γνωστό ήτο η αξιοποίηση των εκτενών κοιτασμάτων λιγνίτη που διαθέτει η χώρα που προσέφερε στην μεταπολεμική περίοδο απασχόληση στην Βόρειο Ελλάδα και την Πελοπόννησο, και έδωσε στην ΔΕΗ το συγκριτικό πλεονέκτημα της φθηνής ενέργειας. Η εγκατάλειψη της λιγνιτικής παραγωγής δεν αποτελεί λύση, αν και είναι η εύκολη διέξοδος για την αντιμετώπιση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από την Κλιματική Αλλαγή. Απεναντίας η επιλογή περαιτέρω αξιοποίησης των λιγνιτικών πεδίων με συστήματα καθαρής καύσης και εκτενή εφαρμογή τεχνολογιών CCT αποτελεί μία δύσκολη αλλά μακροπρόθεσμα αποδοτική λύση που εγγυάται την απασχόληση και την ανταγωνιστική παραγωγή ηλεκτρισμού. Όπως και η διαφοροποίηση του ενεργειακού ισοζυγίου με εισαγωγή μικρών ποσοτήτων λιθάνθρακα για την λειτουργία μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού με την προϋπόθεση εφαρμογής συστημάτων παγίδευσης και ενταφιασμού CO2.

Ακόμη η νέα πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΚΑ (ή και ΥΠΕΚΛΙΜΑ) θα πρέπει να εξετάσει την δυνατότητα αξιοποίησης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που αποδεδειγμένα υπάρχουν στην χώρα μας και αποτελούν ίσως την μεγαλύτερη εφεδρεία ενεργειακής ασφάλειας που διαθέτουμε. Η πρόσφατη θετική πορεία από τις γεωτρήσεις στον Πρίνο, και την εντυπωσιακή αύξηση της εκεί παραγωγής τους τελευταίους μήνες, αλλά και το σταθερό ενδιαφέρον από γνωστές ξένες εταιρείες για έρευνες πετρελαίου στον Ελληνικό χώρο, επιβάλλουν την διενέργεια ενός νέου Διεθνούς Γύρου Παραχωρήσεων (Η Κυπριακή κυβέρνηση μέσω του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού οργάνωσε εκ του μηδενός μέσα σε μόνο 2 χρόνια ένα επιτυχημένο γύρο με διεθνή απήχηση και θετικά αποτελέσματα. Δεν βλέπουμε τον λόγο γιατί η Ελληνική κυβέρνηση να μην μπορεί να πράξει κάτι παρόμοιο).

Οι προώθηση και επιπλέον υλοποίηση των διεθνών ενεργειακών διασυνδέσεων αποτελεί ακόμη μία προτεραιότητα για την νέα ομάδα του ΥΠΕΚΑ αφού μέσω αυτών βελτιώνεται η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και αναβαθμίζεται η γεωπολιτική της θέση, πράγμα εξαιρετικά χρήσιμο σε διεθνή και περιφερειακό επίπεδο και υπό το πρίσμα ακόμη μελλοντικών και διευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων για θέματα Κλιματικής Αλλαγής. Υπό την ίδια σκοπιά θα πρέπει επίσης να εξετασθεί και η δυνητική χρήση της πυρηνικής ενέργειας για παραγωγή ηλεκτρισμού, θέμα για το οποίο ουδέποτε έγινε μια ανοικτή, νηφάλια και επιστημονικά τεκμηριωμένη συζήτηση στην χώρα μας. Ο apriori αποκλεισμός του πυρηνικού option χωρίς την παράλληλη ανάπτυξη εναλλακτικών ενεργειακών λύσεων αυτοχειριάζει στο ενεργειακό μέλλον της χώρας. Η μεν Δανία, την οποία πολλοί αναφέρουν ως παράδειγμα (και είναι πράγματι αξιοθαύμαστη η χώρα αυτή για τον τεράστιο βαθμό ενεργειακής αυτονομίας που έχει καταφέρει!) δεν χρησιμοποιεί πυρηνικά όμως καίει σημαντικές ποσότητες εισαγόμενου λιθάνθρακα ο οποίος εξασφαλίζει το βασικό ηλεκτρικό φορτίο (base load), μαζί με εισαγωγή πυρηνικά παραγόμενου ηλεκτρισμού από την Σουηδία, πράγμα απαραίτητο για την εκμετάλλευση της μεγάλης κλίμακας αιολικού της δυναμικού. Η δε Δανία εδώ και χρόνια έχει αξιοποιήσει με μεγάλη επιτυχία τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που διαθέτει εξάγοντας το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της προς τις όμορες χώρες. Με άλλα λόγια δεν είναι όλα πράσινα στην καθαρή Δανία. Είναι όμως ευφυές το ενεργειακό της μίγμα ενώ η διασφάλιση της εθνικής της ανεξαρτησίας επιτυγχάνεται μέσω της ενεργειακής της αυτονομίας.