Οι χώρες-μέλη της ΕΕ καλούνται να αναπτύξουν τις αναγκαίες δράσεις την προσεχή δεκαετία για την προώθηση της χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και την επίτευξη των δεσμευτικών εθνικών στόχων του 2020, σύμφωνα με την Οδηγία 2009/28/EC. Οι εφαρμογές των ΑΠΕ περιλαμβάνουν την παραγωγή και χρήση θερμότητας/ψύξης, ηλεκτρικής ενέργειας και βιοκαυσίμων για τις μεταφορές.
Οι χώρες-μέλη της ΕΕ καλούνται να αναπτύξουν τις αναγκαίες δράσεις την προσεχή δεκαετία για την προώθηση της χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και την επίτευξη των δεσμευτικών εθνικών στόχων του 2020, σύμφωνα με την Οδηγία 2009/28/EC. Οι εφαρμογές των ΑΠΕ περιλαμβάνουν την παραγωγή και χρήση θερμότητας/ψύξης, ηλεκτρικής ενέργειας και βιοκαυσίμων για τις μεταφορές. Στις προσπάθειες αυτές συμμετέχουν όλοι, από τον απλό καταναλωτή μέχρι τις μεγάλες εταιρείες, δίδοντας ευκαιρίες για επιχειρηματικές δραστηριότητες με έντονη κοινωνική διάσταση.

Κάθε τομέας εφαρμογών των ΑΠΕ έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και απαιτούνται εξειδικευμένα μέτρα με επί μέρους στόχους για τις εφαρμογές, ενώ στο σύνολό τους πρέπει να δίδουν το βέλτιστο αποτέλεσμα. Η όλη σχεδίαση πρέπει να συμβάλλει στην αύξηση της απασχόλησης, στη βελτίωση της ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μακροπρόθεσμα, σε μια πορεία βιώσιμης ανάπτυξης. Οι προτεραιότητες στις επενδύσεις και τα υποστηρικτικά μέτρα πρέπει να εξυπηρετούν τους στόχους, μεγιστοποιώντας τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη.

Η ανάπτυξη εφαρμογών στην παραγωγή και χρήση θερμότητας/ψύξης από τις ΑΠΕ, όπου μπορεί να συμβάλλει και η εγχώρια βιομηχανία, χρειάζεται πολιτική με φιλόδοξους στόχους και υποστηρικτικά μέτρα. Η ηλεκτροπαραγωγή από τις ΑΠΕ με προβληματικό θεσμικό πλαίσιο και βραδείς ρυθμούς συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εγχωρίων και ξένων επενδυτών, γιαυτό εξετάζεται ειδικότερα παρακάτω. Η Ελλάδα καλείται τώρα να καταβάλλει πρόσθετες προσπάθειες για να τριπλασιάσει τη χρήση των ΑΠΕ στην επόμενη δεκαετία.

Το θεσμικό πλαίσιο οδηγεί την αγορά σε λάθος κατεύθυνση χωρίς τα αναμενόμενα οφέλη, ενώ η ενίσχυση των επενδύσεων με δημόσιους πόρους λειτουργεί ανασχετικά στην ανάπτυξη της αγοράς δημιουργώντας στρεβλώσεις με ασαφές επενδυτικό περιβάλλον. Η γραφειοκρατία και η εμπορία αδειών επιβαρύνει το κόστος και επιφέρει μεγάλες καθυστερήσεις, δημιουργώντας χαώδη κατάσταση με άγνωστες επιπτώσεις. Το τιμολόγιο αγοράς της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ (feed-in tariff) χωρίς προσεκτική σχεδίαση, δεν φαίνεται να έχει προκύψει από οικονομική ανάλυση αλλά μάλλον είναι προτάσεις που έγιναν νόμος (και δεν είναι οι μόνες). Οι τιμές στα φωτοβολταϊκά και οι υποσχέσεις για επιδότηση των επενδύσεων από δημόσιους πόρους δημιούργησε προσδοκίες για γρήγορα κέρδη και αρνητικό κλίμα στην κοινή γνώμη με επιπτώσεις και στις λοιπές ΑΠΕ. Η πρόσβαση στο δίκτυο ακολουθεί άλλους ρυθμούς με αβέβαιο χρόνο και κόστος σύνδεσης.

Η αδειοδότηση και παρακολούθηση των εφαρμογών, ένα καλά σχεδιασμένο τιμολόγιο και η σύνδεση στο ηλεκτρικό δίκτυο μπορούν να αποτελέσουν τους τρεις πυλώνες για την ανάπτυξη των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή. Για μικρές εφαρμογές χρειάζεται δραστική μείωση της γραφειοκρατίας σύμφωνα και με την Οδηγία. Η εμπλοκή της ΡΑΕ στην άδεια παραγωγής πρέπει να περιορισθεί μόνο στα μεγάλα έργα ώστε να ανταποκριθεί στο θεσμικό της ρόλο. Η άδεια εγκατάστασης, όπου χρειάζεται, να περιορισθεί σε ουσιαστικές διαδικασίες για κάθε τεχνολογία ΑΠΕ με τη λειτουργία υποστηρικτικών και ελεγκτικών μηχανισμών. Η συστηματική παρακολούθηση των εφαρμογών είναι απολύτως αναγκαία για να εκτιμώνται τα οφέλη και οι επιβαρύνσεις των καταναλωτών, καθώς και για διαμόρφωση πολιτικής με άμεσες αποφάσεις.

