Το Δημόσιο Χρέος και η Περιουσία του Δημοσίου

H Ελλάδα είναι χώρα με συγκριτικά υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο, μετά τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό των τελευταίων ετών, ανέρχεται σε περίπου 110% του ΑΕΠ. Ουδείς όμως έχει ασχοληθεί με την άλλη πλευρά του ισολογισμού, δηλαδή με την περιουσία του ελληνικού Δημοσίου.
Του Γιάννη Στουρνάρα
Δευ, 9 Νοεμβρίου 2009 - 15:43
H Ελλάδα είναι χώρα με συγκριτικά υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο, μετά τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό των τελευταίων ετών, ανέρχεται σε περίπου 110% του ΑΕΠ. Ουδείς όμως έχει ασχοληθεί με την άλλη πλευρά του ισολογισμού, δηλαδή με την περιουσία του ελληνικού Δημοσίου.

Η Ελλάδα είναι μια από τις λίγες χώρες του ΟΟΣΑ, ίσως η μοναδική, όπου δεν έχει καταγραφεί η περιουσία του Δημοσίου στο σύνολό της. Και όταν λέμε Δημόσιο εννοούμε όχι μόνο την Κεντρική Διοίκηση, αλλά και όλους τους οργανισμούς όπου μαζί απαρτίζουν την Γενική Κυβέρνηση, σύμφωνα με τον ορισμό της Συνθήκης.

Στην τελευταία του έκθεση (φέτος το καλοκαίρι) για την Ελλάδα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έκανε μια πρώτη απόπειρα έμμεσης εκτίμησης της περιουσίας του ελληνικού Δημοσίου. Αν και ατελής και ελλιπής είναι μια πρώτη εκτίμηση της «καθαρής θέσης» του, δηλαδή της διαφοράς μεταξύ ενεργητικού και παθητικού. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό: το ελληνικό Δημόσιο το 2008 διέθετε ρευστά περιουσιακά στοιχεία (π.χ. μετοχές, καταθέσεις κ.λπ.) της τάξης του 30% του ΑΕΠ και απόθεμα κεφαλαίου 51% του ΑΕΠ. Εφόσον το δημόσιο χρέος το 2008 ήταν 102,6% του ΑΕΠ, η καθαρή θέση του Δημοσίου ήταν αρνητική και ίση με -22% του ΑΕΠ περίπου.

Σύμφωνα με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε, δεν περιλαμβάνεται η αξία της γης, ενώ η αξία του αποθέματος του κεφαλαίου υπολογίστηκε εμμέσως, ως το συσσωρευμένο αποτέλεσμα επενδύσεων από το 1960 μέχρι σήμερα.

Μια πρώτη διαπίστωση που προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη και αντίστοιχες μελέτες για άλλες χώρες, είναι ότι η εκτίμηση της αξίας της δημόσιας περιουσίας στην Ελλάδα είναι, συγκριτικά με τις λοιπές χώρες του ΟΟΣΑ, υψηλή. Αν μάλιστα η αποτίμηση της περιουσίας γίνει με άμεσο τρόπο και συμπεριλάβει και την αξία της γης (η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον 60 εκατ. στρέμματα), ενδεχομένως να καταλήξει σε αρκετά υψηλότερη εκτίμηση. Με άλλα λόγια, η κατάταξη με βάση την καθαρή θέση του Δημοσίου ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα ήταν πολύ πιο ευνοϊκή για την Ελλάδα απ’ ό,τι η κατάταξη με βάση το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτή η μεθοδολογία, αν και πιο ορθή, δεν έχει επισήμως υιοθετηθεί ακόμα από τους διεθνείς οργανισμούς και τους παράγοντες της διεθνούς αγοράς χρεογράφων, κερδίζει όμως συνεχώς έδαφος και ενδεχομένως θα υιοθετηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Είναι απαραίτητο λοιπόν να αρχίσει η καταγραφή της περιουσίας της Γενικής Κυβέρνησης το συντομότερο δυνατόν.

Μια δεύτερη διαπίστωση που προκύπτει από τα παραπάνω σε συνδυασμό με τα στοιχεία του Γενικού Κρατικού Προϋπολογισμού του 2009, καθώς και του Κοινωνικού Προϋπολογισμού του 2009 είναι ότι οι πρόσοδοι από ακίνητη περιουσία της Κεντρικής Διοίκησης και των φορέων Κύριας και Επικουρικής Ασφάλισης (δηλαδή του μεγαλύτερου μέρους της Γενικής Κυβέρνησης) δεν ξεπερνούν τα 50 εκατ. ευρώ. (Κεντρική Διοίκηση: 20 εκατ. ευρώ περίπου, Ταμεία: 30 εκατ. ευρώ περίπου). Με δεδομένο το απόθεμα κεφαλαίου των φορέων αυτών, απόδοση αυτής της τάξης μεγέθους θέτει άμεσα και επιτακτικά το θέμα της αξιοποίησης της περιουσίας της Γενικής Κυβέρνησης. Αυτό το ζήτημα ξεπερνά βέβαια το απλό θέμα της προσόδου των υπαρχόντων ακινήτων (η οποία παραμένει, χωρίς αμφιβολία, πολύ χαμηλή αν συγκριθεί με την αντίστοιχη πρόσοδο του ιδιωτικού τομέα) και θέτει επί τάπητος την κατάλληλη στρατηγική αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και της δημόσιας γης. Αυτή η στρατηγική αφορά, μεταξύ άλλων, τον τουρισμό και την «πράσινη» ανάπτυξη.

Η σημαντικότερη όμως διαπίστωση που προκύπτει, είναι η ταχύτατη χειροτέρευση της καθαρής θέσης της Γενικής Κυβέρνησης από το 2015 και μετά εξαιτίας της αύξησης του δημοσίου χρέους από ένα και μόνο λόγο: την εξέλιξη του ασφαλιστικού. Αυτό θέτει άμεσα και επιτακτικά το ζήτημα α) της αναλογιστικής αποτίμησης των ασφαλιστικών εξελίξεων στη χώρα μας μετά την τελευταία νομοθετική ρύθμιση και β) το είδος των παρεμβάσεων που απαιτούνται σε περίπτωση που οι αναλογιστικές μελέτες επιβεβαιώσουν αυτή τη ραγδαία χειροτέρευση. Το ασφαλιστικό φαίνεται ότι αναδεικνύεται στον κυρίαρχο παράγοντα καθορισμού των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών εξελίξεων στη χώρα μας, ο οποίος επισκιάζει όλες τις άλλες προσπάθειες βελτίωσης της καθαρής θέσης του Δημοσίου, όσο επιτυχημένες και αν είναι αυτές. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αρχίσουμε να συζητούμε το θέμα αυτό, με νηφαλιότητα και χωρίς προκαταλήψεις. Λύσεις υπάρχουν. Οσο πιο νωρίς εφαρμοστούν, τόσο λιγότερο επώδυνες θα είναι.

Ο κ. Γ. Στουρνάρας είναι καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών και επιστημονικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 08/11/2009)