Το Δεκέμβριο του 2009, η Κοπεγχάγη θα φιλοξενήσει την πλέον σημαντική συνάντηση μετά το 1997 (Κιότο) σχετιζόμενη με τις κλιματικές αλλαγές. Εάν η συνάντηση με τη συμμετοχή των υπουργών Περιβάλλοντος και άλλων κυβερνητικών στελεχών αποβεί επιτυχής, η συμφωνία θα έχει δεσμεύσει όλα τα κράτη σε μία μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2050 περίπου κατά 80% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.
Το Δεκέμβριο του 2009, η Κοπεγχάγη θα φιλοξενήσει την πλέον σημαντική συνάντηση μετά το 1997 (Κιότο) σχετιζόμενη με τις κλιματικές αλλαγές. Εάν η συνάντηση με τη συμμετοχή των υπουργών Περιβάλλοντος και άλλων κυβερνητικών στελεχών αποβεί επιτυχής, η συμφωνία θα έχει δεσμεύσει όλα τα κράτη σε μία μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2050 περίπου κατά 80% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.

Παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια που διαφαίνονται κυρίως από την πλευρά των ανεπτυγμένων χωρών και των χωρών με τεράστια οικονομική ανάπτυξη όπως η Κίνα, η διαφορά αυτής της συνδιάσκεψης σε σχέση με την αντίστοιχη του Κιότο εντοπίζεται στην ευρεία αποδοχή των επιστημονικών απόψεων για το θέμα αυτό.

Οι κλιματικές αλλαγές θα πρέπει να είναι σε πρώτη προτεραιότητα θεώρησης και προσπάθειας αντιμετώπισής τους, καθώς αποτελούν μία από τις σημαντικότερες απειλές για το ανθρώπινο είδος που είναι ήδη εκτεθειμένο στις συνέπειές τους. Είναι πολύ πιθανόν δε στο μέλλον να μην είναι δυνατό να επηρεάσουμε πλέον το κλίμα με κανένα μηχανισμό, εάν δεν ληφθούν άμεσα οι αναγκαίες πρωτοβουλίες προς τη σωστή κατεύθυνση.

Το πρόβλημα των κλιματικών αλλαγών είναι σύνθετο και πολυπαραμετρικό. Η εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού, καθώς και τα καταναλωτικά πρότυπα έχουν μειώσει τη δυνατότητα αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, η λύση των οποίων θα οδηγούσε στην πρόληψη και στη σταδιακή ελαχιστοποίηση των συνεπειών από τις κλιματικές αλλαγές.

Από την οπτική γωνία της προστασίας του περιβάλλοντος και όπως προτείνουν διεθνείς οργανισμοί και φορείς ανάληψης σχετικής πρωτοβουλίας, πέντε είναι οι βασικοί πυλώνες στους οποίους μπορεί να θεμελιωθεί μία πολιτική για την εξάλειψη των συνεπειών. Συγκεκριμένα είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας με χαμηλή εξάρτηση από τα προϊόντα και υποπροϊόντα του άνθρακα, η δημιουργία κτιριακών εγκαταστάσεων με καλύτερη αισθητική, οι υποδομές, οι υδάτινοι πόροι και το φυσικό κεφάλαιο.

Είναι γεγονός ότι η εξάρτηση της κοινωνίας από τη χρήση του άνθρακα σε κάθε μορφή του είναι μεγάλη. Αναφέρεται δε ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αντανακλά σε ένα μεγάλο ποσοστό την εκπομπή του διοξειδίου του άνθρακα. Για αυτό και είναι κατανοητό πως αλλαγή στον τομέα της ολοένα και μειούμενης χρήσης του άνθρακα μπορεί να συντελεστεί με τη σταδιακή αντικατάστασή του με ήπιες και εναλλακτικές μορφές ενέργειας (αιολική, ηλιακή κτλ.).

Η ιδέα αυτή καθώς και η έννοια της περιβαλλοντικής ευθύνης μπορούν να προωθηθούν κυρίως μέσα από τα αρχικά στάδια της εκπαίδευσης και στη συνέχεια θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγραμματισμού της διά βίου εκπαίδευσης. Επειδή όμως οι πολίτες συνήθως αγνοούν να συνδέσουν ό,τι καταναλώνουν με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, που προκαλούνται, χρήσιμη είναι η οικονομική επιβράβευση μέσω επιδοτήσεων σε πολίτες, που μειώνουν σε ατομική βάση τη συνεισφορά τους στην εκπομπή αερίων διοξειδίου του άνθρακα.

