Σε πρόσφατο άρθρο τους, οι FT κάνουν λόγο για την ανάγκη αλλαγής του «οχήματος» το οποίο τροφοδοτεί το πετρέλαιο και όχι του ίδιου του καυσίμου. Με αφορμή τις επιπτώσεις που έχει η μεταστροφή προς την «πράσινη» ανάπτυξη για τις βιομηχανίες πετρελαίου και αυτοκινήτου, γίνεται λόγος για τη δύσκολη συνέχεια και τις προκλήσεις της νέας εποχής που ανατέλλει.

Σε πρόσφατο άρθρο τους, οι FT κάνουν λόγο για την ανάγκη αλλαγής του «οχήματος» το οποίο τροφοδοτεί το πετρέλαιο και όχι του ίδιου του καυσίμου. Με αφορμή τις επιπτώσεις που έχει η μεταστροφή προς την «πράσινη» ανάπτυξη για τις βιομηχανίες πετρελαίου και αυτοκινήτου, γίνεται λόγος για τη δύσκολη συνέχεια και τις προκλήσεις της νέας εποχής που ανατέλλει.

Καθώς οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν ολοένα και πιο σοβαρά τον αγώνα κατά της Κλιματικής Αλλαγής, οι πετρελαϊκές δεν έχουν την επιλογή της προσαρμογής, η οποία είναι διαθέσιμη για άλλους κλάδους όπως η αυτοκινητοβιομηχανία (ηλεκτρικά αυτοκίνητα). Βρίσκονται αντιμέτωπες με μια σταθερή μελλοντική μείωση της ζήτησης, καθώς η διεθνής κοινότητα καλείται να περιορίσει τις εκπομπές διοξειδίου κάτω από τα 550 μέρη ανά εκατομμύριο ή και ακόμα χαμηλότερα. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι οι εκπομπές θα πρέπει να έχουν κορυφωθεί μέχρι το έτος-ορόσημο του 2020 και στη συνέχεια να μειωθούν δραστικά.

Αυτή η πορεία προοιωνίζει μια πτώση στην κατανάλωση πετρελαίου και φυσικού αερίου, η οποία ευθύνεται για το 30% των εκπομπών και για το 60% των εκπομπών από υδρογονάνθρακες (το υπόλοιπο προέρχεται από τον λιθάνθρακα). Το Carbon Trust εκτιμά ότι προκειμένου να ξεπεράσουμε την πρόκληση της Κλιματικής Αλλαγής, θα πρέπει η παραγωγή πετρελαίου να κορυφωθεί ως το 2015 και αυτή του φυσικού αερίου μέχρι το 2030. Σύμφωνος με την άποψη αυτή είναι και ο Κριστόφ ντε Μαρζερί, διευθύνων σύμβουλος της γαλλικής Total. Ο κ. ντε Μαρζερί όμως συνεκτιμά και τις πολιτικές προεκτάσεις του ζητήματος: Την απομόνωση του Ιράν, την αβεβαιότητα στο Ιράκ και την κατάσταση στη Βενεζουέλα. Αποτελούν εμπόδια στη προσπάθεια των διεθνών πετρελαϊκών να αποκτήσουν πρόσβαση στα αποθέματα των πλούσιων σε φυσικούς πόρους χωρών.

Οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας γενικά διαφωνούν με τις απόψεις αυτές και εκφράζουν την πεποίθηση ότι οι πετρελαϊκές θα συνεχίσουν να παράγουν τεχνολογικές καινοτομίες όπως αυτή που τους επέτρεψε την εκμετάλλευση των υπεράκτιων κοιτασμάτων στη Βραζιλία πρόσφατα. Οι περιβαλλοντολόγοι σημειώνουν ότι τα νέα κοιτάσματα αυτού του είδους προκαλούν περισσότερη ζημιά στο περιβάλλον από ότι η λειτουργία των παλαιότερων. Χαρακτηρίζουν ως αντιπαράδειγμα την παραγωγή από πετρελαϊκή άσφαλτο στον Καναδά, διότι απαιτεί μεγάλες ποσότητες ενέργειας και εκπέμπει περισσότερους ρύπους από τις παραδοσιακές μεθόδους. Ακόμα και αυτές όμως γίνονται ολοένα και πιο εχθρικές προς το περιβάλλον, καθώς τα νεότερα κοιτάσματα βρίσκονται σε μεγαλύτερα βάθη. Μελέτη της Greenpeace εκτιμά ότι η «ένταση άνθρακα» της παραγωγής της Shell θα αυξηθεί κατά 85% στα επόμενα χρόνια.

Αν οι περιβαλλοντολόγοι επικρατήσουν και ο πλανήτης κινηθεί προς τη χρήση ηλεκτρικών αυτοκινήτων και εφαρμόσει έναν τρόπο ζωής με γνώμονα την αειφόρο ανάπτυξη, τότε οι διεθνείς πετρελαϊκές θα υποφέρουν. Καθώς η ζήτηση για πετρέλαιο θα μειώνεται, τα περιθώρια κέρδους από τις ακριβότερες μεθόδους παραγωγής θα εξαλείφονται.

Οι επιχειρήσεις που αναμένεται να δεχτούν πλήγμα είναι και αυτές που διαθέτουν μεγάλες υποδομές διύλισης, ενώ εκείνες που διαθέτουν χαρτοφυλάκια με έμφαση στο φυσικό αέριο θα προστατευθούν αφού το αέριο θα αντικαθιστά σταδιακά τον λιθάνθρακα. Καθώς η ζήτηση θα μειώνεται και σε κράτη όπως τις ΗΠΑ θα εφαρμοστούν ρυθμίσεις που θα προσθέτουν κόστος στην παραγωγή των πετρελαϊκών προϊόντων, ο κλάδος της διύλισης ενδέχεται να χάσει έως και το 30% της αξίας του, σύμφωνα με το Carbon Trust.

Οι όμιλοι προσανατολίζονται προς τα βιοκαύσιμα προκειμένου να αντισταθμίσουν τις απώλειες αυτές. Η ΒΡ και η Shell ήδη δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στον τομέα αυτόν, παρά στις ΑΠΕ, περιμένοντας ότι τα βιοκαύσιμα θα αποτελέσουν μια μεγάλη αγορά στο μέλλον. Τέλος, άλλη μια διέξοδος είναι η υποστήριξη εκ μέρους τους στη τεχνολογία δέσμευσης άνθρακα ( CCS), η οποία κερδίζει έδαφος τελευταία σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο.

Προς το παρόν πάντως τα βήματα είναι αργά. Το Carbon Trust προειδοποιεί ότι σε έξι κλάδους, του αυτοκινήτου, του πετρελαίου και φυσικού αερίου, του αλουμινίου, της μπύρας, των μονώσεων κτιρίων και των ηλεκτρονικών υπάρχουν συνολικά 7 τρις δολάρια σε κεφάλαια τα οποία θα βρεθούν σε ρίσκο αν ο κόσμος κινηθεί προς την αειφόρο ανάπτυξη. Πολλά θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα της Διάσκεψης της Κοπεγχάγης, η οποία θα καθορίσει εν πολλοίς την πορεία για την επόμενη δεκαετία τουλάχιστον.