Το 1993 η ελληνική οικονομία είχε βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση με τη σημερινή. Αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης γύρω στο 1%, αλλά και υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα που έφτανε και ξεπερνούσε το 13% του ΑΕΠ. Οι μισθοί είχαν παγώσει και η κοινωνική δυσαρέσκεια ήταν έντονη. Οπως και σήμερα. Πολλοί μάλιστα αυτές τις μέρες τονίζουν την ομοιότητα της σημερινής κατάστασης με την περίοδο 1992-93 για να υποστηρίξουν ότι μπορεί πράγματι η ελληνική οικονομία να βρεθεί σχετικά σύντομα σε αναπτυξιακή τροχιά.
Το 1993 η ελληνική οικονομία είχε βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση με τη σημερινή. Αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης γύρω στο 1%, αλλά και υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα που έφτανε και ξεπερνούσε το 13% του ΑΕΠ. Οι μισθοί είχαν παγώσει και η κοινωνική δυσαρέσκεια ήταν έντονη. Οπως και σήμερα.

Πολλοί μάλιστα αυτές τις μέρες τονίζουν την ομοιότητα της σημερινής κατάστασης με την περίοδο 1992-93 για να υποστηρίξουν ότι μπορεί πράγματι η ελληνική οικονομία να βρεθεί σχετικά σύντομα σε αναπτυξιακή τροχιά.

Εκείνη την περίοδο βρισκόμουν στην Αμερική και, έχοντας καταγράψει σε ένα δισέλιδο τα σχετικά στατιστικά στοιχεία, είχα χτυπήσει την πόρτα των «σοφών» της εποχής στο ΜΙΤ. Ο. Blanchard, Ρ. Krugman και R. Dornbusch βρήκαν λίγη ώρα να με δουν. Εφυγα κάπως κατηφής γιατί δεν περίμενα να είναι τόσο κατηγορηματικοί στις απόψεις τους. Ο αείμνηστος R. Dornbusch με έπιασε από τον ώμο και με ρώτησε ρητορικά: «Μα τι δουλειά έχετε εσείς με την ΟΝΕ;»

Ο Ρ. Krugman, πιο κοφτός, μου είπε ότι το σύστημα του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών Ι (ΜΣΙ), το οποίο είχε καταρρεύσει πριν από λίγες ημέρες, δεν υπάρχει στην ουσία, πλέον, και επομένως δεν τίθεται θέμα... για την Ελλάδα. Ο Ο. Blanchard, όμως, ο σημερινός επιστημονικός διευθυντής της Παγκόσμιας Τράπεζας, μόλις είδε τα στοιχεία μου είπε: «Tight fiscal, loose money». Δηλαδή, «σφίξε τα δημοσιονομικά άμεσα, αλλά χαλάρωσε τη νομισματική πολιτική».

Εδώ βρίσκεται και η απάντηση στο κατά πόσον οι συνθήκες άσκησης μακροοικονομικής πολιτικής το 1993 και σήμερα ταιριάζουν. Πέρα από το γεγονός του επιτακτικού περιορισμού των ταμειακών ελλειμμάτων και του υψηλότερου δημόσιου χρέους, η εγχώρια νομισματική πολιτική σήμερα δεν υπάρχει. Είναι μια... πολυτέλεια που μας έχει αφαιρεθεί τόσο με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης του δημόσιου χρέους όσο και, συνακόλουθα, με τη γενικότερη αδυναμία εκτύπωσης εγχώριου νομίσματος για αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας, αφού... η δραχμή πλέον έχει αντικατασταθεί από το ευρώ! Επομένως, η δημοσιονομική περιστολή φαντάζει ως ...μονόδρομος.

Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι ναι μεν μπορεί σε απόλυτα ποσά να μειώσει τα δισ. ευρώ που οφείλει ο προϋπολογισμός, όμως η αφαίρεση αυτή ρευστότητας από την οικονομία θα συγκρατήσει ή και θα μειώσει το ΑΕΠ, επί του οποίου υπολογίζεται το δημοσιονομικό έλλειμμα!