Οι κτιριακές υποδομές είναι άλλη μία συνιστώσα που επηρεάζει τις συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Ο σχεδιασμός οικολογικών πόλεων οδηγεί στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για ανθρώπους, που θα εργαστούν με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη στα αστικά κέντρα.

Όσον δε αφορά τις υπάρχουσες κτιριακές υποδομές, στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα πρόγραμμα ενεργειακής αποτελεσματικότητας, σύμφωνα με το οποίο θα μπορεί να μετρηθεί η οικιακή χρήση ενέργειας, μέρος της οποίας συμβάλλει στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η όποια αλλαγή συμπεριφοράς προς τη μείωση της χρήσης ενέργειας θα μπορούσε πιθανότατα να επιβραβευθεί με αντίστοιχες φοροελαφρύνσεις.

Επιπλέον, κρίνεται ότι θα πρέπει να ενθαρρύνεται από την πολιτεία η τοπική και σε μικρή κλίμακα παραγωγή εναλλακτικών μορφών ενέργειας για να επιτευχθεί σταδιακή ενεργειακή αποκέντρωση μέσω κατασκευής τοπικών φωτοβολταϊκών σταθμών.

Εκτός από τις κτιριακές υποδομές και στο πλαίσιο της δημιουργίας μιας κοινωνίας ανεξαρτητοποιημένης από τις ιδιότητες του άνθρακα, η συνιστώσα των μεταφορικών και άλλων υποδομών είναι εξίσου σημαντική. Το μεταφορικό δίκτυο είναι μία από τις πιο γρήγορες σε ανάπτυξη πηγές ρύπανσης σχετιζόμενες με τις κλιματικές αλλαγές. Σχετικά με τα μέσα μαζικής μεταφοράς πρέπει να δημιουργηθεί ένα γρήγορο και αξιόπιστο δίκτυο (τρένα, τραμ και λεωφορεία) με χαρακτηριστικά που ενισχύουν το αίσθημα της άνεσης και ασφάλειας και που μειώνουν τους αέριους ρύπους και τον κυκλοφοριακό θόρυβο.

Όσον αφορά τις λοιπές υποδομές, η σωστή διαχείριση απορριμμάτων καθώς και η «πράσινη» ανάπτυξη στο πλαίσιο της βιωσιμότητας είναι κάποιοι από τους στόχους που πρέπει άμεσα να τεθούν και με έμφαση να προωθηθούν. Η προσπάθεια ελαχιστοποίησης παραγωγής των απορριμμάτων θα μπορούσε να επιτευχθεί είτε με το να δίνονται κίνητρα σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις για να βελτιώσουν τις διαχειριστικές τους πρακτικές σχετικά με τα απορρίμματα είτε με σχετικές φοροελαφρύνσεις είτε με διαρκή ενημέρωση για τη σημασία επιτυχημένων μεθόδων, όπως η ανακύκλωση.

Εφόσον οι υφιστάμενες συνέπειες λόγω κλιματικών αλλαγών ήδη προκαλούν προβλήματα στα μεγάλα αστικά κέντρα στην ελληνική επικράτεια, η σημασία της «πράσινης» ανάπτυξης κρίνεται επιβεβλημένη. Η «πράσινη» ανάπτυξη αφορά έναν ευρύτερο σχεδιασμό, με τον οποίο δεν διαταράσσεται η οικολογική ισορροπία με την παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα και στοχεύει στην αειφορία με ήπια προσαρμογή και συνύπαρξη κατασκευών και «πράσινων» περιοχών.

Στην έννοια «πράσινες» περιοχές περιλαμβάνονται πάρκα, ανοικτές περιοχές, «πράσινες» λωρίδες και ταράτσες, όπως και τεχνητές λίμνες.

O τέταρτος πυλώνας στον οποίο μπορεί να βασιστεί μία περιβαλλοντική πολιτική που στοχεύει στη βιώσιμη ανάπτυξη είναι η διαχείριση υδάτινων πόρων. Θα πρέπει να εφαρμοστεί η Οδηγία 2000/60 με αντίστοιχη αναπροσαρμογή της νομοθεσίας που να διασφαλίζει την αειφορία και να θέτει στόχους που θα πρέπει να υλοποιηθούν.

