Ολιγοπωλιακές Τραπεζικές Δομές και Ασφυξία στην Αγορά

Οι επιχειρήσεις δεν πτωχεύουν από ζημιογόνες χρήσεις, πτωχεύουν από στέρηση ρευστότητας. Τη στιγμή που η ρευστότητα είτε από πωλήσεις είτε από προμηθευτές είτε από κεφαλαιούχους και πιστωτικά ιδρύματα δεν καλύπτει τις άμεσες υποχρεώσεις, η κρίση οδηγεί σε πτώχευση. Οι τελευταίες εξελίξεις συνέβαλαν ώστε το τραπεζικό σύστημα της Ηπειρωτικής Ευρώπης συγκριτικά με το αγγλοσαξονικό να πετύχει ιδιαίτερα μεγάλη συγκέντρωση.
Του Νίκου Χαριτάκη
Τρι, 17 Νοεμβρίου 2009 - 13:29
Οι επιχειρήσεις δεν πτωχεύουν από ζημιογόνες χρήσεις, πτωχεύουν από στέρηση ρευστότητας. Τη στιγμή που η ρευστότητα είτε από πωλήσεις είτε από προμηθευτές είτε από κεφαλαιούχους και πιστωτικά ιδρύματα δεν καλύπτει τις άμεσες υποχρεώσεις, η κρίση οδηγεί σε πτώχευση. Οι τελευταίες εξελίξεις συνέβαλαν ώστε το τραπεζικό σύστημα της Ηπειρωτικής Ευρώπης συγκριτικά με το αγγλοσαξονικό να πετύχει ιδιαίτερα μεγάλη συγκέντρωση. Πρώτον, γιατί ενισχύθηκε η παροχή λιανικής και χονδρικής τραπεζικής σχεδόν αποκλειστικά από τις εμπορικές τράπεζες. Δεύτερον, δημιούργησε πανίσχυρους οργανισμούς πίστης και δανείων οι οποίοι για να διατηρήσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα εκτόπιζαν εναλλακτικούς φορείς διαχείρισης της πίστης αυτής. Τρίτον, εξασφαλίζοντας ρευστότητα και διευκολύνσεις στην ενίσχυση της κατανάλωσης, συνέβαλαν στη μείωση της αποταμίευσης. Αυξάνοντας την ονομαστική αποτίμηση των πραγματικών αξιών και κρατώντας το μεγαλύτερο τμήμα (περίπου τα 3/5) της πολλαπλασιαστικής ρευστότητας μέσα στο τραπεζικό σύστημα, δανείζοντας δηλαδή η μία τράπεζα την άλλη, οι κοινωνίες πέτυχαν το στόχο της ανάπτυξης (leverage financing) με αντιστάθμισμα, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, την ακαμψία.

Η κρίση χτύπησε την πόρτα μας απρόβλεπτα. Η αξιοπιστία κατέρρευσε. Η ρευστότητα συρρικνώθηκε. Οι αποτιμήσεις αμφισβητήθηκαν. Ο συστημικός κίνδυνος εκτινάχθηκε στα ύψη. Εκεί που καταγράφηκε η αδυναμία δεν ήταν στη συγκράτηση της κρίσης, μια και ανεξαρτήτως δομής σε τελική ανάλυση ο δημόσιος τομέας έλυσε το πρόβλημα, αλλά στην ικανότητά του να εξασφαλίσει την ανάκαμψη όταν αρχίσει να αποχωρεί η δημόσια στήριξη. Ιδιαίτερα μάλιστα σε όσες περιοχές (π.χ. Ελλάδα) όπου η ολιγοπωλιακή δομή και η υπερβολική εξάρτηση των επιχειρήσεων από την τραπεζική πίστη εμφανίζεται με εκρηκτικές διαστάσεις. Η ρευστότητα που διοχετεύτηκε στη χώρα (quantitative easing) και τα σχεδόν ανύπαρκτα διατραπεζικά επιτόκια στηρίζουν εμφανώς πλέον την κεφαλαιακή επάρκεια του συστήματος και τις βραχυχρόνιες κερδοσκοπικές επιλογές και όχι την κάλυψη πιστωτικών αναγκών της πραγματικής οικονομίας. Οι ορθολογικοί τραπεζίτες ως διαχειριστές του συστήματος και μαζί τους οι αποδέκτες των επιλογών τους εγκλωβίστηκαν στην ακαμψία που δημιούργησαν τα τελευταία 30 χρόνια.

Απλά το τραπεζικό σύστημα επιδιώκει με μεγάλη επιτυχία να διαθέτει ρευστότητα, αλλά ταυτόχρονα και να την διαφοροποιεί. Σωστά, θα έλεγε κάποιος, αφού όλοι οι πελάτες δεν είναι ίδιοι από άποψη πιστωτικού κινδύνου. Ναι, αρκεί η διαφοροποίηση να επιτυγχάνεται μόνο μέσω διαφορετικής τιμολόγησης των δανείων σύμφωνα με την πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη. Αν όμως η δομή είναι ολιγοπωλιακή, το πιστωτικό ίδρυμα διαφοροποιεί τις αγορές ανάλογα με τον κίνδυνό τους.

Το φαινόμενο γίνεται εφιάλτης όταν η κρίση ρευστότητας μετατρέπεται σε κρίση ζήτησης. Και ακόμη χειρότερα όταν το περιβάλλον είναι δύσκαμπτο. Ανύπαρκτες εναλλακτικές δομές διάθεσης κεφαλαιακών πόρων, επιπρόσθετες ιδιαιτερότητες όπως μη φιλική τάση των επιχειρηματιών σε αύξηση των εταιρικών κεφαλαίων και κεφαλαιαγορές με χαμηλή αξιοπιστία, είναι μέρος μόνο των αδυναμιών του συστήματος.

Μια πολλά υποσχόμενη πολιτική θα ήταν συνδυασμός ριζικής μείωσης των φορολογικών βαρών στα αδιανέμητα κέρδη με παράλληλη επιβάρυνση των κεφαλαιακών κερδών ιδιαίτερα από πηγές που αφορούν ονομαστικές αποτιμήσεις. Αν ταυτόχρονα η συγκεκριμένη πολιτική συνδυαστεί με πάταξη των συγκριτικά ανορθολογικών φορολογικών επιβαρύνσεων στα κέρδη που δημιουργεί η αλόγιστη φοροαποφυγή και οι κρατικές ενισχύσεις των επενδύσεων, η ανάκαμψη θα επιτευχθεί ταχύτερα. Προτεραιότητα δεν είναι η ανάκαμψη των χρηματαγορών, αλλά η στήριξη των πραγματικών κλάδων της οικονομίας με ευέλικτες δομές και αποτελεσματικές από άποψη κόστους επιλογές.

Ο Νίκος Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διευθύνων σύμβουλος ΤΑΝΕΟ.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14/11/2009)