Η Ενεργειακή Εταιρική Σχέση της Ευρώπης με την Κεντρική Ασία δεν Είναι Βιώσιμη

Η Ενεργειακή Εταιρική Σχέση της Ευρώπης με την Κεντρική Ασία δεν Είναι Βιώσιμη
Της Luba Azarch
Σαβ, 24 Οκτωβρίου 2009 - 11:29
Η Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας φυσικού αερίου και αργού πετρελαίου παγκοσμίως. Ως εκ τούτου, είναι αξιέπαινο ότι οι Βρυξέλλες εποικοδομητικά αντιμετωπίζουν θέματα ενεργειακής ασφάλειας και προσπαθούν να αναπτύξουν συνεργασίες με κορυφαίες χώρες παραγωγούς ενέργειας.
Η Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας φυσικού αερίου και αργού πετρελαίου παγκοσμίως. Ως εκ τούτου, είναι αξιέπαινο ότι οι Βρυξέλλες εποικοδομητικά αντιμετωπίζουν θέματα ενεργειακής ασφάλειας και προσπαθούν να αναπτύξουν συνεργασίες με κορυφαίες χώρες παραγωγούς ενέργειας. Στον κλάδο των εξαγωγών φυσικού αερίου και αργού πετρελαίου, η Κεντρική Ασία διαδραματίζει ολοένα και σημαντικότερο ρόλο, παράλληλα με τη Ρωσία, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Η Κεντρική Ασία διαθέτει τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου, αλλά θεωρείται επίσης ως μια από τις πιο φτωχές περιοχές με τα πιο αυταρχικά και διεφθαρμένα καθεστώτα στον κόσμο.

Αυτός είναι ο λόγος που η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Κεντρική Ασία επιχειρεί να συμβιβάσει τους στόχους της αναπτυξιακής πολιτικής με την επιδίωξη των ιδίων της συμφερόντων για τις ενεργειακές προμήθειες στην περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, η Ε.Ε. προσπαθεί να συνδέσει την περιοχή της Κασπίας με την ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας και να διασφαλίσει ότι ευρωπαϊκές εταιρείες θα εμπλέκονται στην έρευνα για αποθέματα φυσικού αερίου στην Κεντρική Ασία, ενώ προχωρά στην κατασκευή αγωγού διασύνδεσης της Κασπίας Θάλασσας με την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ωστόσο, οι προκλήσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές και βρίσκονται ήδη στο κατώφλι μας. Πρώτον και κύριον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτυγχάνει να επιδείξει ομοφωνία αναφορικά με το σχέδιο Nabucco, που εκτιμάται ότι θα φτάσει το κόστος των 7,9 δισ. ευρώ και οραματίζεται να καταστεί η βασική οδός για τη μεταφορά φυσικού αερίου της Κεντρικής Ασίας στην Ευρώπη. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα και η Ιταλία δεν πιστεύουν στην αναγκαιότητά του και αρνούνται να χρηματοδοτήσουν το έργο με δημόσια κονδύλια της Ε.Ε. Επιπλέον, υπάρχει μια συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ της ευρωπαϊκής επιτρόπου Εξωτερικών Υποθέσεων, Benita Ferrero-Waldner, και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με αυτό το θέμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ρεαλιστικά αναγνωρίζει ότι η Ashgabat θεωρεί τη σύναψη μιας εμπορικής συνθήκης ως προϋπόθεση για την εμβάθυνση της ενεργειακής συνεργασίας μεταξύ του Τουρκμενιστάν και της Ε.Ε., ενώ οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εμποδίζουν τη ρύθμιση αυτή, λόγω ανησυχιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η κατάσταση επιδεινώνεται διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση απέτυχε να προσφέρει επαρκή οικονομικά κίνητρα για επενδύσεις στο έργο. Είναι σαφές ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν είναι σε θέση να επενδύσουν από μόνες τους σε υποδομές παραγωγής και μεταφοράς που έχουν υποστεί τόσο μεγάλη φθορά. Ο συνολικός προϋπολογισμός της Ε.Ε. για τον ενεργειακό τομέα της Κεντρικής Ασίας, ωστόσο, ανήλθε μόνο σε 22 εκατ. για την περίοδο 2007-2010. Και εξακολουθεί να είναι πολύ αμφίβολο το κατά πόσο ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα είναι πρόθυμα να παρέχουν χρηματοδότηση για την περιοχή, δεδομένης της πολιτικής αστάθειας, η οποία απορρέει από το ακαθόριστο καθεστώς της Κασπίας Θάλασσας, της «παγωμένης» διαμάχης στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, και την πρόσφατη ρωσογεωργιανή διένεξη.

Η Ε.Ε. και η Κεντρική Ασία αντιμετωπίζουν μια σημαντική αναντιστοιχία συμφερόντων: τα κράτη της Κεντρικής Ασίας αναμένουν δισεκατομμύρια ευρώ επενδύσεων, καθώς και πολιτική ουδετερότητα, ενώ η Ε.Ε. μόλις που έχει τη δυνατότητα να προσφέρει οικονομική βοήθεια, η οποία συνοδεύεται από ανεπιθύμητες πολιτικές προϋποθέσεις. Επιπλέον, η Ε.Ε. έχει αποκλειστεί από μόνη της ως αξιόπιστος εταίρος, αφού δεν είναι σε θέση να μιλήσει με μία φωνή αναφορικά με το έργο Ναμπούκο ή τον τρόπο που επιθυμεί να εμπλακεί με τους προμηθευτές ενέργειας της Κεντρικής Ασίας. Διαφαίνεται αδύνατο να μπορέσει να αναπτυχθεί μια βιώσιμη εταιρική σχέση με βάση ένα τέτοιο πλαίσιο.

Η Luba Azarchείναι μέλος του Γερμανικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων (DGAP) στο πρόγραμμα Ρωσία - Ευρασία.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 24/10/2009)