Αν συνεχίσει έτσι η κατάσταση, τότε όλο και περισσότερο θα είναι αναγκαίος ο εξωτερικός δημόσιος δανεισμός ή/και η άνοδος των φορολογικών εισπράξεων. Στο σημείο αυτό, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η αφαίρεση με φόρους ρευστότητας από τους κατέχοντες δεν θα επηρέαζε τη ζήτηση, γιατί συνήθως τα εισοδήματα αυτά αποταμιεύονται. Από την άλλη θα μπορούσαν έστω μερικώς, να χρησιμοποιηθούν από το κράτος τα έσοδα αυτά για να πληρώσει το τελευταίο τις οφειλές του στους ιδιώτες και στις αγορές που στενάζουν. Ομως, ας είμαστε ρεαλιστές, η κρατική μηχανή αντιμετωπίζει ήδη μεγάλη φοροδιαφυγή και δεν είναι και σε θέση να βρει άμεσα και να εισπράξει παρά μόνο μικρό μέρος της.

Αρα, τα μέσα πολιτικής μας είναι τόσο περιορισμένα που μόνο ένα ελικόπτερο που πετά λεφτά από τον αέρα μπορεί να δώσει ανάσα στην οικονομία. Τι είδους δώρα είχε φέρει το ελικόπτερο αυτό 15 χρόνια πριν, όταν η κατάσταση ήταν περίπου η ίδια;

Συνοπτικά, όπως δείχνει και το σχετικό σχεδιάγραμμα, η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ιδίως από το 2000 και μετά, λειτούργησε ως καύσιμο στην οικονομία, με αποτέλεσμα να συνεισφέρει τα μέγιστα στους αναπτυξιακούς ρυθμούς της τάξης του 4%, τα τελευταία 10 χρόνια περίπου. Στον ίδιο πίνακα φαίνεται ότι επίσης οι καθαρές εισροές/ενέσεις ζήτησης από την Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι γύρω στο 5% μέχρι το 2000, και μετά το ποσοστό αυτό κυμαίνεται γύρω στο 2% του ΑΕΠ ετησίως.

Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι ο πρώτος παράγοντας δεν υφίσταται σήμερα και είναι λογικό να έχει εξαντληθεί με την παρούσα διεθνή οικονομική κρίση η συνεισφορά του. Ορισμένοι μάλιστα λησμονούν τον φαύλο κύκλο της κατάστασης. Οι τράπεζες δανείζουν με τις πλάτες της ΕΚΤ το ελληνικό Δημόσιο, με πολύ καλές αποδόσεις. Γιατί να δανείσουν, σε ένα περιβάλλον ύφεσης μάλιστα, τον μικρομεσαίο που κινδυνεύει; Με άλλα λόγια, ανεξαρτήτως του τι γνώμη έχει κανείς για τις «πρακτικές» των τραπεζών, τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους... τα καθορίζει το πολιτικό σύστημα και κατά κύριο λόγο οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου!

Οσον αφορά τα κοινοτικά κονδύλια, τα καύσιμα του ελικοπτέρου τελειώνουν το 2013. Μέχρι τότε, δε, πρέπει να έχουν βρεθεί οι τεράστιοι πόροι της λεγόμενης εθνικής συμμετοχής, ώστε να «απορροφηθούν» τα κοινοτικά κονδύλια στο σύνολό τους (δεν θέλω να ξέρω τι θα γίνει μετά το 2013).

Ολα αυτά, ενώ ο υπουργός Οικονομικών θα προσπαθεί να πείσει τον Χ. Αλμούνια ότι η «δημοσιονομική προσαρμογή» είναι δύσκολη όχι γιατί δεν μπορούν να κοπούν κάποιες σπατάλες ή να αυξηθούν λίγο οι φόροι. Αλλά γιατί αυτή τη στιγμή, μακροοικονομικά, δυστυχώς η κατάσταση δεν φαίνεται να αφήνει και πολλά περιθώρια για το τι πρέπει να γίνει. Ας ελπίσουμε πάντως ότι θα ανακάμψει γρήγορα η παγκόσμια οικονομία ώστε να αυξηθούν τα έσοδα από τουρισμό και ναυτιλία, χωρίς όμως, αν γίνεται, να αυξηθεί και πολύ η τιμή του πετρελαίου... Δυστυχώς το παζλ είναι για δυνατούς λύτες...

Το κείμενο αποτελεί τροποποιημένο μέρος τού υπό έκδοσιν βιβλίου των Θ. Πελαγίδη-Μ. Μητσόπουλου, «Η Στιγμή της Στροφής. Ο Προοδευτικός Οικονομικός Πραγματισμός ως Απάντηση στην Κρίση της Ελληνικής Οικονομίας», Εκδόσεις Παπαζήση, Νοέμβριος/Δεκέμβριος 2009.

Ο Θοδωρής Πελαγίδης είναι Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς

(Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 25/10/2009)