Οι παροτρύνσεις για επιβολή δασμών στις εισαγωγές εκ μέρους των πλουσίων χωρών ώστε να προστατεύσουν τις βιομηχανίες τους, στρέφει την προσοχή μακριά από το θεμελιώδες ζήτημα: Την ανάγκη για πολυμερή δράση σχετικά με τις εκπομπές των ρύπων.

Οι παροτρύνσεις για επιβολή δασμών στις εισαγωγές εκ μέρους των πλουσίων χωρών ώστε να προστατεύσουν τις βιομηχανίες τους, στρέφει την προσοχή μακριά από το θεμελιώδες ζήτημα: Την ανάγκη για πολυμερή δράση σχετικά με τις εκπομπές των ρύπων.

Οι ανεπτυγμένες χώρες αναγνωρίζουν ότι έχουν τη βασική ευθύνη για την Κλιματική Αλλαγή, όμως τα σχέδιά τους για επιβολή δασμών έρχονται σε αντίθεση με τις προσπάθειες των αναπτυσσόμενων κρατών να αναπτύξουν τις οικονομίες τους και να παρέχουν ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης στους πολίτες τους. Η αντίδραση στο εσωτερικό των πλούσιων κρατών εδράζεται σε δύο βασικά σημεία: Το πρώτο είναι ο φόβος για απώλεια της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων επιχειρήσεων, οι οποίες θα αντιμετωπίσουν αυστηρότερες ρυθμίσεις από εκείνες των αναπτυσσόμενων χωρών. Ταυτόχρονα, οι πολιτικοί ανησυχούν ότι οι προσπάθειες μείωσης των εκπομπών θα υπονομευθούν από την αύξηση των εκπομπών σε άλλα μέρη του κόσμου, δηλαδή τη λεγόμενη «διαρροή άνθρακα».

Όπως αναφέρει ο Άνχελ Γκουρία του ΟΟΣΑ σε άρθρο του στους FT, οι φτωχές χώρες αγωνίζονται για να εξασφαλίσουν τροφή, ενέργεια και νερό στους κατοίκους τους και λογικό είναι να αντιμετωπίζουν αρνητικά το ενδεχόμενο επιβολής δασμών στα προϊόντα τους από τους πλούσιους. Προς αυτή την κατεύθυνση, η Ινδία και η ομάδα των 77 έχουν προτείνει η οποιαδήποτε συμφωνία στην Κοπεγχάγη να απαγορεύσει τέτοιου είδους μέτρα.

Καθώς στη Διάσκεψη τον Δεκέμβριο αποκλείεται πλέον να υιοθετηθεί μια δεσμευτική συνθήκη, ο φόβος είναι ότι οι διαφωνίες θα δυσκολέψουν την επίτευξή της και στο άμεσο μέλλον. Στην πραγματικότητα πάντως, όταν τα κράτη τελικά υπογράψουν μια συνθήκη, η διαρροή άνθρακα θα αποτελέσει μικρό πρόβλημα και θα φθίνει καθώς ολοένα και περισσότερα μέρη θα επικυρώνουν τη συνθήκη αυτή. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ακόμα και αν η Ε.Ε. είναι η μόνη δύναμη που θα επιβάλει περιορισμούς στις εκπομπές με άξονα το 2050, η διαρροή άνθρακα θα αντισταθμίσει μόλις σε ποσοστό 12% τις μειώσεις αυτές. Αν όλες οι βιομηχανικές χώρες υιοθετήσουν μειώσεις, το ποσοστό φτάνει το 2%.

Αν και οι κλιματικές πολιτικές θα αυξήσουν τα κόστη των επιχειρήσεων σε κάποιους κλάδους, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα είναι τόσο μεγάλα ώστε να επιφέρουν αλλαγές στην παραγωγή. Όταν μια βιομηχανία αποφασίζει να μεταφέρει την παραγωγή της σε άλλη περιοχή, συνυπολογίζει μια πληθώρα από παράγοντες, όπως η ικανότητα και το μέγεθος του εργατικού δυναμικού και η απόσταση από τις πρώτες ύλες.

Η επιβολή δασμών όμως, αν και θα βοηθήσει ελάχιστα στην προστασία της ανταγωνιστικότητας, εντούτοις θα έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες στις κοινωνικές παροχές και για τις δύο πλευρές. Επίσης, η επιβολή τους είναι δύσκολη, καθώς δεν υπάρχει μια ενιαία φόρμουλα υπολογισμού των εκπομπών ανά προϊόν. Συνεπώς, η καλύτερη λύση είναι ένα επίπεδο περιβάλλον στο οποίο θα συμμετάσχουν όσον το δυνατόν περισσότερες χώρες σε μια συμφωνία για το κλίμα. Αντί για τους δασμούς, θα πρέπει να αναζητηθούν τρόποι που θα ενισχύσουν τη συμμετοχή αυτή και που θα δώσουν κίνητρα για την οικονομική υποστήριξη της μετάβασης προς μια ανάπτυξη χαμηλού άνθρακα. Πρόκειται για την αποτελεσματικότερη οδό για τον περιορισμό των φόβων και την επίδραση της διαρροής άνθρακα, ενώ την ίδια στιγμή κρατά ελεύθερο το εμπόριο.