Η σχεδίαση του τιμολογίου αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (Feed-in Tariff, FIT) των ΑΠΕ με «λογικό» κέρδος του επενδυτή γίνεται μετά από οικονομική ανάλυση συνεκτιμώντας και τα οφέλη, για κάθε τεχνολογία, τύπο εφαρμογής, μέγεθος και θέση, σταθερό για 15-20 χρόνια, χωρίς δημόσια επιδότηση. Η διαφορά μεταξύ τιμής των ΑΠΕ και τιμής δικτύου επιβαρύνει τους καταναλωτές. Γενικά, οι διαφορές για την αιολική ενέργεια και τα μικρά υδροηλεκτρικά είναι μικρές ενώ για τα φωτοβολταϊκά μεγαλύτερες και ειδικά για την Ελλάδα με χαμηλή τιμή ρεύματος χρειάζεται προσοχή.

Σε χώρες με υψηλές τιμές ρεύματος, όπως πχ Ιταλία, Γερμανία, οι διαφορές είναι μικρότερες όπως και η επιβάρυνση των καταναλωτών, αλλά όσο οι εφαρμογές αυξάνονται η επιβάρυνση μεγαλώνει.
Στη Γερμανία η επιβάρυνση λόγω των ΑΠΕ στο λογαριασμό ρεύματος είναι της τάξης του 2% και δεν θα ξεπεράσει το 3% στα επόμενα χρόνια, παρά τη μεγάλη ανάπτυξή τους. Στη Γαλλία προς το παρόν η επιβάρυνση λόγω αιολικών και φωτοβολταϊκών είναι ασήμαντη. Ο στόχος στα φωτοβολταϊκά το 2020 είναι 5.400MW με βασική τιμή 32,8c€/kWh (επί εδάφους, όχι σε αγροτική γη) +27,3c€/kWh (bonus) για ενσωμάτωση σε στέγες για 20 χρόνια με μεγάλη ανταπόκριση, ενώ παρόμοια είναι η κατάσταση στην Ιταλία.

Η Ισπανία με ελκυστικές τιμές στα φωτοβολταϊκά συγκέντρωσε το ενδιαφέρον εγχώριων και ξένων επενδυτών οι οποίοι το 2008 εγκατέστησαν 2,5GW (το ήμισυ των εφαρμογών παγκοσμίως) πρίν καθυστερημένα αλλάξει ο νόμος. Η εγχώρια αγορά και η βιομηχανία δέχθηκαν σοβαρό πλήγμα ενώ η επιβάρυνση των καταναλωτών λόγω ΑΠΕ έφθασε τα 2 δις €, με το μισό και πλέον να προέρχεται από τα φωτοβολταϊκά. Κατόπιν αυτού, μεταξύ σοβαρού και αστείου λέγεται έξω ότι η γραφειοκρατία προστάτευσε την Ελλάδα από μια τέτοια περίπτωση σαν της Ισπανίας, αλλά ακόμη τίποτε δεν αποκλείεται.

Το τιμολόγιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ιδιαίτερη προσοχή σαν εργαλείο στην άσκηση πολιτικής, όπως πχ οι Φ/Β εφαρμογές στα κτήρια που παρέχουν περισσότερα οφέλη, όπως και οι εφαρμογές ΑΠΕ στα νησιά. Εκτός από το τιμολόγιο, σε μερικές χώρες εφαρμόζεται και ο διαγωνισμός για μεγάλα προγράμματα τόσο στα αιολικά (Πορτογαλία, Γαλλία κλπ) όσο και στα φωτοβολταϊκά ώστε να επιτευχθούν χαμηλότερες τιμές και άλλα οφέλη, πχ η Γαλλία έχει προκηρύξει διαγωνισμό για 300MW φωτοβολταϊκά στις 22 περιφέρειες.

Η πρόσβαση και σύνδεση των ΑΠΕ στο δίκτυο με γνωστό χρόνο και λογικό κόστος, λαμβάνοντας υπόψη και τα οφέλη που έχει το δίκτυο από τις ΑΠΕ, προϋποθέτει δραστήριο Διαχειριστή Δικτύου με σύγχρονο Κώδικα Δικτύου, με ενισχύσεις και επεκτάσεις του δικτύου, με καινοτόμες ιδέες και τεχνολογίες για τα δίκτυα του αύριο. Η απελευθέρωση της αγοράς με ξεκάθαρους ρόλους και κώδικες για τη λειτουργία του είναι τελείως αναγκαία.

Η Ελλάδα καλείται να εκπονήσει και να παρουσιάσει το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις ΑΠΕ στην περίοδο μέχρι το 2020. Τα νησιά πρέπει να έχουν προτεραιότητα στις εφαρμογές με ειδικό πρόγραμμα και φιλόδοξους στόχους. Θα ήταν πολύ χρήσιμο να συνοδεύεται από πρόγραμμα εφαρμοσμένης έρευνας και εκπαίδευσης για την επιτυχία των εφαρμογών. Χρειάζεται ένα υγιές επενδυτικό περιβάλλον με δραστική μείωση της γραφειοκρατίας και ξεκάθαρους κανόνες, ενώ ο σχεδιασμός των τιμολογίων πρέπει να γίνει σε συνδυασμό με στοχευμένο πρόγραμμα για τη μεγιστοποίηση του κοινωνικού και οικονομικού οφέλους. Είναι ανάγκη να γίνει τώρα, έχοντας την Ευρωπαϊκή εμπειρία,  ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο για κάθε μορφή ΑΠΕ, απλό και φιλικό χωρίς αποκλεισμούς, που θα αρχίζει από την πρόθεση του επενδυτού και θα τελειώνει στην οργανωμένη συλλογή λειτουργικών στοιχείων ή ακόμη και στην ανακύκλωση του εξοπλισμού στο τέλος της ζωής του.

Ο κ. Γιάννης Χατζηβασιλειάδης είναι Μηχ.-Ηλεκ. ΕΜΠ, Γ.Γραμματέας Δ.Ε του ΙΕΝΕ