Επιπλέον, η έννοια του υδάτινου στοιχείου τίθεται σε κρίση ως προς τις περιβαλλοντικές συνέπειες και στην περίπτωση πλημμύρας και διάβρωσης των ακτών. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί από την πολιτεία στα ακραία καιρικά φαινόμενα που συντελούνται λόγω των κλιματικών αλλαγών, πράγμα που μπορεί να μεταφραστεί και σε μεγαλύτερη εγρήγορση στη διαχείριση των κινδύνων.

Ο τελευταίος, αλλά όχι λιγότερης σημασίας πυλώνας είναι το φυσικό κεφάλαιο και τα οικοσυστήματα που απειλούνται τα τελευταία χρόνια. Μία σημαντική παράμετρος που επηρεάζει ένα οικοσύστημα είναι οι αποψιλώσεις και η εξαφάνιση του πρασίνου.

Ενδεικτικό είναι, σύμφωνα με τον επιστήμονα λόρδο Stern ότι αν δεν ληφθούν μέτρα, οι εκπομπές από τις αποψιλώσεις από το 2008 μέχρι το 2012 θα φτάσουν τους σαράντα γιγατόνους, μέγεθος το οποίο από μόνο του είναι μεγαλύτερο από το σύνολο των εκπομπών από τις αερομεταφορές από την εποχή της ανακάλυψης του αεροπλάνου μέχρι τουλάχιστον το 2025.

Εκτός από τα δάση, έχει διαπιστωθεί ότι ιδιαίτερα απειλούνται τα οικοσυστήματα, αφού μόνο στην Ευρώπη οι οικιστικές περιοχές έχουν αυξηθεί κατά 20% τα είκοσι τελευταία χρόνια. Πέρα, λοιπόν, από την ενίσχυση της νομοθεσίας ως προς την προστασία της βιοποικιλότητας, θα πρέπει ο ίδιος ο άνθρωπος ως μονάδα να συνειδητοποιήσει την ανάγκη διασφάλισης της πανίδας και χλωρίδας. Πρέπει δηλαδή, όπως και για όλες τις περιβαλλοντικές συνιστώσες να γίνει κατανοητό, ότι η εξαφάνιση ειδών είναι σημαντική τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό πλαίσιο αφού είναι μέρος αυτού που θέλουμε να ονομάζουμε «ευ ζην».

Η μέχρι σήμερα πρακτική στον τομέα του περιβάλλοντος δεν έχει δικαιώσει τις προσδοκίες της δεκαετίας του '80 και '90 για μια βιώσιμη ανάπτυξη. Πέρα από στιγμιαίας σημασίας προφορικά πυροτεχνήματα περί προστασίας του περιβάλλοντος δεν έχει επιδειχθεί σοβαρή και διαχρονική προσπάθεια και υπάρχει υστέρηση και ανακολουθία στη σύγκλιση με την Ε.Ε.

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι και η ελληνική πολιτεία στο πλαίσιο της εξασφάλισης ενός καλύτερου μέλλοντος στις γενιές που έρχονται θα πρέπει να εναρμονιστεί στις συνθήκες που διαμορφώνονται και να δώσει στην προστασία του περιβάλλοντος μεγαλύτερο βάρος, εγκαθιδρύοντας μία επί της ουσίας πολιτική για «πράσινη» ανάπτυξη.

Η πολιτική αυτή θα πρέπει να βασίζεται σε γερά θεμέλια και σε οργανωμένο σχεδιασμό, στον οποίο κρίνεται αναγκαίο, εκτός από τους αρμόδιους φορείς, να εξασφαλιστεί η συμμετοχή εξειδικευμένων επιστημόνων με μακρά και ουσιαστική εμπειρία στο χώρο του περιβάλλοντος. Για αυτό χρειάζεται ένα ειλικρινές «προσκλητήριο», ώστε να αξιοποιηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση το έμπειρο δυναμικό που υπάρχει στη χώρα μας και να γίνει πράξη με προοπτική προόδου κάθε εξαγγελία.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ, αγρονόμος τοπογράφος μηχανικός (ΕΜΠ) με μεταπτυχιακές σπουδές στη μηχανική περιβάλλοντος (Imperial College) και στην οργάνωση και διοίκηση επιχειρήσεων (MBA, ALBA)

(Από την εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 21/10/2009)