Τώρα που η κατάσταση των τραπεζών σταθεροποιήθηκε, να περιμένετε μεγαλύτερη προσοχή και ανησυχία για μείωση στη χορήγηση δανείων, που υπήρξε καίριο συστατικό της επιβίωσής τους. Τα πακέτα διάσωσης σε αμφότερες τις όχθες του Ατλαντικού απομάκρυναν τις τράπεζες από το χείλος του γκρεμού, αλλά οι τελευταίες, όσο συγκέντρωναν κεφάλαια, τόσο εφάρμοζαν αυστηρότερους όρους και προϋποθέσεις δανεισμού, αυξάνοντας τις τιμές και αποκλείοντας τους αδυνάμους από τις πιστώσεις.
Τώρα που η κατάσταση των τραπεζών σταθεροποιήθηκε, να περιμένετε μεγαλύτερη προσοχή και ανησυχία για μείωση στη χορήγηση δανείων, που υπήρξε καίριο συστατικό της επιβίωσής τους. Τα πακέτα διάσωσης σε αμφότερες τις όχθες του Ατλαντικού απομάκρυναν τις τράπεζες από το χείλος του γκρεμού, αλλά οι τελευταίες, όσο συγκέντρωναν κεφάλαια, τόσο εφάρμοζαν αυστηρότερους όρους και προϋποθέσεις δανεισμού, αυξάνοντας τις τιμές και αποκλείοντας τους αδυνάμους από τις πιστώσεις.

Η εκτεταμένη κυβερνητική παρέμβαση στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων της Ευρώπης και των ΗΠΑ περιόρισε τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής. Ομως, οι επιλογές που έχουν τώρα μπροστά τους οι τράπεζες και οι ρυθμιστικές αρχές δεν είναι εύκολες. Αν δεν θέλουν να γίνουν αισθητές οι πραγματικές επιπτώσεις της τραπεζικής κρίσης, οι κυβερνήσεις θα πρέπει είτε να συνεχίσουν να αγοράζουν δάνεια και να παρέχουν ρευστότητα (μια πολιτικά και οικονομικά δύσκολη απόφαση) είτε να προσφέρουν στις τράπεζες ένα εξίσου δυσάρεστο «ελευθέρας» στην εφαρμογή καλύτερων κανόνων κεφαλαιακής επάρκειας.

Την περασμένη εβδομάδα, οι τρεις μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες -Citibank, Bank of America και JPMorgan Chase- οι οποίες έχουν χορηγήσει το ένα τέταρτο των δανείων στις ΗΠΑ, ανακοίνωσαν κέρδη. Ο δανεισμός τους μειώθηκε 3% σε τριμηνιαία βάση και 12% έναντι της αντίστοιχης περυσινής περιόδου. Δηλαδή κατά 300 δισ. δολάρια χαμηλότερος. Το ποσό αντιστοιχεί στο 3% του συνολικού εγχώριου χρέους, ιλιγγιώδες ποσοστό που αντικατοπτρίζει πόσο υπερβολικά μεγάλες είναι αυτές οι τράπεζες για να τους επιτραπεί να πτωχεύσουν.

Οι αλλαγές κανόνων ίσως σημάνουν επιδείνωση των συνθηκών για το 2010. Σύμφωνα με αναλυτές, «τα επίπεδα των κεφαλαίων ορισμένων τραπεζών θα δεχθούν πιέσεις» το πρώτο τρίμηνο του ερχόμενου έτους, «καθώς οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να συμπεριλάβουν στα βιβλία τους εκτός ισολογισμού στοιχεία ενεργητικού, ιδίως εισπρακτέους λογαριασμούς πιστωτικών καρτών».

Για πολλούς δανειστές, ίσως η κατάσταση να μη διαμορφωθεί τόσο άσχημα. Αν μια τράπεζα είναι αρκετά μεγάλη και φερέγγυα, μπορεί να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές. Ομως, για ιδιώτες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα πράγματα ίσως να μην είναι τόσο εύκολα.

Τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Αγγλίας για τις πιστωτικές συνθήκες του τρίτου τριμήνου εμφανίζουν μια παρόμοια κατάσταση. Οι επιχειρήσεις απολαμβάνουν σήμερα πρόσβαση σε μεγαλύτερες πιστώσεις, όμως οι όροι γίνονται όλο και πιο δυσβάσταχτοι. Για τα νοικοκυριά, οι συνθήκες παραμένουν δύσκολες. Οι πιστώσεις συνεχίζουν να συρρικνώνονται, γι’ αυτό και οι όροι και οι προϋποθέσεις γίνονται όλο και πιο αυστηροί. Η βρετανική κυβέρνηση, που συμμετέχει με μεγάλο ποσοστό στις Lloyds και Royal Bank of Scotland, προφανώς θα καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για να αντιστρέψει αυτήν την κατάσταση.

Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι στη Βρετανία, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη και τις ΗΠΑ, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Οι κυβερνήσεις απλώς δεν μπορούν να κηρύξουν ταυτόχρονα συνετό δανεισμό, ισχυρή κεφαλαιακή βάση και εύκολη πρόσβαση στα δάνεια. Καθώς αναλυτές θεωρούν ότι το 2010 οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να μειώσουν την έκθεσή τους στα δάνεια, οι κυβερνήσεις μπορεί να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, να τις καθυστερήσουν ή να λάβουν μέτρα ώστε να δανείζουν οι ίδιες στα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις, για να αμβλύνουν τις επιπτώσεις.

Η κρίση μπορεί να τελείωσε. Το πιστωτικό κραχ, πάλι, δεν τελείωσε.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22/10/2009)